Ανέκδοτα ποιήματα (γ)

Τέλος

Είμαι
διακοσίων ετών
της είπε
κι έσταξε ερυθρή
στο λευκό
η τελεία.

Σε μια νύχτα

Γέρασα πια,
Όχι εχτές,
Σήμερα γέρασα.

Το παραθύρι

Φόρεσε το μάτι,
το μεγάλο,
τ' όμορφο
και βγήκε
στο παραθύρι,
να τον ιδεί,
στη θλίψη του,
να τον πενθήσει.

Μισό

Κόμπος η γλώσσα
κόμπος τα δάκτυλα"
Αννίτα Χατζίκου

κι ούτε ένα χάδι
ούτε μια λέξη
μόνο
μια σκέψη
φιλί μισό
και δαγκωμένο
μήλο

Αταλάντευτα

Ε, λοιπόν,
καιρός να ζήσω
τη ζωή μου
ως ποιητής.
Ας βαδίσω
αταλάντευτα
στη μοναξιά μου.


Σχόλιο

Να γίνει η φιλία βαθιά
Να βρει φωλιά ο έρωτας
Που κρυώνει.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Φωνή 
κ βαθέων ναβαίνουσα, ς μύρον, ς χνη, ς τμός, θρνος, πάθος, μελωδία, νερχομένη π πτίλων αρας νυκτερινς, αρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλιχία, δολος, ψίθυρος, λιγεία, ναρριχωμένη ες τς ιπάς, χορδίζουσα τος έρας, χαιρετίζουσα τ χανές, κετεύουσα τ πειρον, παιδική, κακος, λισσομένη, φων παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνο χειμαζομένου, λαχταροντος τν πάνοδον το αρος.



...Και μια απόπειρα
Και μια φωνή απ’ τα βαθιά
να ανεβαίνει,
μύρο και άχνη και ατμός,
θρήνος και πάθος, μελωδία,
στα πούπουλα αύρας νυχτερινής
να ανεβαίνει,
πραεία να ανυψώνεται,
να αιωρείται,
μειλίχια και άδολη
ψίθυρος,
και στις ριπές αναρριχώμενη,
οξεία
να χορδίζει τον άνεμο,
φωνή,
που χαιρετίζει το αχανές
και ικετεύει το άπειρο,
άκακη, παιδική,
με τα γυρίσματα
μοιρολογιού παρθένας κόρης,
πικρό κελάηδημα πουλιού
που, στο χειμώνα, λαχταράει
την άνοιξη του, πάλι.

Ο Έρωτας, λένε, είναι ο αδελφός του Θανάτου. Ενίοτε είναι ο Θάνατος αυτοπροσώπως.

***
Η επωνυμία δεν προσθέτει λάμψη στο ποίημα ( αυτόφωτο γαρ ). Ενίοτε τυφλώνει τον αναγνώστη.

***
Το ένστικτο λειτουργεί αστραπιαία
η απόλαυση θέλει το χρόνο της.

***
-Πώς μπορούμε να δώσουμε, σε απλές λέξεις, ποιητική πνοή;
-Διώξτε τις φλύαρες γειτόνισσες.

***
Το ποίημα είναι μια αλληλουχία εικόνων
που παράγουν οι σιωπές των λέξεων.

***
Στο συρτάρι κιτρινίζει ο πόνος
και γίνεται λευκό το ποίημα!

Δύστυχο

Πονώ
Και γράφω,
Γράφω
Και πονώ
Α, πώς γελάει
Το ποίημα


Επιθυμία

Χιλιάδες επιθυμίες με κοίταζαν
Κι όλες λαμπύριζαν


Πέτα

Πέτα πουλί μου,
πέτα!
Πιάσε το ποίημα 
απ' την ουρά
και πέτα!
Εδώ, κανένας δε ρωτά,
πού ήσουν;
Γιατί, 
εσύ θα 'σαι παντού,
στο κύμα, στον αφρό,
στον ουρανό,
στ' αστέρι.
Πέτα χαρά μου
στη χαρά,
και στην αγάπη,
πέτα!

Παιδική

Θρηνήσαμε για να μας νιώσουν,
όμως, μας ποδοπάτησαν∙
ορδές τυφλές μας ποδοπάτησαν.
Τώρα το παλιό ηχείο στο λατομείο
αναπαράγει τον ήχο της πέτρας∙
δούλοι, ολημερίς, θρυμματίζουν
την ύπαρξή μου.
Κάθε μου ποίημα μια σφυριά,
κάθε σου ψέμα ιαχή.
Η λύρα χάθηκε σ' αυτή τη δυστυχία,
συνθέτω άμουσα τη φρίκη.
Δεν έχεις τόπο να χαθείς
χρόνο για να υπάρξεις,
μόνο ένα σήμαντρο,
που ανακαλεί την μόνη μνήμη
που σε σώζει.

Μαζί

Άφησα ίχνη 
τίμια και ειλικρινή
για να γυρίσεις πίσω, 
όταν θα χαθώ
εκεί στο λευκό 
που όλα τα σβήνει.
Όμως, δεν ξέρω πια 

αν κάποιος πίσω
θα σε περιμένει.
Δεν ξέρω καν
αν αυτό το πίσω
θα υπάρχει.
Γιατί το φως
όλα τα σκοτεινά
και τ' άχρηστα
τα καίει.

Κουρέλια

Τα βελουδένια 
τα 'στρωσα.
Χωρίς το φόβο 
της ανάμνησης
γαλήνιος σχεδίασα 
τη λήθη μου.
Τα λυρικά μου τα 'γραψα.
Τα υπέγραψα με το δισταγμό
της μυστικής μου εξομολόγησης, 

τα σφράγισες κι εσύ
με μιαν αγάπη.
Όμως,
κουρέλια πλέον σέρνονται
κι ας τραγουδούν ακόμα,
εκείνη που σ' ανάστησε,
εκείνη σε πεθαίνει.


Η μαύρη τρύπα

Θέλω να γράψω 
ένα ποίημα 
ανάρμοστο.
Θέλω να φτύσω.
Όλα τα εύηχα
να σβήσω.
Να μείνει 
η πικρή χολή,
το δηλητήριο, 
όλα τα σύμφωνα
που ηχούν
την ασχήμια μου.
Να μείνω εγώ, εσύ
κ' η μαύρη τρύπα.

Η οργή των αδυνάτων

Θα γράψω ένα ποίημα σκληρό
-άχρηστο ποίημα-
για αυτές που θυμούνται τα ψυχιατρεία
κάθε φορά που η ποίηση τις υπερβαίνει
και κουβεντιάζουν με τη σιγουριά 
των ανέραστων κορασίδων
-πρώιμα κλείδωσαν τις επιθυμίες,
εκεί που τυχαίως ευδοκίμησαν∙
εύκρατες αναδείχτηκαν οι μικρές ζώνες,

της τεκνοποίησης και του περίγυρου χρόνου-
Θα γράψω ένα ποίημα σκληρό,
σαν την εκδίκησή σου.

Απόπειρα

Ήρθα έως εκεί
Μάζευες δηλητήριο
χρόνους επτά
Εδώ
το διαλεχτό χόρτο
εκεί
η πράσινη σαύρα
παντού
η  κρύα λέξη
Δεν ήξερες
μα
δε ρωτούσες;
Ένα μίλι του γραμμαρίου
αρκετό
Τι;
πως;
γιατί;
δεν ήτανε
για ίδια χρήση;
Ω! ματαιοπονία
φριχτή
Όλοι εθίστηκαν

Επίκαιρο

Ω! νανοπόλη δύστυχη
Να σου υποκλιθώ;
ή να σε σαρκάσω;

Ω! νανοχώρα δύστυχη
θα σε χλευάσω

Φεύγω

Είπε την λέξη τη σκληρή, 
την τελευταία,
που όμως, συνήθως,  
δεν είναι τελεσίδικη.
Τις πιο πολλές φορές 
εκεί επάνω
αρχίζουν τα γυρίσματα.
Θέλει πολύ νομίζετε
ο νους να μπερδευτεί;
θέλει πολύ η καρδιά 
να υπαγορεύσει μετάνοιες;
από τη μύτη να συρθεί
κι η γλώσσα να δεθεί
με παράξενους φθόγγους;
Είπε τη λέξη την βαριά,
την τελευταία, 
όμως δεν ήξερε.
Καμιά φορά  
ηχεί το νόημα της,
γίνεται απρόσμενη,
την ακούει αυτός,
που όλα τα τυλίγει
στη σιωπή
 και τότε,
 στ' αλήθεια φεύγει.

Πεπλεγμένη

Συνάρτηση πολλών μεταβλητών
κι αυτές να μεταβάλλονται ατάκτως.
Ιδού, το πρόβλημα.
Ας υποθέσουμε πως είναι σταθερές,
πλην από μία.
Μα ποια θα θεωρήσουμε μεταβλητή;
Μήπως το χρόνο;
Τη θλίψη ή τη μοναξιά,
μήπως τον πόνο;
Άσε τον έρωτα μεταβλητή
και μη σε νοιάζει η λύση.

Ξεχασμένο

Και μίλησε αυτή ψηλά
απ' τ' όνειρό μου:
Μου αρέσουν
τα λυπημένα ποιήματα,
είπε,
διατηρούν την υποψία
ενός χαμόγελου.
...Όμορφη Κυριακή,
με ασθενείς ανέμους,
φουρτουνιασμένη...
Μα πώς μου ήρθε αυτό;
να φτάνει ο απογευματινός
ήλιος
ως τα μισά τον πόνο μου
Και να 'ναι ένα φεγγάρι
δρέπανο
που παραμονεύει
στη νύχτα μου
να με θερίσει.



Όταν

Όταν πρόκειται να συντρίψεις μέσα σου ό,τι αγάπησες, δε σου χρειάζεται καμιά αλήθεια.

Πρωινό

Να σου χαρίσω
ένα φρέσκο χαμόγελο;
Όλη τη νύχτα
το πότιζα ν' ανθίσει.

Τέλος

Και βγήκαν οι ηρωίδες από τα βιβλία μου, ήπιαν κρασί λευκό και χειροκρότησαν τις απαγγελίες. Ήταν ωσάν να ελευθερώθηκα.


Τώρα

Κάποτε, έκανε τον πόνο λέξεις και με μικρές ασθματικές ανάσες έσπρωχνε τη ζωή. Τώρα ένας θάνατος έγινε βράχος στο στήθος του απάνω κι αργά-αργά ως εκδίκηση  προδομένης αγάπης συνθλίβει ό,τι χρόνια ορθώθηκε, μια ματαιότητα.

Οι άλλοι


Αυτοί που γράφουν ποιήματα δεν έχουν ελπίδα να βρουν τον αναγνώστη τους. Αντί να τον οδηγήσουν στην ψυχή τους τον οδηγούν στο χαρτί τους.

Άτιτλο

Μη μου μιλάς 
για τ' άγραφο,
μαύρο στο μαύρο 
είναι γραμμένο.

Ο γενναίος

Ανοίγει η ανάμνηση την πύλη, 
εισβάλει στους αριθμούς,
τέσσερα επί πέντε, 
λείπει το βάθος. 
Ύψος το λένε αυτό που λείπει. 
Δύστυχο, δίστιχο 
είναι το άλλο, αυτό  που έχει.

Ποιος;

Σ' αυτό το έρημο το περιβόλι,
χάθηκαν όλοι.
Κανείς
Ποιος έφταιξε;
Κανείς!
Ποιος πόνεσε;
Όλοι!

Παιδί βυζαίνει και αρρωσταίνει,
σ' αυτή την άρρωστη την αγκαλιά,
μαχαίρι βγαίνει και με πεθαίνει,
σ΄αυτή την κρύα την ερημιά.

Σ' αυτή την πόλη,
έφυγαν όλοι.

Ποιος θα πενθήσει,
ποιος θα τραγουδήσει;

Συνήθεια

Ούτε καλημέρα πια,
να πώς χάνονται
μες στη συνήθεια
οι έρωτες.

Εκτός

Και τι να πω;
Σ' αυτό το θάνατο
Μ' αφήσανε απέξω

Πομπώδης

Ο εις πομπή, ενίοτε νεκρική,
εκπεμπόμενος.

Όλα είχαν τη στήριξη
των αδαών,
ακόμα και η γνωμάτευση
για την ευφυΐα των ποιητών.
Αγία η οικογένεια,
ωσάν να ξέπεσαν ομαδικώς
στο μίζερο
και βρήκαν στήθη
να παρατάξουν στον βέβηλο
-ανόρθωση με εμφυτεύματα
ευκλεούς παρακαταθήκης-
δεν είμαι εδώ,
περαστικός ανεβαίνω τις σκάλες,
ξέρω το κλειδί είναι στη γλάστρα,
όμως, εγώ θα φύγω,
συμπαθάτε με, το δύσμοιρο,
έφυγα ήδη από καιρό,
στην πραγματικότητα
ουδέποτε υπήρξα,
ούτε ως ένοικος
δεν κατέγραψα ίχνος,
ακούς εκεί;
κραυγάζει η αγάπη:
εκδίκηση!

Μικρό

Κι εσύ να τρέχεις
κι εγώ να φθίνω,
μια λέξη μόνο,
να με προφτάσει
μία ματιά σου,
είμαι το ποίημα.

Σαν σκίτσο

Ψάχνεις
για τις σκληρές,
βρίσκεις 
καλόφορμες
γραμμούλες
και απορείς,
πού πήγε
τόσο κάρβουνο;

Γενέθλια

Μη νομίζετε εσείς, τώρα,
πως εγώ μεγαλώνω.
Χαίρομαι, μόνο χαίρομαι.
Και ξέρετε ότι στη χαρά
όλα φαντάζουν όμορφα...
Δεν ξέρω αν το φεγγάρι,
αυτό το κοντινό μου άστρο,
δεν ξέρω αν το φεγγάρι
είναι φίλος.
Ένα μονάχα ξέρω:
όσο ηχούν οι λέξεις,
μία αγάπη αναβλύζει
από βαθιά,
από μακριά,
απ’ τους δικούς μου,
μα,
και από ξένους τόπους.
Τι θα μου μείνει;
Μια κρυφή επιθυμία
αιωρείται εδώ,
εκεί,
αίρεται παντού,
κρύβεται σε άνθη,
σε στίχους κρύβεται,
Είναι κι αυτός ο Ιούνιος
μοιραίος,
πάντα ο Ιούνιος
μοιραίος βαδίζει στο τέλος του,
ποιος να αρνηθεί τη μαγεία
των πρώιμων άστρων;
εγώ γεννήθηκα εκεί,
εκεί κι αλλού,
παντού, υπήρξα,
γενέθλια μέρα
με ορίζεις.

Οι λέξεις

Οι λέξεις,
στάζουν
έρωτα
οι λέξεις,
είναι τα μάτια σου
οι λέξεις.


Σε μορφή διαλόγου

-Γιατί γράφεις;
-Δε γράφω.
-Και τι είναι όλα αυτά;
-Όνειρα.
-Και ποιος τα βλέπει;
-Εγώ.
-Μα, ποιος τα γράφει;
-Ο άλλος.
-Ποιος άλλος;
-Αυτός που με ορίζει στον πυρετό μου.
-Είναι ο πυρετός σου όνειρο;
-Είναι το όνειρο πυρετός μου.
-Κι ο άλλος;
-Τι;
-Πώς σε ορίζει ο άλλος;
-Κρατάει τα κλειδιά.
-Ποιανού κλειδιά;
-Της φυλακής μου.
-Και δε σ’ αφήνει για να βγεις;
-Δε με αφήνει για να μπω.
-Δυστυχισμένε!

Επιμύθιο

Αδυνατούν
οι λέξεις
τα νοήματα,
οι ήχοι,
τα σύμβολα,
αδυνατεί
το ποίημα.
Δεν έχει φως 
να ζήσουμε,
σκοτάδι
να χαθούμε.

Ο ποιητής

Περιπολώ τις νύχτες
στις ζωές σας,
γράφω.