Κώστας Μαργώνης: Η τεχνική της εικόνας στο λογοτεχνικό έργο του Β. Φίλου


   Η χρήση της εικόνας στη λογοτεχνία, της παράστασης που απευθύνεται στις αισθήσεις, είναι διαχρονική. Η επιλογή, η επεξεργασία και η οργάνωση των εικόνων, η πολύτροπη λειτουργία τους, αποτελούν ένα σύστημα εικονοποϊας που μας χρησιμεύει να εκφράζουμε αφηρημένες έννοιες και συναισθηματικές καταστάσεις. «Στη λογοτεχνία με τον όρο εικόνα εννοούμε την αισθητοποίηση ενός αντικειμένου, μιας ιδέας ή ενός συναισθήματος μέσω μιας φανταστικής παράστασης που πλάθεται με εύστοχο και υποβλητικό λόγο»[1]. Σχηματικά, με κριτήριο το τι εκφράζουν, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε εικόνες που αποδίδουν συγκεκριμένες παραστάσεις γεγονότων, προσώπων, φαινομένων και εικόνες που αποτυπώνουν αφηρημένες έννοιες και νοήματα. Οι εικόνες μπορεί να είναι οπτικές, ακουστικές, οσφρητικές και γευστικές.
   Οι εικόνες είναι αποθησαυρισμένες στη μνήμη, ατομική και συλλογική, ή πηγάζουν από την εμπειρία της ζωής. Ο Rimband έγραψε το «Μεθυσμένο Καράβι» χωρίς να έχει δει καν θάλασσα. Δεν είχε μάλιστα πλατιά εμπειρία από όπου θα μπορούσε να αντλήσει την εικονοποιία του[2]. Ο Rimband άντλησε τις εικόνες του από τον κόσμο της φαντασίας που ήταν πιο πραγματικός από τον κόσμο της πραγματικότητας. Κατά τον ίδιο, «Ο ποιητής κάνει τον εαυτό του οραματιστή με τη σκόπιμη «διατάραξη» των αισθημάτων».
   Μια άλλη προσέγγιση αφορά το πλήθος και τη δύναμη των εικόνων, τη δραστικότητά τους. Ιδιαίτερη ομάδα ποιητών είναι οι εικονιστές (imagists), με κορυφαίους τον T.E. Hulme και τον Ezra Pound, που επινόησε και τον όρο το 1912[3]. Ο T.S. Eliot, που έγινε μέλος της Ομάδας το 1913, χρησιμοποίησε εικόνες πρωτοποριακές και εντυπωσιακές, όπως «την κίτρινη ομίχλη που τρίβει τη ράχη της στα τζάμια πάνω», για να μεταδώσει μια διάθεση μελαγχολίας.
   Η συστηματική μελέτη των συστημάτων εικονοποιίας στη λογοτεχνία μάς επιτρέπει να εντοπίσουμε τα βασικά τους γνωρίσματα. Οι εικόνες λοιπόν αιχμαλωτίζουν και μεταδίδουν την ένταση των συναισθημάτων, συμβάλλουν στην εξύψωση στο υπερβατικό, καθιστούν εντυπωσιακές τις περιγραφές, αξιοποιούν τη φαντασία[4], τη μετατρέπουν σε δημιουργική δύναμη που αναδιαμορφώνει τη θρυμματισμένη ύλη. Εξάλλου, η εικόνα είναι το μέσο για να κατανοήσει κανείς την πραγματικότητα. Ειδικά ο συνειρμός των εικόνων επιβάλλει μια νέα μορφή στο υλικό των αισθήσεων, μοναδική και αναζωογονητική. Κατά τον P. Valery, οι εικόνες χαρίζουν τη μουσική ιδιότητα στην ποίηση, αφού αποτελούν μια διαρκή ταλάντευση ανάμεσα στο νόημα και στον ήχο. Σύμφωνα με τον Bandelaire, η εικόνα είναι το μέσο για να καταλάβει ο ποιητής «τη γλώσσα των λουλουδιών και των βουβών πραγμάτων». Ιδιαίτερη δύναμη έχει η διακύμανση των εικόνων που διυλίζει σκέψεις και συναισθήματα και βοηθά τον ποιητή να ψηλαφήσει τα αψηλάφητα. Η εικόνα, τέλος, κατά τον Ι.Α. Ρίτσαρντς, είναι αναντικατάστατη στην ψυχολογική της διάσταση. «Αυτό που κάνει μιαν εικόνα αποτελεσματική είναι λιγότερο η ζωντάνια της ως εικόνας και περισσότερο ο χαρακτήρας της ως ψυχικού γεγονότος, το οποίο έχει έναν ιδιαίτερο δεσμό με τις αισθήσεις». Θα μπορούσαμε να υποστηρίζουμε την άποψη ότι οι εικόνες αποτελούν μέσο ψυχολογικού πειραματισμού. Κατά τον Γερ. Μαρκαντωνάτο «...η σκέψη μετουσιώνεται και προβάλλεται με την εικόνα σαν κάτι εποπτικά κρουστό και το συναίσθημα χάνει την συγκινησιακή του θολούρα, γίνεται ανάγλυφο και φωτεινό σαν τον καθαρό στοχασμό, που ωστόσο μπορεί και αναλύεται σε ζωντανές παραστάσεις».[5]
   Το λογοτεχνικό έργο του Β. Φίλου αποτελεί ένα πεδίο άσκησης και εν τέλει διαμόρφωσης ενός ξεχωριστού συστήματος εικονοποιίας. Η αναψηλάφηση της προσωπικής ενδοχώρας, συνεχής και επίμονη, η παλίντονος κίνηση από τις ρίζες του Εγώ στις ρίζες της Φύσης αποκτά υπόσταση με τις εικόνες. Χάρη στην εικόνα με τα ετερόκλητα στοιχεία,  στην ακρίβεια και στη λεπτομέρεια που τις χαρακτηρίζουν, ο Β. Φίλος αναπαριστά απρόσμενα συναπαντήματα ήχων, σκέψεων, συναισθημάτων, προσδοκιών, αναπολήσεων, στοχασμών και χτίζει ένα στέρεο ποιητικό οικοδόμημα.
   Η επισταμένη και συστηματική μελέτη των εικόνων στο έργο του θα καταδείξει τις λειτουργίες που επιτελούν στο επίπεδο της αναπαράστασης των ψυχολογικών, κυρίως, καταστάσεων.



   1. «Σαν γύρισα στην πλατεία, τους βρήκα όλους στη σκηνή. Σε μια παράσταση ακατανόητων βηματισμών, με άδειες κερκίδες.
Όταν τους φώναξα, πήραν τις θέσεις τους. Κι ως ήρθα εμπρός, μερικοί με κοίταξαν με ελπίδα· όμως, οι πιο πολλοί με υποψία.
- Ακούστε, είπα, τα ίχνη που βρέθηκαν ανήκουν σ’ έναν άγνωστο φόβο...
- Άγνωστο φόβο;ρώτησαν και άφησε η έκπληξη όλα τα στόματα ανοιχτά· λες και μια απορία μεγάλη έπρεπε να βγει από μέσα της και ήθελε χρόνο.
-Δεν είναι ο προαιώνιος φόβος, συμπλήρωσα. Τότε, ακούστηκε μια ζητωκραυγή, σαν ηχηρός θρίαμβος. Κι έβγαλαν όλοι τα γαλάζια μαντήλια και τα κουνούσαν ψηλά, πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Λες κι έστελναν χαιρετισμό στον ουρανό και τη χαρά και βρήκαν πάλι το άγαλμά τους.
Τότε κατάλαβα ότι όλα τ’ άλλα που είχα να πω, αχρείαστα ήτανε πια. Και πριν αποσυρθώ, να στοχαστώ πάνω στον άγνωστο φόβο, ψιθύρισα:
- Το τέλος της εποχής των παλιών παραμυθιών αργεί ακόμα!» («Θεάλια», σ. 30-31)

   Η εικόνα του αποσπάσματος, θα μπορούσαμε να πούμε, γίνεται η γλώσσα των βουβών πραγμάτων, των αφηρημένων εννοιών και των θρυμματισμένων καταστάσεων. Παρότι τα υλικά είναι γνωστά και φθαρμένα- η πλατεία, οι κερκίδες, η παράσταση, η ζητωκραυγή, τα μαντήλια, ο ουρανός, το άγαλμα- η ενέργεια της σύνθεσης είναι ψυχολογική. Τα υλικά, τα Prima Materiae, αποκτούν, στη σύνθεσή τους, μια άλλη διάσταση. Τα θρυμματισμένα υλικά ανασυντίθενται και γίνονται τα μέσα για να πάρει τη θέση του το συναίσθημα του φόβου, στην υπαρξιακή του διάσταση. Με άλλα λόγια, η εικονοποιία γίνεται το όχημα που μεταφέρει το αίσθημα του αιώνιου φόβου μπροστά στο άγνωστο. Συνάμα ο φόβος, για τους θιασώτες της παράστασης, μεταβάλλεται σε ελπίδα που χαρίζει η απεραντοσύνη του ουρανού. Η σύζευξη εικόνων και αισθημάτων, στη συγκεκριμένη εικονοποιία, φανερώνει την ώριμη ποιητική ματιά του Β. Φίλου.
   2. Ένα άλλο γνώρισμα της ιδιότυπης εικονοποιίας του Β. Φίλου είναι ο καταιγισμός, το πλήθος των θραυσμάτων της εικόνας, η έκπληξη. Σύμφωνα με το Περί Ύψους του Δ. Λογγίνου, η παραστατική εικονοποιία προκαλεί την έκπληξη. «Έτσι παραβλέπουμε την αποδεικτική επιχειρηματολογία για χάρη της έκπληξης που προκαλούν οι εικονοποιίες. Η πραγματικότητα επισκιάζεται από τη λαμπρότητα της εικόνας»[6]. Η εικόνα επιβάλλεται. Τα ασήμαντα στοιχεία, τα μικρά συμβάντα, συνθέτουν τον καθημερινό χρόνο και το βιωματικό χώρο. Ο Β. Φίλος γίνεται χρονικογράφος της καθημερινότητας, διαμεσολαβητής ανάμεσα στον εξωτερικό και στον εσωτερικό κόσμο.



«Ήταν η Ηλέκτρα που σήκωσε ψηλά το ένα χέρι, σαν να πυροβολούσε. Ύστερα, σαν να μαλάκωσε, ύψωσε και τα δύο χέρια σε μια ικεσία. Ο Ανδρέας οργίστηκε. Πήρε το λόγο και κατήγγειλε τη βλασφημία. Μίλησε πολύ για τον νικηφόρο πόλεμο και όταν έφτασε στο χρέος, όλοι του ζήτησαν να σωπάσει. Ύστερα στράφηκαν σε μένα.
- Το διήγημα!
Μου έφεραν χαρτί, καφέ και τσιγάρο και έτσι άρχισα.
«Ήταν μια φορά μια πλατεία....»
- Δεν θέλουμε παραμύθια
- Κουραστήκαμε πια με τις αναμνήσεις.
Τους κοίταξα έναν-έναν. Δεν ήταν πως δεν ήθελαν να να ακούσουν[...]
- Αφήστε τον να γράψει, είπε η Ελένη. Ήταν αληθινή η πλατεία... τραγουδούσαμε. («Αλιάνθη», σ. 76-77)

Στη συγκεκριμένη εικόνα-σκηνή είναι έντονη, κυρίαρχη θα λέγαμε, η παρουσία των ανθρώπων. Όμως δεν πλεονάζει ο λόγος, αλλά οι κινήσεις και οι πράξεις που συγκροτούν την εικόνα. Το χέρι που «πυροβολεί», τα χέρια σε ικεσία και οι κοφτές φράσεις των προσώπων φέρνουν στην επιφάνεια κρυμμένες ιδέες και συναισθήματα απωθημένα. Τα πρόσωπα, που συγκροτούν την εικόνα, κατακλύζονται από οργή, ελπίδα, ανυπομονησία, ψυχική δύναμη· είναι οι φορείς της αλλαγής και δεν μπορούν να περιμένουν. Θέλουν να επιταχύνουν το βήμα της Ιστορίας. Η ένταση των συναισθημάτων όμως δεν είναι φανερή. Περιμένει τον επίμονο αναγνώστη να την ανακαλύψει.
   3. Η γέφυρα με την ουτοπία. Η εικόνα, σε κάποιες περιστάσεις, γεφυρώνει το χθες με το αύριο, το ανεκπλήρωτο με το πιθανό, τον προσωπικό στοχασμό με τον κοινωνικό προβληματισμό.



«Ήρθε το χιόνι κι έφερε σύννεφο λευκό και αστραπές παλιάς μνήμης. Κι είπα, θα ανασύρω ό,τι απώθησα, τώρα που μπορώ να τ’ αντέξω. Και ντύθηκε η νύχτα νύφη. Κι ο φόβος χάθηκε. Και σώπασαν οι κραυγές και οι ψίθυροι σώπασαν. Κι ήταν τα βλέμματα που μιλούσαν και τα αμέτρητα λευκά δάκρυα του ουρανού που άγγιζαν απαλά το χώμα, άγγιζαν απαλά τα δένδρα και χαμογελούσαν.
   Κι έβγαλε η νύχτα τα μαύρα που φορούσε. Και σώπασε ο αιώνιος θρήνος. Κι ένιωσα στον ουρανό την απουσία που τη σκοτείνιαζε. Κι είπα σε συγχωρώ, για όσα μου ’κρυψες, για όσα, φριχτά, στα όνειρά μου έστειλες.
- Θα ζήσω μέσα στις αναλαμπές, είπα. Με το πάθος της ανάμνησης. Με του μέλλοντος, του άλλου μέλλοντος την ουτοπία. Είναι θεά, είναι η δική μου θεά.» («Αλιάνθη», σ. 29-30)
Μια πρώτη διαπίστωση: το απόσπασμα είναι ποίηση. Είναι μουσική, αρμονία ήχων και εικόνων. Τα φυσικά φαινόμενα, το χιόνι, η νύχτα, ο ουρανός, το χώμα, μετασχηματίζονται, χάρη στη δύναμη της εικόνας του λευκού, σε ευδιάκριτα συναισθήματα. Οι εικόνες γίνονται η γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον, η μνημείωση του εφήμερου. Ο φόβος και ο θρήνος δίνουν τη θέση τους στο λυκόφως του μέλλοντος, που όμως είναι η εξιλεωμένη ανάμνηση. Το ποιητικό υποκείμενο εδώ είναι άνθρωπος της μήτιος, που κρύβεται και εμφανίζεται, όπως ο πολυμήχανος Οδυσσέας του Ομήρου.
   4. Το βιωματικό στοιχείο, έστω και υπόρρητα, έχει λειτουργική θέση στο λογοτεχνικό έργο του Β. Φίλου.



« Απόκαμα
νικητής ή νικημένος
τι αξία έχει;
Έλα να γνωριστούμε
να αγαπηθούμε
Θυμάσαι τα χρόνια με τα ξυπόλυτα πόδια
και τα χαμηλωμένα μάτια;
Πέρασα το κατώφλι
είναι και δικιά μου και δικιά σου αναθύμηση»
(Μηδενική Ακολουθία, σ. 37)
«Ήταν η σκληρή πέτρα
τα ξυλιασμένα μου χέρια
τα γυμνά βουνά»
(Μηδενική Ακολουθία, σ. 38)
«Σε θυμάμαι στους δρόμους της πολιτείας.
Γύριζα πασχίζοντας να στερεώσω το βηματισμό μου
μέτραγα τις δεκάρες στην τσέπη μου
γέννημα της ανάγκης»
(Μηδενική Ακολουθία, σ. 38)

Στα ποιητικά αυτά αποσπάσματα η εικόνα γίνεται βιωματική. Δίνει στα συναισθήματα που πηγάζουν από την ταλαιπωρημένη εφηβική ηλικία στερεότητα και αφοπλιστική ειλικρίνεια. Η στέρηση γίνεται ανάγλυφη παράσταση. Τα ξυπόλυτα πόδια και τα χαμηλωμένα μάτια αποδίδουν με ενάργεια τη στέρηση και την ανέχεια. Το βιωματικό υλικό αποτελεί το πρόπλασμα του ποιήματος.
   5. Ορισμένες εικόνες διαθέτουν μια τεχνική αρτιότητα και μια «εντελέχεια», ώστε μπορούμε να μιλάμε για ιδιαίτερο γνώρισμα της εικονοποιίας του Β. Φίλου.



«Χάθηκε η Άνοιξη στο χιόνι
και τα πουλιά που την περίμεναν
κρύωσαν.
Και τα παιδιάπου την περίμεναν
ξεχύθηκαν στους γυμνούς λόφους,
με τα μάτια πυρωμένα,
με τα χείλη σφιγμένα.
Και όπου πατούσαν η γη έλειωνε,
και όπου κοιτούσαν, άναβαν φωτιές.
Οι άλλοι φώναζαν πίσω από τα τζάμια
και το τοπίο ρηγματώθηκε περιμετρικά
ώσπου βυθίστηκε
και τα παιδιά ολόχρυσες σκιές
στον ορίζοντα
χόρευαν με τα πουλιά»
(Ευθαλπία, σ. 33)

Η εικόνα του ποιήματος επιβάλλεται με το γρήγορο βηματισμό της, μην αφήνοντας χώρο για σχόλια και λογική ανάλυση. Το χιόνι επελαύνει και δίνει ζωή, χρώμα, παλμό. Ο ιδιωτικός ορίζοντας ευρύνεται για να χωρέσει τον κοινωνικό.
   6. Σε καμιά περίπτωση δεν λείπει ο οραματισμός. Ίσως το όραμα να είναι το ζώπυρο της ποιητικής δημιουργίας του Β. Φίλου.



«Φίλοι με πυροβόλησαν
φίλοι με σταύρωσαν
σύντροφοι φυγάδεψαν το φεγγάρι.
Για ποιον ν’ αναστηθώ
τις κρύες νύχτες;»
(Μηδενική Ακολουθία, σ. 26)



«Ουρανόγραμμα
Πίσω από τη μαύρη κορυφογραμμή
του μικρού σούρουπου,
ασημένιες ουράνιες ρυτίδες
και μικρές φωτιές μετέωρες
και η ανταύγεια από τη μεγάλη πυρκαγιά
του μέλλοντος»
(Ευθαλπία, σ. 32)

Ο λόγος, χάρη στην υποβλητική δύναμη των εικόνων, γίνεται οραματικός και ο ποιητής οραματιστής. Το όραμά του χτίζεται με συνηθισμένα υλικά, παρμένα από τη φύση, την πικρία της διάψευσης, το έρεβος της ψυχής. Ο οραματισμός μοιάζει με την κάθαρση στην αρχαία τραγωδία, που λειτουργεί κυρίως συναισθηματικά.      
   Χωρίς αμφιβολία, η μελέτη της εικονοποιίας στο έργο του Β. Φίλου δεν     είναι εύκολη υπόθεση. Η συστηματική καταγραφή και επεξεργασία των εικόνων, η ανάλυσή τους από άποψη αισθητική και από άποψη περιεχομένου και η διατύπωση συμπερασμάτων απαιτούν πνευματικό μόχθο και ψυχικό θάρρος. Ωστόσο, ο μελετητής θα αποζημιωθεί, γιατί θα ιχνηλατήσει με την παραστατική δύναμη των εικόνων τα βήματα της ποιητικής του πορείας και θα νιώσει τη μαγεία των συναισθηματικών αποχρώσεων και της διανοητικής άσκησης. Στο τέλος παραμένει ένα ξεχωριστό μάθημα ζωής και δημιουργίας.

 Κ. Μαργώνης





[1]. Γ.Ν. Μαρκαντωνάτος, Λογοτεχνικοί και Φιλολογικοί Όροι, ΤΟ ΒΗΜΑ, 2013
[2]. Δες, Συμβολισμός, Ch. Chadick, Η γλώσσα της Κριτικής, εκδ. Ερμής, σ. 51
[3]. Δες, Ο συμβολισμός, ό.π. σ. 87-88
[4]. Δες, Φαντασίωση και φαντασία, ό.π. σ. 56-57
[5]. Δες, ό.π.
[6]. Δ. Λογγίνου, Περί Ύψους, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηράκλειο 1990, σ. 113