Αχ! Σεμέλη, Κριτική


Γιώργος Μ. Οικονόμου

Βαγγέλης Φίλος: Αχ! Σεμέλη, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα, 2012*

Αυτή η γραφή, γραφή αιφνίδια και απρόοπτη, προαναγγέλλεται, μέσα από το ίδιο το σώμα της. «Διαλύεται» και «ανασυντίθεται» ξανά, δημιουργώντας αποκαθαρμένες, μεταφυσικές διαδρομές, που τις ορίζουν και τις κατευθύνουν η όραση και η αίσθηση μιας ασυνήθιστης ποιητικής πνοής.
Η «σπασμένη» αναπαράσταση των γεγονότων, η αποτίμησή τους, διατηρούν και ανελίσσονται με τη δική τους αισθητική αντίληψη.
Δράση δεν υπάρχει εδώ, όπως την ξέρουμε και τη συναντάμε στην παραδοσιακή γραφή. Η αφετηρία των γεγονότων, ό,τι, δηλαδή, αποτελεί την αφορμή και ταυτόχρονα, την εκκίνηση, διυλίζεται αποβάλλοντας το περιττό, για να κρατήσει το συμπέρασμα και μ’ αυτό να κινηθεί.

«— Φτάσαμε στο χείλος! φώναξε. Κι όλοι ταράχτηκαν. Ο καθείς με τη σκέψη του. Και καθώς τρεμόπαιξε το φως, ήρθε σιμά το μέγα στόμιο. Κι άφησε ο φόβος άλαλα τα χείλη.
— Πίσω! τους φάνηκε πως ήτανε η προσταγή του ενστίκτου. Κι ως μάζα ασπόνδυλη κινήθηκε το σώμα. Και ως ύλη   ρευστή   κινήθηκε   το   πλήθος.   Ώσπου   η   φωνή τούς έσκιαξε:
— Σταθείτε!
Γύρισαν τα μάτια στον ουρανό ικετεύοντας να ρίξει σκιά. Κι αυτός γαλήνια τους κοίταξε. Και μη έχοντας τι άλλο να τους δώσει εκτός από την ευλογία της σιωπής του, ξεμάκρυνε. Κι όταν τον ένιωσαν να χάνεται, πλησίασαν γυρεύοντας τα ίχνη. Κενό δεν είδαν. Όμως, γνωρίζοντας τη σημασία του χρησμού ήρθαν σε μένα.(…)».

Αυτή η γραφή, λοιπόν, προστίθεται στα θετικά της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ως προσπάθεια να κινηθεί η έκφραση μ’ έναν άλλο ρυθμό δημιουργίας. Έξω και πέρα απ’ τα καθιερωμένα που χαρακτηρίζονται από πάγιες μορφές «οικοδομήσεως» του λογοτεχνικού κειμένου (αρχή-μέση-τέλος-υπόθεση-πρωταγωνιστής).
Και βέβαια, αυτή η διαφορετική τώρα αφηγηματική εκδοχή του Βαγγέλη Φίλου, που συντελείται συνεχώς χωρίς ορατό περίγραμμα στην ομιλία της, δεν είναι εύκολο να κατανοηθεί αμέσως.
Χρειάζεται σχετική εμπειρία και, προπάντων, ανάλογη προίκιση, για να μπορέσει κανείς «ν’ ακούσει» και «ν’ αγγίξει» τον ήχο και τη μουσική της.
Έτσι, η συμμετοχή του αναγνώστη εδώ, στην «ανάδυση» του κειμένου ως ολοκληρωμένη ενότητα, με συγκεκριμένο σημείο αναφοράς, είναι εκ των ουκ άνευ.
Κι αυτό έχει ιδιαίτερη, νομίζω, σημασία για τον αναγνώστη που έμαθε να διαβάζει και να αποκομίζει απ’ το λίγο το πολύ.
Σημαίνει ικανότητα να συνομιλείς με την αντανάκλαση και τα σκορπισμένα στο κενό όνειρα, το ελάχιστο και το αντιπροσωπευτικό, ό,τι απομένει να αιωρείται ως επίγραμμα και χαρακτηρισμός, χωρίς να κοντοστέκεσαι ζητώντας εξηγήσεις.
Αφού είναι, πια, γνωστό και δεδομένο, πως όσο πιο λίγα χρειάζεται κανείς για να κατανοήσει, τόσο πιο εξελιγμένος είναι. Γιατί, απ’ το συγκεκριμένο και το χειροπιαστό ξεκινάμε μα για να φτάσουμε πιο ψηλά, στην αφαίρεση, στο πυκνότερο, δηλαδή, χρειάζονται-εκτός από τις εγγενείς ικανότητες της αντίληψής μας-χρόνια και μελέτη.

(…)
«— Του μέλλοντος!
Ο Πρώτος τώρα πια συλλογιζόταν. Όμως, ένας-ένας οι άλλοι περνούσαν εμπρός μου επαναλαμβάνοντας σχεδόν ως ιερή προσευχή:
— Του μέλλοντος!
Έμοιαζε ως να είχε χαθεί ο πρώτος φόβος ο μεγάλος και η ταραχή να είχε μικρύνει. Κι ως να ξαλάφρωσαν, όλοι μαζί μού έδειξαν ξανά τον άνδρα με το λευκό σύννεφο, που σιωπούσε:
— Είναι η γενιά μας! είπανε και φάνηκε να ξαστερώνει το μάτι τους, λίγο να ξαστερώνει».

Η εσώτατη υπαρξιακή ανάγκη και η συμπιεσμένη συγκίνηση φαίνεται ότι αποτελούν την πρωταρχική αιτία, που εξωθεί τον Φίλο να γράφει. Και να γράφει πυρετικά, χωρίς να προσποιείται. Και τούτο, δεν οφείλεται στο ψεύδος και την πόζα αλλά, σ’ αυτή την εσώτατη υπαρξιακή ανάγκη, τη χρόνια συμπυκνωμένη συγκίνηση που πασκίζει να βρει έξοδο. Να μιλήσει και να σημάνει μέσα σ’ έναν ερωτισμό φλεγόμενο πάντα κρυφά. Σε μια ταραχή που ξέρει, πια, τα όρια και την προοπτική της. Ακόμη κι όταν ταλαντεύεται και δοκιμάζεται απ’ την αμφιβολία και τη διάψευση.

«(…) — Τι είναι ο έρωτας; Μοιάζει πολλές φορές με φόβο που σε λαχταρά. Άλλες φορές με θάνατο, προτού σε συναντήσει. Μοιάζει με δειλινό που στάζει κόκκινο στη νύχτα. Μοιάζει με εκείνη την παλιά εκδίκηση τη ζητιάνα που παραφυλάει σπέρνοντας κατάρα. Κι εσύ δεν έχεις να διαβείς. Τι είναι η αγάπη; Μοιάζει με στέρηση βαθιά, μ’ ένα άηχο επιφώνημα που ταξιδεύει…(…)».

Όλοι γράφουμε. Μα τι γράφουμε; Επαναλήψεις! Ορισμένοι τόλμησαν και υπερπήδησαν το φράγμα.
Εξήλθαν στο δικό τους ξέφωτο. Να πάρουν ανάσα. Να προσθέσουν.
Αναφέρω ενδεικτικώς τον Δ. Κόκκινο, τον Μ. Πράτσικα και τον Γ. Χειμωνά.
Ο Κόκκινος, ιδιαίτερα, με τα τόσο πρωτότυπα διηγήματα του, μας έστειλε το μήνυμα, και μας έπεισε, ότι η εκφρασμένη συγκίνηση κερδίζει εις ένταση και διάρκεια, όταν ο έντεχνος λόγος ανελίσσεται με την απόσταξη και το ουσιώδες. Όταν δε χάνει, δηλαδή, τον καιρό του και δεν προσπαθεί να μας προσελκύσει με το ήδη γνωστό και τετριμμένο.


Γιώργος Μ. Οικονόμου


*Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε, για πρώτη φορά, στο Περιοδικό «Φηγός», Έκδοση Περιφέρειας Ηπείρου, Β’ Εξάμηνο 2011- Τεύχος 31