Ανέκδοτα ποιήματα (β)

Ύπαρξη

Υπάρχεις
ως πιθανότητα
στην αταξία του σύμπαντος κόσμου.
Ως σταγόνα βροχής
σε αδιάκριτη διαδρομή αέναου κύκλου,
ως απόσταγμα αρχαίου μύθου,
ως μνήμη του μέλλοντος,
ως όριο, πέραν των ορίων,
ως μηδέν.
Υπάρχεις,
ως ενύπνιο,
ως λανθάνουσα ενθαλπία διαφυγής,
ως άνθος ανυποψίαστο,
ως κύμα στιγμιαίων ερώτων,
ως ηλιαχτίδα αιχμάλωτη,
ως ελεύθερο φως.
Ως ύστατη λέξη,
ως Αρχή.
Υπάρχεις,
Υπάρχεις,
Υπάρχω.


Ίχνη

Όταν μιλήσω
τη γλώσσα των φράξων
του χαμοκέρασου  και των βρύων
Θα μοιάζουν οι λέξεις μου
 αινίγματα
που θα ηχούν χρώμα και φως
στον κατακλυσμό των αισθήσεων
παραλήρημα
στο χορό των αγγέλων
και στων ονείρων τα θαύματα
Όταν μιλήσω
τη γλώσσα της πασχαλιάς 
του ρυακιού 
και των κρυφών μου προκλήσεων
θα μοιάζει το ποίημα άνεμος
που σε ραπίζει
κι ύστερα θρόισμα γλυκό
στ’ απόκρυφα που σε χαϊδεύει
 Και αν μιλήσω τη γλώσσα
των καημών
θα αφήσω πίσω μου ιχνηλάτες
ερυθρών σημαδιών
αδιόρατων σημάτων


Ονειρικό

"Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη.
Γιατί έχει την όψη του ιδανικού.
Και τ' όνομά της είναι ένα θαυμαστικό."
Κώστας Καρυωτάκης

Να γίνω θάλασσα
να μ' αγκαλιάσουν
τα μάτια σου
να με δροσίσει
το κορμί σου
φλέγομαι
Να γίνω ιδανικό
χάδι ξυπόλητο
ψιθύρισμα
κύμα του νου
να γίνω αγάπη 
Να στάξουν
θαυμαστικά
στο όνομα
στο ποίημα


Ξένος

Απουσίαζα απ' τον καθρέφτη μου
κι ήταν εκεί είδωλα ξένα
θολές εκδοχές άλλων ονείρων


Αλυπία

Τις νύχτες την κυνηγούσε
το όνειρο
Και την αυγή
το έβρισκε πνιγμένο
με  μια θηλιά
στην αγορά
Πιο εκεί το ποίημα
βρέφος
σπαρταρούσε
Άκαρδη  μάνα

Ιωάννα η πρώτη

Η Ιωάννα 
η αυτοκράτειρα 
του βορεινού ονείρου
τις νύχτες δεν κοιμάται
Ξυπόλητη βγαίνει στον κήπο 
Και φέγγει φως η ομορφιά της
-από ζήλια ξεράθηκε 
η παλιά τριανταφυλλιά;
Αέρινη διαβαίνει τα χρόνια
ανέγγιχτη
έρχεται από άλλο ποίημα
όπου ηχεί το γέλιο
Το φάντασμα 
που ύπαρξη γυρεύει 
μες τους μύθους
στ’ αρχοντικό δεν κατοικεί
Η Ιωάννα 
η αιθέρια βασίλισσα 
τις νύχτες δεν κοιμάται
στέλνει μηνύματα
κι εγώ κουνώ μαντήλι.


Σ’ αγαπώ

Και χωρίς αγωνία καμιά,
χωρίς προσμονή,
θα πω τις λέξεις.
Σκέψου εσύ,
ήμουν ο ζέφυρος άνεμος
που σε χάιδεψε;
ο ήλιος o αθώος που σε φλόγισε;
ο άγνωστος θεός που σε επιθύμησε;
με όλους τους πόθους του γυμνούς,
αμόλυντους σαν την αλήθεια;
...Χωρίς απαντοχή καμιά,
μόνο με την ιερότητα των στιγμών
που ύμνησαν οι ποιητές των αιώνων,

θα υποκλιθώ:
Ευάνθιος!



Αποδημητικά*

Είπες:
«Να γράψουμε εκατό ποιήματα,
να τ’ αφήσουμε στα σκαλιά,
δίπλα από τις γλάστρες,
να κάνουν φωλιά τα αποδημητικά όνειρα».
Δώσε μου εκατό φιλιά
κι ένα χαμόγελο να φέγγει.
Τα όνειρα φωλιάζουν στην αγάπη,
μάτια μου!
λούζονται στο φως!
Κι όλες οι φωλιές χτίζονται με λέξεις,
με έρωτα χτίζονται οι φωλιές,
όπως  το ποίημα!

*Τα εντός εισαγωγικών ανήκουν στην ποιήτρια Μαρία Μαργαρίτη


Μαρία

Αχ! των ματιών σου τα μαλάματα,
αχ οι λέξεις που σκόρπισαν τα χάδια,
τα σκιρτήματα, τα αχ.
Κι αυτό το γέλιο που θυμίζει στεναγμό.
Ποιος πίκρανε απόψε το παιδί της αρχαίας λύπης;
ποιος είπε πως η απειρία μπέρδεψε την απεραντοσύνη;
Είναι η αγάπη θάλασσα κι ο έρωτας λυμένο αίνιγμα.
Κοιμήσου, οι Βάρβαροι δεν κατοικούν εδώ,
θα σου κρατώ εγώ το χέρι.


Ηλεκτρονικό

Μπήκε το χάδι
της φωνής σου
στο μυαλό μου
Κι εκεί που σάλεψε
ο λογισμός
λαχτάρα
βρήκα ένα ποίημα
εφιάλτη
στα τρίσβαθα
του άλλου χρόνου
κι έλυσα τα δεσμά του
Τώρα το κυνηγώ
για να ξεχνιέμαι
Στις οθόνες


Συλλαβισμοί

Σε σένα
και στο γαλάζιο σου
όμμα γλυκό
 που αναδεύει λέξεις
να, να,
να η χαρά,
αν, να
αχ να μπορούσα


Προφίλ

Να πάρω αυτό
το πρόσωπο
και να το κάνω ποίημα;
Απ' το μισάνοιχτο
των χειλιών
το αίνιγμα
 κι από ψηλά το βλέμμα
που κάρφωσε
όλα τα επίγεια
Γαλήνια η θλίψη
υπόσχεση
ψιθυριστή


Διαδρομή

Στον πρώτο μου στίχο
γυμνώθηκα,
στο δεύτερο γύμνωσα εσένα.
Στον τρίτο,
προσευχηθήκαμε
για τη σωτηρία των παραδόσεων.
Ο έρωτας καταγράφτηκε
στις παραλείψεις.


Κουρέλια

Τώρα, σκεφτόμαστε
πειθαρχημένα.
Στο ένα, ανασαίνουμε.
Στο δύο,
ελέγχουμε την ευπρέπεια
των ρημάτων.
Στο τρία,
ανασταίνουμε τους νεκρούς.
Με το σφύριγμα της λήξης
αναφωνούμε:
Ζήτω!


Πάναγνο

Φορτίζω τις λέξεις ετερώνυμα.
Έλκονται.
Αυξάνω τη φόρτιση.
Συγχωνεύονται.

Έτσι, δεν μπορεί να γραφεί ποίημα.

Φορτίζω τις λέξεις ομώνυμα.
Απωθούνται.
Αυξάνω τη φόρτιση.
Διαλύονται.

Έτσι, δεν μπορεί να γραφεί ποίημα.

Θα τις γειώσω.
Να στείλω στο χώμα
το φορτίο.

Να γραφεί ένα ποίημα
άψυχο.


Παρ' ολίγον

Αποσταλείς ημιθανής
παρελήφθη
υγιής.
Περιέργως
αντί να απαλειφθεί
το πρώτο μισό,
προκειμένου
να παραδοθεί άπνευστος,
απαλείφτηκε το δεύτερο.
Θα ομιλούσαμε για θαύμα
λαμπρό
αν δε γνωρίζαμε:
ο καλύτερος νεκρός
είναι ο ζωντανός
μισός.


Φτάνει

Όλη τη μέρα έπνιγε
όσα γεννούσε
στα όνειρά της.
Φτάνει Κυρά
μ' αυτό το φονικό,
ό Έρωτας
δεν πεθαίνει.



Σιμόνα

Δεν είμαι, είπε 
κι έδειξε 
την Αλίκη των θαυμάτων.
Όχι, το κορίτσι που ξύπναγε
στα τραύματα, 
έδειξε. 
Το παιδί 
που αρνιόταν να γίνει πέτρα,
φανέρωσε,
την ώρα που το κορμί της 
λαχταρούσε το μαύρo
και το χάδι ηδόνιζε το μαστίγιο.
Αν υπήρχα! ψιθύρισε,
μπορεί και να...
σε ονειρευόμουνα, μπορεί.
Αν τολμούσες! σκέφτηκε,
μπορεί και να...
σου χάριζα το αίνιγμα μου,
μπορεί,
εδώ, έφτασα
εδώ,
να το ’χουμε οι δυο μας 



Εσύ κι εγώ

Κάπου εδώ,
κάπου εκεί,
μια στιγμιαία απαντοχή
αληθινή,
ως μια ψευδαίσθηση
που για λίγο ντύθηκε
υπόσχεση.
Αρκεί...
μυστικό,
εσύ κι εγώ.


Το απόλυτο

Καθώς η γραφή
γίνεται θρήνος
και ο θρήνος σιωπή,
σβήνουν οι λέξεις
και ηχούν τα αινίγματα
μέσα από τις άδειες τρύπες,
άγραφο το απόλυτο...


Άσε

Άσε
τη θλίψη
γάργαρη
να χυθεί
νερό και φως
πάλι ξημέρωσε.



Οι ανατολές μου

Όλες τις είδα,
σε βουνό,
σε θάλασσα,
στα όνειρα,
τις είδα...


Έξω

Θα ψάξω
έξω στην Άνοιξη
να βρω ένα ποίημα
χαρούμενο
καλή Λαμπρή


Εκείνος τράβαγε ψηλά

Είχε αντισταθεί.
Αποκαμωμένος σήκωσε 
το σταυρό
και ξεκίνησε η βουβή πορεία.

Βάδιζε ασταμάτητα,
οι άλλοι ακολουθούσαν,
με τα σκυλιά που οσμίζονταν 
το θάνατο.

Βάδιζε ασταμάτητα,
ώσπου ξέκοψε.

Από βράχο  ψηλό
έβγαλε φωνή δυνατή
και τα σκυλιά σκιάχτηκαν, 
οι άλλοι γονάτισαν.

Απίθωσε το σταυρό 
και φώναξε ξανά.
Κι έγινε η πίκρα οργή
και οι άλλοι σήκωσαν τα χέρια
κι έγινε η πίκρα λύπη.
Κι ύστερα, τίποτα…

Και κίνησε πάλι η βουβή πορεία
χωρίς σταυρό.
Εκείνος τράβαγε ψηλά.
Οι άλλοι, δειλά, ακολουθούσαν.



 Το παρόν ποίημα δημοσιεύεται εδώ διασκευασμένο.
Στην πρώτη του μορφή δημοσιεύτηκε στη "Μηδενική Ακολουθία", 1989



Έπαιζε

Όλη τη μέρα η Άνοιξη
με λοιδορούσε,
γιατί εγώ έπρεπε να οργώσω
κι αυτή έπαιζε,
όπως όλες οι τρελές χαρές
αυτή έπαιζε... 


Φλογισμένο

Και χύθηκε
εκεί
οπού αυτή
τον λαχταρούσε.
Άναβαν, έσβηναν,
ως το πρωί,
όλες
τις πυρκαγιές τους.


Υστερόγραφο

Γλίστρησε
το χάδι
απ’ το κορμί
στο υστερόγραφο,
Και ό,τι έλαμψε,
αστραπή
των ματιών,
έγινε ρίγος,
στίχος υγρός
στο σμίξιμο
των χειλιών,
ωραίος
πυρετός
βραδινού
ονείρου.


Τα πρόχειρα

Γράφω
στα πρόχειρα,
καθώς στάζει
νωπή η απόγνωση
στους στίχους...
στα πρόχειρα,
να μην τα δει
δημόσιο μάτι
και ξαστοχήσω,
ήρθα εδώ,
κρυφά
να ειπώ...


Λιτό

Γράφω, 
Σβήνω,
Δε θυμάμαι,
Σου είπα
Σήμερα
Σε αγαπώ;


Ας αντέξουν

Όσοι απόλαυσαν
Την ερωτική αιώρηση
Ας αντέξουν τώρα
Και τον ωραίο ίλιγγο



Το μέλλον

Φτάνει έως εδώ η οσμή καμένης σάρκας,
φλέγεται το μέλλον...
τρέξε η επανάσταση σε περιμένει
στον επόμενο εμπρησμό...