Ανέκδοτα ποιήματα (α)



Γαλάζιο

Και έλαμψε φως
Απ’ τα μελλούμενα
Γαλάζιο
Ήσουν εσύ
Ό,τι λαχτάρησα
Ωραία  ως ανάμνηση
Άγνωστη
Ωσάν Ανάσταση
Που άλλο θάνατο
Δεν περιμένει
Θαύμα




Φθινοπωρινή

Και είπε:
- Θέλω να μου στεγνώσεις τη βροχή. Έρχεται από τα μαύρα σύννεφα-άλλα του ουρανού κι άλλα δικά μου-δυνατή, αμείλικτη, ραπίζει το πρόσωπό μου, σκοτεινιάζει τα μάτια μου, ξεπλένει το χαμόγελο, με βυθίζει στα λασπόνερα...
Λίγο στοχάστηκε και είπε πάλι:
-Μα, θα στερέψουν τα ρυάκια που ηχούνε τη θλίψη μου, θα σωπάσει η σταγόνα στη στέγη μου, θα σβηστούν οι γραμμές απ' το τζάμι μου...
Συλλογισμένη σώπασε. Και δεήθηκε:
- Κάνε Θεέ μου την βροχή μου ποίημα...

Έξοδος

Μαύρα παλτά
συνοδεύουν
ημίγυμνες κυρίες.
Νομιμοποίηση
κρυφής πρόκλησης
το σαββατόβραδο.
Ανάπηρα σαββατόβραδα
στην υγρασία,
με τα βυσσινί κορίτσια
να σερβίρουν
καθαρά τασάκια.
Με το τσιγάρο
αντίδοτο επικοινωνίας
και τον καπνό να καυτηριάζει
τις πηγές των δακρύων.

Αλλού

Ήρθες εψές
στον ύπνο μου και με φίλησες.
Μπορεί να ήταν η πέμπτη πρωινή
η ώρα που πληκτρολογούσε
σε άλλο δίαυλο η αγάπη·
και δεν ήξερες.
Γιατί οι επισκέπτες
των ονείρων ποτέ δεν ξέρουν·
είναι η αντιύλη τους
που μοιράζει φιλιά,
γλυκά στο άχρονο,
πικρά στο φως.
Ήρθες εψές
στον ύπνο μου κι εγώ συλλάβιζα
την ανάμνηση,
συναυλία φωνηέντων στο όνομα.
Μπορεί να ήταν η πέμπτη πρωινή
η ώρα που χόρευες σε ξένους στίχους.


Λιλιπούτειος

Της έστειλε τη σκέψη του
κι αυτή τον τοποθέτησε
στο γείσο του ψάθινου
Κρατήσου του είπε
και του ’δειξε
την κόκκινη κορδέλα
Κολύμπησαν ώρα πολλή
ως το μεγάλο βράχο
Στη θαλασσινή σπηλιά
δρόσισαν τα φλογισμένα
χάρηκαν τα κρινάκια
στους αμμόλοφους
τους χάιδεψε το κύμα
Όταν ο ήλιος δεν μπορούσε
άλλο πια να κρατηθεί
αγαπηθήκανε
Πάνω που έπεσε η σκοτεινιά
γύρισε η σκέψη πίσω
Όλη τη νύχτα εκείνος
τη ζητούσε

Νοέμβρης

Θα πορευτώ στην ομίχλη
κραυγάζοντας:
Κάτω ο φόβος.
Στην τριακοστή τρίτη επέτειο.
Ποιος φόβος;
Μην ανταλλάξω το τιποτένιο
με το τίποτα;
Ω! πόσο μεγάλο το τίποτα.

Η αγάπη

Και πέταξε
από τα κρινοδάχτυλα
σαν το φιλί
που το φύσηξε
η ανάμνηση,
άχρονη,
άχραντη,
ωραία.


Πες μου

Πες μου μια λέξη
γλυκιά
κι αν δε μπορείς
συλλάβισε μου
ένα ψέμα


Πώς να ξεχάσω;

Ιδού
το ποίημα
αναρριχώμενο
στο λευκόσαρκο
ως μεθυσμένη
ανάμνηση,
πώς μου ζητάς
να σε ξεχάσω;


Ερωτικό


Να στείλω ένα φιλί
κι αν γίνει δάκρυ;
Νύχτα που είναι
θα καώ.


Άτιτλο 2

Συνάντησα σήμερα

ανθισμένες αμυγδαλιές,
πολλές ανθισμένες αμυγδαλιές.
Σ' αγαπώ!


Έλα
Έλα
να ανταμώσουμε
στο ζεστό χνώτο,
εσύ,
χειμώνας εγώ...
Έχει ακόμα
ο έρωτας
δουλειά
πριν τον κρεμάσουν
στο κατάρτι.

Σχεδόν

Σχεδόν κατακόρυφος
Φυσάει πάντα επίμονη
Η νότια θλίψη μου υγρή
Αποκλίνω ανεπαίσθητα

Ν’ αναστηθεί

Ν' αναστηθεί η ψυχή
να βρει τη φλόγα το κορμί
έρχεται κρύο


Γονυπετής

Σήκω!
του είπα,
δε σπάραξε,
γονυπετής με είδε,
όχι, δεν ήταν
προσευχή
το γαλήνιο.
Καθώς ελύθη,
εκεί,
εχάθη,
αφήνοντας
το περίγραμμα
να χωρέσει
τη στιγμή μου.

Α

Πονώ
Και γράφω,
Γράφω
Και πονώ
Α, πώς γελάει
Το ποίημα


Διάβαζε πόθους

Κάθε μέρα,
την ώρα
της βραδινής
προσευχής,
όταν οι θνητοί
παρακαλάνε το θεό
να τους χαρίσει
ακόμα αυτή τη νύχτα,
αυτή διάβαζε πόθους,
στίχους
να χαθεί,
να ξεχαστεί
στα όνειρά της.


Χαρισμένο

Τα λόγια που δεν είπα
τα 'πνιξαν μεθυσμένα φιλιά,
τα 'κλεψαν μυσταγωγίες
φλεγόμενων κορμιών.
Είναι κι αυτή μια αγάπη,
ασύνταχτη, ανορθόγραφη,
αναρχική.




Πανσέληνη

Να γράψεις
για το μπλε φεγγάρι,
του είπε,
κι αυτός κοιτούσε
την επιθυμία της,
π' άλλαζε χρώμα
στο βυθό της.

Χειραψία

Ναι, αυτό δεν είναι πλατανόφυλλο,
είναι η πορτοκαλί παλάμη μιας ανάμνησης
που περιφέρεται από άνεμο σε άνεμο.


Σ' αγαπώ

Στρώσε
τους στίχους σου
να κοιμηθούμε.


Τι;

Τι γυρεύεις εσύ
Πουλί του νότου
Στον βόρειο Μάη;
Βρέχει εδώ
Εγώ κρυώνω


Κρύο

Κανείς δε θέρισε
Κι ήρθε χειμώνας 

Μη


Μη με κοιτάς
έτσι θλιμμένη,
με την παραίτηση
ορθάνοιχτη
στα δυο σου μάτια,
με το όνειρο
εξόριστο,
στη σιωπή,
ράγισα πια.

Γυμνό

Είναι τ' αγκάθι μου

βαθιά,
φέρ' το βελόνι.




Γράψε

Μου λένε,
γράψε για εκείνον τον νεκρό,
που κάθε βράδυ παίρνει
το δρόμο για το σπίτι.

Όμως, εγώ δεν είμαι εγώ,
πάει καιρός που είμαι
το είδωλό μου.

Κάθε που μου χτυπάει
την πόρτα ο νεκρός,

σβήνω μες στον καθρέφτη.



Σοφία


Θυμάμαι τη μητέρα μου 

που κένταγε λουλούδια· 
εγώ τα πότιζα.



Έλα

Έλα,
κανείς δε θα σου φέρει
εδώ τον ίδιο δρόμο
να τον περπατήσεις.
Όχι πώς δεν μπορείς εσύ,
ο δρόμος δε σ' αντέχει.

Έλα,
θα σου χαράξω εγώ
μια διαδρομή ανάποδη,
χωρίς προορισμό,
έτσι για να κυλήσουνε

τα χρόνια.


Άλλο

Θα  σου διηγηθώ ένα παραμύθι, της είπε.
Όμως αυτή ήταν λυπημένη· 
και κάθε τέλος ακόμα και της χαράς 
τής ήταν αβάστακτο.
Έγνεψε "όχι" με ένα χαμόγελο 
μισό και πικραμένο.
Αλλά αυτός είχε βρει καινούρια παραμύθια  
που είχαν αντί για τέλος μιαν αρχή· 
την κάλεσε ν' ακούσει.
Έσκυψε αυτή, πήρε τις λέξεις του απ' τα χείλη 
κι αντί να τις φυσήξει να ακουστούν, τις ήπιε· 
κι ήταν ωσάν να έγινε το παραμύθι θαύμα. 
Γιατί αλάφρωσε η καρδιά κι ανέτειλε η ελπίδα.

Πού είσαι;

Εγώ την απουσία σου 

τη θέλω όλη δική μου


Μα τι να πεις;

Μα τι να πεις;
Ό,τι κι αν πεις
θα 'ναι ψιθύρισμα·
και ποιος να σκύψει

να σ' αφουγκραστεί;
όλοι κραυγάζουν.



Ένα πρωί

Ξυπνάς ένα πρωί και στέκεσαι 
μπροστά στην επιθυμία σου, 
"ήρθα", της λες και χάνονται 
μονομιάς οι φόβοι· 
και αλαφρώνεις, νιώθεις να πετάς· 
και χορεύεις.
Και δεν ακούγεται πυροβολισμός κανείς, 
μόνο ένα "α" θαυμαστικό· 
και χαμογελάει ο ήλιος, 
χαίρεται ο θεός, στέλνει φιλιά το κύμα. 

Ξυπνάς ένα πρωί και θυμάσαι 
το βραδινό σου όνειρο.



 Γαλάζιο

Είναι κάτι ποιήματα καλοκαιρινά, μήτε λυπημένα, μήτε χαρούμενα, μόνο αμήχανα, μπροστά στα θαλασσινά κορμιά, και άφωνα.



 Δε φταίει το φεγγάρι

Φταίω εγώ που τ' άφησα

στον ουρανό να φέγγει.




Πάλι

Έρχεται, έρχεται,
μα δεν αλλάζει χρώμα,
πάλι αυτή η Άνοιξη
είναι βαμμένη λύπη.

Για λίγο

Φύσηξε, τότε, μια σιωπή και τον πήρε. Κι ήταν η πρώτη φορά που εκείνη ταράχτηκε. Και σήκωσε το χέρι, ως να ’θελε να τον κρατήσει. 
Μα, πάλι ξέροντας, ότι ήταν αυτό μια ματαιότητα, χαμήλωσε το βλέμμα. Κι άρχισε, πάλι, εκείνο το σφυρί να κτυπά. Πρώτα μακριά. Κι ύστερα μέσα της. 
Όμως, καθώς είχε συνηθίσει την μονότονη βροχή στο θολό τζάμι, άχνα δεν έβγαλε. Πέρασε τα δάκτυλα, σαν χτένι, στα μαλλιά και συλλογίστηκε. Και καθώς οι δυο παλάμες της ενώθηκαν για να στηρίξουν τη στιγμή της, κρύφτηκε το δάκρυ. 
Κανείς δε βρέθηκε, εκεί, να μαρτυρήσει. Πίσω απ’ τα φώτα μιας αλήθειας, πλανήθηκε  για λίγο η ελπίδα.

Ο τρίτος στίχος

Και τα κορίτσια
ιχνηλατούν το μέλλον
Στο κορμί μου
δώσε πνοή
Ποιος μ' έφερε
εδώ;
σ' αυτή τη μνήμη
ποιος με πέταξε;
Σ' όλα τα μάτια
σ' αγαπώ
μα συ δεν ξέρεις


Το ενδεχόμενο

Υπάρχει  πάντα το ενδεχόμενο του λάθους
συγκρατήσου.
Δεν είσαι εσύ  έρμαιο των παθών σου,
διαθέτεις εμπειρία εσύ.
Δε λέω σχεδόν σκόνταψε επάνω σου,
πάτησε επάνω σου, αυτό θέλεις να πω;
Ενδέχεται όμως, να μην σε είδε, ξέρεις τι γίνεται.
Οι άνθρωποι δεν βλέπουν εύκολα στις μέρες μας,
γιατί οι καιροί μας είναι τυφλοί, οι καιροί μας.
Κι αυτή ήρθε να τραγουδήσει,
ένα σεργιάνι βγήκε να διώξει, ποιος ξέρει τι;
Πάντα υπάρχει κάτι που σε τρώει
και βγαίνεις τις νύχτες να ξεχάσεις,
προχωράς, κλωτσάς αδιάφορα…
…μη μου πεις;
Ψυχραιμία, προπάντων υπομονή.
Κερδίζουν αυτοί που ξέρουν να σιωπούν.
Όχι, δεν μιλώ για μέλλουσες προοπτικές,
μιλώ για τωρινές  ισορροπίες.
Ναι, αυτή είναι η έκφραση που συμπυκνώνει
όλα τα μοντέρνα νοήματα.
Η αφή δεν προκαλεί ρίγος η αφή.
Όλες οι απολήξεις δεν αντιδρούν στα ερεθίσματα,
οι απολήξεις.
Μόνο ένας στρόβιλος σηκώνεται, που και πού
και πριν προλάβεις να σκεφτείς σε στέλνει
σ’ άλλο κόσμο.
Θα γράψεις λες ένα ποίημα, γράψε το.
Μα πάλι συγκρατήσου.
Όσο κι αν δυνατά ηχήσει, αφόρητα,
ενδέχεται να μην το δει κανείς ή να το προσπεράσει
Γιατί τα ποιήματα είναι ακατάληπτα τα ποιήματα,
στους καιρούς μας.
Στέκεται, η άλλη, με το κλικ στο μυαλό
και εκκενώνει αισθήματα απροσδιόριστα
συνήθως τη βιασύνη της. 
Το ξέρεις είναι ωκεανός εδώ και θα μουσκέψεις.
Θα μουσκευτείς και ποιος  να σε στεγνώσει;
Υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο του ματαίου,
συγκρατήσου.

Δέος

Είπε το περιστέρι
στο γηραιό φοίνικα:
εκεί ψηλά που φτάνεις
πώς θα κουρνιάσω;


Εικόνες

Κόκκινο σκιάχτρο,
μαύρο πουλί,
ποιο απ’ τα δυο
θα  φοβηθεί;


Φως πλάγιο

Ένα φθινόπωρο
στο τζάμι μου,
πώς να γλυτώσω;
Το αγνοώ,
εισβάλλει
στο δωμάτιό μου.
Το κλείνω μέσα μου,
βαθιά,
απ’ ασφυξία να πεθάνει
κι αυτό θεριεύει
κλέβοντας
το οξυγόνο
των ιστών μου.


 Πύλη 

Στόλισαν τα άνθη
οι επιτάφιοι!
πώς να περάσω;


Αμφίσημο

Κύμα που σπάει
με την κραυγή,
πόσο σ’ αγάπησα!


Γλαυκό

Κρυφά μηνύματα
φέρνουν οι γλάροι
στην ταράτσα,
έρχεται χιόνι.


Σιγαλή

Ήρθε πάλι
η ίδια βροχή,
αμίλητη.
Θλιμμένη εκδοχή,
μαύρη τελεία.

Κρύφτηκε η γυναίκα
στη στεγνή νύχτα.


Αθώα

Δυο περιστέρια στην κεραία
συλλαμβάνουν μηνύματα,
μαύρα τα σύννεφα


Φθινοπωρινό

Σε χώμα βρεγμένο
δεν πέφτω,
είπε το φύλλο.
Το πήρε ο αέρας.


Θαυμαστικό

Και η παραίτηση
βουβή, επίμονη
κι ωραία

Πώς;


Πώς έμαθα στα δύσκολα
και δε μπορώ απλά σημάδια
να ερμηνεύσω;
Χάχανα, γέλια, μυστικά,
τι είπα; τι δεν είπα;
ξέρουμε εμείς, σας ξέρουμε!
έτσι!
Όμως, εγώ δε γνώριζα
τα απλά, τα ταπεινά,
τα τιποτένια.
Γιατί οι λέξεις μου ανέβαιναν
απ’ την καρδιά, εδώ στο νου,
κι ύστερα σκόρπιζαν, παντού,
και ως εκεί που ανθίζει ο πόθος,
αγνές ηχούσανε το νόημα τους.
Ποιος είπε βρώμικο πως είναι το φιλί;
κι ο έρωτας;
αυτός ο εξόριστος που ’ρχεται
φράχτη, φράχτη μη τον ιδεί κανένα μάτι;
Πώς έμαθα να κατοικώ μες στους καθρέφτες;
σε λέξεις αμφίσημες να κρύβω τις επιθυμίες;
Να σ’ αγαπώ, να σε υμνώ,
και συ να λες ένας ακόμα;
Ξέρουμε εμείς, σας ξέρουμε!
μόνο εγώ δεν ξέρω.
Βλέπω σκοτάδια, ψάχνω φως
και χάδι,
ό, τι αρπάξεις πώς να το γευτείς;
πώς να τη ζήσεις τη χαρά σου βιασμένη;
Πώς έγινε και πρέπει να απολογηθώ
που πέταξα σε τούτο το κενό;
που θέλω θάλασσα και ουρανό;
που σε κοιτώ;
Πώς έγινε να θέλω, δίχως να ζητώ;

Φεγγάρι

Να γίνω η νύχτα σου
να φέγγεις εσύ


Να

Ν' αναστηθεί η ψυχή
να βρει τη φλόγα το κορμί
έρχεται κρύο


Αν

Αν σε κοιτάξω βαθιά
στα σμαραγδένια σου,
θα ιδώ τον νεραϊδόκοσμο;
κι αν πλησιάσω τη φλόγα σου,
θα καώ;
Κι αν καώ θα μ' αγαπήσεις;



Δικό σου

Αυτό που έζησες
δικό σου
Αν το 'χασες
ακόμα πιο δικό σου

Ας ήταν

Ας ήταν να χυθεί
μια θάλασσα
εντός μου
και να κρυφτώ
σ’ άλλο βυθό
ω! στων ματιών σου
θα χαθώ

Ξ-ημέρωμα


Έξι η ώρα πρωινή,
καθώς τελείωνε
το χθεσινό όνειρο
κι άλλαζαν βάρδια
τα ποιήματα,
σε βρήκα.
Μαδούσες το χθεσινό
έρωτα
κι έμοιαζε η μαργαρίτα
με κρίνο...




Και λέει, "τώρα θα πάρω την απόφαση!", βλέπει τον σύζυγο αμέριμνο να διαβάζει εφημερίδα και τα παιδιά να λακτίζουν το μέλλον. Πάει έως το μπαλκόνι, γυρίζει πίσω. Το παιδί κλώτσησε ένα στόχο σκληρό, το παιδί! 
"Τι γύρευες στο μπαλκόνι; να πέσεις;".
Αποφασίζει: θα θυσιαστεί! για τα ιερά και τα όσια των θεσμών. 
Βαδίζει ως το θυσιαστήριο, έχει ρεπό ο θύτης. 
Γυρίζει στην αγάπη. Χρειάζεται κι αυτή πού και πού την ανάσα της. Μιαν αγκαλιά στον πανικό κι ύστερα πίσω. 
Θυμώνει ο Δίας· κατέρχεται  στον τέταρτο όροφο αυτοπροσώπως. Θυμώνει· εγώ θα στείλω κεραυνούς της λέει. Όμως αυτή έχει ανώτερο θεό. Την άλλη μέρα καίγεται αβοήθητη στο δρόμο.