Η λευκή πύλη



-Τι είδες;
-Τι άκουσες;
-Τι είπε;
-Παραμερίστε! πρόσταξα. Όμως, εκείνοι με ικέτευαν. Και είχαν στο βλέμμα τους την απελπισία. Κι έναν αδέξιο θυμό.
Σκέφτηκα να οργιστώ γι’ αυτή τη νοσηρότητα. Για την αυθάδεια, αυτών που πρόθυμα συναίνεσαν, και χειροκρότησαν και σιώπησαν.
-Τίποτα, τους είπα κι έφεραν τα χέρια στο κεφάλι, να προστατευτούν.
Ήταν το τίποτα μια σιωπή έτοιμη να εκραγεί. Κι εγώ θυμήθηκα και μέσα μου στοχάστηκα, όσα μου ’χε μιλήσει:    
«Θα ’ρθει η ώρα, που η εκδίκηση θα ’ναι στο βλέμμα που θα προσπεράσει ήσυχα για να βρεί καταφύγιο στον ουρανό…Η δικαίωση θα γιγαντώνει στη σκιά της παραίτησης».

 Όταν τον πήραν, σήκωσε το ένα του χέρι ψηλά. Μα, πριν τους απωθήσει, έκαναν πίσω κι αυτός προχώρησε. Κι όταν εστάθη εκεί, στην άκρη και μου ’γνεψε, ζύγωσα μόνος εγώ, οι άλλοι φοβηθήκαν.
Μα, δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι έφευγε χωρίς θυμό.
Τι ήθελαν; Να τους λυτρώσει από τις τύψεις τους; Τι ήθελαν;
Πώς να τους πω ότι είχε φύγει! Καιρό πολύ πριν από τότε είχε φύγει!
«Χρόνια πολλά εξόδεψα με τις κραυγές μου,η μόνη απόκριση που πήρα ήταν η ηχώ τους…».
Πώς να τους πω: Δεν την εδιάλεξε τη μοναξιά, μα αυτή τον διάλεξε, αυτή.
«Πώς να γλιτώσω απ’ τ΄ όνειρο, πώς να γλιτώσω;». Το φώναζε με σπαραγμό, μα πάλι περιπαίζοντας χαμογελούσε: «Θα ταξιδεύω, έτσι πια θα ταξιδεύω…».
«Όταν θα ’ρθει η ώρα θα μιλήσω», είχε πει. Όμως, αμίλητος εστάθη εμπρός στο δικαστή. «Σας συγχωρώ», τους είπε μια στιγμή κι αυτοί ενόμιζαν πως παριστάνει το Θεό και βλασφημεί. «Ποιος είσαι;», τον ρώτησαν κι αυτός απάντησε: «Κανένας…». Και είδα στα μάτια τους την άγρια απειλή… «Πίσω!», τους φώναξα και έβγαλα κραυγή. Δεν ξέρω αν φοβηθήκανε η κάτι άλλο τους συνέφερε.
«Θα τηρηθούν όλα τα νόμιμα», βεβαίωσε ο άνθρωπος με τον ξύλινο ήχο πίσω απ’ το έδρανο.

Όταν εσίμωσα τον ρώτησα:
-Γιατί δεν μίλησες; γιατί; Μπορούσες να σωθείς…
Μα, σαν με κοίταξε άλλαξα λόγια:
-Μπορούσες να τους σώσεις…
-Αν είναι να σωθούνε, είπε, ας σωθούν, εγώ τα κύματα τα διάβηκα για μένα… Δεν είναι που δεν νοιάζομαι, είναι που ο καθείς μόνος θα βρει τη λύτρωσή του…
-Αν μπορεί.
Μου χαμογέλασε και μου ’πε:
-Είναι ψηλό το δένδρο, λίγοι θα γευτούνε του καρπούς, λίγοι και μόνοι…
-Μιλάς με τις παραβολές Θεού, του είπα κι εκείνος μου ’δειξε εφτά πληγές καλά κρυμμένες:
-Ήθελα να φύγω, όμως το βουνό ήταν μεγάλο. Θεόρατος φύλακας που κάθε μέρα με περιγελούσε : «Εδώ θα μείνουμε». Όταν επέταξα ψηλά, λυπήθηκα που τ’ άφησα μονάχο…Και πέταξα μακριά, μακρύτερα από τον προορισμό μου. Πώς να γυρίσω τώρα πίσω, που κάθε επιστροφή μ’ εξακοντίζει σ’ άλλο μέλλον; 
-Εφτά πληγές; τον ρώτησα.
-Εφτά πηγές! μ’ απάντησε
-Το μεσημέρι έρχεται, του είπα, αλύπητο.
-Αμίλητο!
Μου έγνεψε να φύγω.
-Κι αν με ρωτήσουν τι να πω;
-Πες ότι θέλεις, μα να ξέρεις : πήρα το δρόμο τους. Όμως, αυτοί δεν με ορίζουν…
-Είναι πολλοί, του είπα, μπορεί και να ’ναι όλοι. Άλλοι στο ρόλο του κριτή, του δικαστή, άλλοι του δήμιου. Και οι πιο πολλοί, του θεατή που αναίτια ζητωκραυγάζει. Είναι πολλοί, πώς να νικήσεις;
-Μα τι σε νοιάζει αν νικηθείς σ’ ανάξια μάχη; Τι θα κερδίσεις κι αν νικήσεις;
Τον άφησα.
Μπορεί κι αυτός να μ’ άφησε, δεν ξέρω.
Όμως, επέρασε την πύλη τη λευκή και εχάθη.
Και οι άλλοι φώναζαν :
-Τι είπε;
Κι ύστερα εσβήσθη η πύλη η λευκή και οι άλλοι ρωτούσαν:
-Πού πήγε;
Κι εχύθη φως, πίσω από το φως.
-Εκεί! τους είπα κι έδειξα στην πέρα θάλασσα ένα κύμα.
Κι εχύθη μια σιωπή, μέσα στην άλλη τη σιωπή.
-Εκεί! τους είπα, κι έδειξα στον άνεμο ένα φύλλο.
Αυτοί εγέλασαν και είχε το γέλιο φόβο.
-Τι σου είπε;
Ρωτούσαν, τώρα, όλοι μαζί. Άλλος φωνή, άλλος κραυγή. Αλλού γροθιές κι αλλού γονυκλισίες.
-Τι σου είπε;
-Σταθείτε, φώναξα, θα σας μιλήσω:
-Τι σου είπε;
-Θα γυρίσει…

Τότε, ακούστηκε ξανά ο ξύλινος ήχος και κηρύχτηκε η έναρξη της μελλούμενης δίκης. Τα βλέμματα καθάρισαν από τις ενοχές και από το φόβο. Και βρήκε, ξανά, προορισμό η ύπαρξή τους.
Κι ήταν η πύλη λευκή κι αυτοί τυφλοί.
Κι ήταν μια θλίψη. Κι έμοιαζε με θλίψη που φώτιζε μια άλλη νύχτα.


Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο Αλιάνθη, Ιωάννινα 2007