Ελευθερώστε τα άλογα


 Στην αρχή ακούστηκε ως ψιθύρισμα σε ομοιόμορφη ένταση παντού. Λες και χιλιάδες ηχητικές πηγές, σε πυκνό δίκτυο, αναμετέδιδαν ταυτόχρονα το σύνθημα. Ύστερα το ψιθύρισμα έγινε στιβαρή φωνή και μετά φωνές πολλές και μουσική που σκέπαζε τα λόγια. Κι ύστερα αχτίνες πολύχρωμες που σχημάτιζαν στον ουρανό τις λέξεις.
Η πόλη ξύπνησε με το μισό χασμουρητό της καθημερινής συνήθειας. Στο χρόνο του άλλου μισού το σύνθημα χάθηκε.

-Μήνυμα θεού, ψέλλισε μια γυναίκα μισόγυμνη στο κεφαλόσκαλο και το μωρό κτυπούσε χαρούμενα την κουδουνίστρα του.
-Παράξενο όνειρο, είπε ο Πέτρος και η Ελένη του χάρισε ένα κοιμισμένο χαμόγελο.
-Αυτή η μέρα δεν θα είναι σαν τις άλλες, μουρμούρισα.
-Καμιά μέρα στο εξής δεν θα είναι σαν τις άλλες.
Γύρισα να δω ποια μου μιλούσε.
-Εριέλλα;
Εγώ είμαι μου είπε γελώντας.
-Πάνε τόσα χρόνια
-Έρχονται τόσα χρόνια.
-Άκουσες;
-Όλοι άκουσαν
-Γι’ αυτό ήρθες;
-Γι’ αυτό ήρθα.
-Τι θα κάνουμε;
-Θα περιμένουμε.

Στην αίθουσα συσκέψεων του τοπικού κυβερνείου όλα έγιναν σε χρόνο πολεμικού συναγερμού. Ο δήμαρχος ανέβηκε στο ψηλό έδρανο κι έριξε μια αυστηρή ματιά στους συγκεντρωμένους, διαταγή ταχείας αφύπνισης.
-Η κατάσταση είναι αρκούντως σοβαρή, είπε με κοφτή φωνή. Η κεντρική Διοίκηση με την οποία βρίσκομαι σε συνεχή επικοινωνία εκτιμά ότι βρισκόμαστε ενώπιον απειλής τεραστίων διαστάσεων. Ήδη βρίσκονται καθ’ οδόν ειδικές δυνάμεις επέμβασης. Προς το παρόν οι εντολές που καλείσθε να εκτελέσετε είναι οι εξής :
-Η ομάδα Α θα αυξήσει τα μέτρα περιφρούρησης στο αγρόκτημα. Οι ομάδες Β και Γ θα εντοπίσουν την πηγή των εκπομπών. Όλες οι άλλες δυνάμεις θα περιπολούν στην πόλη αναφέροντας συνεχώς στο κέντρο της αντιδράσεις των πολιτών. Να προσεχθούν ιδιαίτερα όσοι εμφανίζονται ως καθοδηγητές. Δεν υπάρχει χρόνος για ερωτήσεις. Θα ειδοποιηθείτε για τη νέα σύσκεψη.

Η κομματική εγκύκλιος κυκλοφόρησε ταχύτατα.
-Εφιστούμε την προσοχή στο λαό. Όλα τα συμβαίνοντα είναι αποπροσανατολιστικά. Δεν αποκλείεται να είναι ένα καλοστημένο σχέδιο της αντίδρασης που απεργάζεται δεινά για τον τόπο…
-Τι λένε αυτοί, είπα.
-Ζούνε αλλού, μου απάντησε η Εριέλλα.
-Γιατί;
-Ζούνε πίσω απ’ τους καιρούς μας, πάμε.

Ο ήλιος είχε πλέον ανατείλει στην πόλη όταν χτύπησαν άγρια οι καμπάνες. Το νέο μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα.
-Θα γίνει εξορκισμός…
Στον περίβολο του κεντρικού ναού, μέγα πλήθος συνέρευσε. Στεκόταν όλοι αναποφάσιστοι μουρμουρίζοντας ακατάληπτα. Κανείς δεν πλησίαζε την πύλη μέχρι που ο Αρχιερέας βγήκε κι αυτός έξω και ανεμίζοντας το θυμιατό και τη φοβέρα του ματιού του, φώναξε:
-Γονατίστε αδελφοί, γονατίστε.
Οι άλλοι έμειναν μετέωροι αρνούμενοι να υποκλιθούν.
-Δαίμονες ήρθαν απ’ τον ουρανό για να γκρεμίσουν τα θεμέλιά μας…
Έφυγαν ένας, ένας και πλησίασαν στην πλατεία έναν νέο ψηλό, ξερακιανό σαν ερημίτη.
-Είναι η δύναμη που κρύβουμε μέσα μας, έλεγε κι αυτή πρέπει να ελευθερώσουμε. Την Αρετή να υπηρετήσουμε. Αμφίβολες επαναστάσεις την υποβάθμισαν, άρχοντες την εξόρισαν, ιερείς την εξόρκισαν…
-Δίκαιο έχει, είπα.
-Κι εμείς το ξέρουμε, είπε η Εριέλλα. γι’ αυτό περιφέρουμε την ελπίδα.
-Είμαστε μόνοι.
-Οι μοναχικοί κρατάνε ακόμα τη φλόγα, είπε και συμφώνησα.

Οι άνθρωποι με τα μαύρα περιβραχιόνια περικύκλωσαν τον νεαρό ομιλητή. Το ίδιο και οι άλλοι με τα κόκκινα περιβραχιόνια. Κοιτάχτηκαν με αμηχανία κι εκείνος έφυγε.
Τότε όλοι κινήθηκαν προς το Κυβερνείο. Εκεί μια νέα με μακριά λυτά μαλλιά ανεβοκατέβαινε τις σκάλες κυματιστά. Ήταν η κίνησή της χορευτική. Έμοιαζε η πρωινή ουράνια μουσική να αναπαράγεται μέσα της και να λικνίζει το κορμί της.
-Είναι μάγισσα, ακούστηκε μια φωνή ψηλά απ’ τον εξώστη και οι βραχιονοφόροι κινήθηκαν να ρθούν κοντά της. Εκείνη γελώντας χάθηκε στο πλήθος. Στο πλήθος που ολοένα μεγάλωνε. Κι όσο μεγάλωνε τόσο απομακρύνονταν ο φόβος. Λες και γνώριζαν την απάντηση στα μεγάλα ερωτηματικά η δεν τους ένοιαζε.
-Η τρίτη παρουσία, φώναξε ένας γηραλέος κύριος και μια όμορφη κοπέλα του έστειλε ένα φιλί από μακριά.
-Είναι παράξενο, είπα.
-Όλα τα παράξενα τώρα θα συμβούν, είπε η Εριέλλα.
Θυμάσαι που μιλούσαμε για τα όρια του αδυνάτου;
-Ναι, εκεί δημιουργούνται τα σπουδαία. Χρειάζεται μαγεία, χρειάζεται έμπνευση.

Εκείνη την ώρα ακούστηκε ξανά το σύνθημα.
-Ελευθερώστε τα Άλογα.
Κι ήταν μια μουσική που το συνόδευε παράξενη. Έμπαινε μέσα σου κι ένιωθες ελαφρύς έτοιμος να χορέψεις, να τρέξεις, να πετάξεις.
Όλοι στράφηκαν προς την Ανατολή. Ήταν εκεί ένα ουράνιο τόξο που κάθε τόσο άλλαζε τη σειρά των χρωμάτων. Και μέσα του το σύνθημα με γράμματα, καθρέφτες που αντανακλούσαν φως, ολόλευκο φως.
Κι όπως ήρθαν όλα ξαφνικά, έτσι ξαφνικά χάθηκαν. Τώρα όμως όλοι το διαισθάνονταν. Φαίνονταν μάλιστα να ξέρουν.
Ένας νέος ξεδίπλωσε μια πολύχρωμη σημαία, ένας άλλος σήκωσε ψηλά ένα κόκκινο τριαντάφυλλο κι όλοι μαζί κινήθηκαν προς την Ανατολική Λεωφόρο.
Η πομπή προχωρούσε. Στην αρχή βουβή. Ύστερα ακούστηκαν χαρούμενες παιδικές φωνές και γέλια δυνατά. Και μετά το σύνθημα που δόνησε την ατμόσφαιρα.
-Στην άλλη πολιτεία.
Κι απ’ τα μπαλκόνια βροχή τα λουλούδια που έραιναν το πλήθος. Και πόρτες άνοιγαν βιαστικά και δυνάμωνε η πορεία. Κι όλοι οι κάθετοι δρόμοι ποτάμια ανθρώπων που έρεαν προς την κεντρική λεωφόρο. Και στις αυλές τα σκυλιά γάβγιζαν χαρούμενα. Κι ο ήλιος ζεστός, ο ήλιος κόκκινος. Κι ένα τραγούδι σκορπισμένο στον άνεμο, μελωδικό μ’ ένα ρεφρέν που γινόταν εμβατήριο. Κι ύστερα πάλι το σύνθημα και το τραγούδι.

Στο κυβερνείο επικρατούσε ταραχή. Ο δήμαρχος με μια φωνή που με κόπο κρατούσε την πρέπουσα επιβλητικότητα συνόψισε με λίγα λόγια την επικρατούσα κατάσταση:
-Η μόνη καλή είδηση που έχω είναι ότι στο αγρόκτημα επικρατεί ησυχία. Όπως μου ανέφεραν οι ομάδες Β και Γ όλα τα ηλεκτρονικά μέσα εντοπισμού των ηχητικών πηγών έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας. Οι εντεταλμένες ομάδες για την παρακολούθηση των αντιδράσεων των πολιτών έχουν πλήρως αδρανοποιηθεί. Δυστυχώς λαμβάνω ακατάληπτες αναφορές. Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Με απόφαση του κυβερνήτη η πόλη κηρύχτηκε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Την ευθύνη αναλαμβάνει ο στρατιωτικός διοικητής.
Ο άνθρωπος με τα πολλά αστέρια έδωσε τις εντολές γρήγορα και κοφτά. Έδειξε στο χάρτη τα στρατηγικά σημεία στα οποία έπρεπε να αναπτυχθούν οι δυνάμεις του.
-Στην έξοδο της ανατολικής λεωφόρου βρίσκονται οι αποθήκες των όπλων. Να ενισχυθεί η φρούρησή τους. Οποιαδήποτε απόπειρα προσέγγισης των διαδηλωτών να αντιμετωπιστεί με πραγματικά πυρά. Οι μηχανοκίνητες δυνάμεις να αναπτυχθούν στη βάση του λόφου της επαυλούπολης. Ήδη ιδιωτικοί φρουροί βρίσκονται σε καίρια σημεία. Δεν θα πλησιάσει κανείς σε ακτίνα χιλιομέτρου.
Οι άνθρωποι με τα λιγότερα αστέρια στον ώμο χαιρετούσαν μ’ ένα χτύπημα του ποδιού δυνατό που τράνταζε το κτίριο κι ένας, ένας έφευγαν.

Ήταν τώρα χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες αυτοί που πορεύονταν. Προσπέρασαν τις αποθήκες πολεμικού υλικού χαμογελαστοί. Κάποιοι τοποθέτησαν γαρύφαλλα στις κάνες των όπλων που κρατούσαν παρατεταμένα οι φρουροί. Χωρίς καμία συνεννόηση, σε μια κίνηση στρατιωτικής επίδειξης, τα κατέβασαν παρά πόδας και αυθόρμητα έφεραν το χέρι στο δεξί κρόταφο χαιρετώντας. Ο επικεφαλής πυροβόλησε στον αέρα για να τους συνεφέρει. Όμως ο πυροβολισμός πνίγηκε στις χαρούμενες φωνές.
Η πόλη έμεινε πίσω. Πίσω έμεινε και ο σιδερόφρακτος λόφος με τις επαύλεις. Και καθώς ο ήλιος έστελνε κατακόρυφα τις αχτίνες του προχωρούσαν στο λιβάδι με τις παπαρούνες.
Κοίταξαν πίσω. Οι άνθρωποι με τις χακί στολές φαίνονταν μακριά σε λάθος τόπους. Ένα πουλί σιδερένιο έκοβε βόλτες πάνω απ’ τα κεφάλια τους, μα κάποια στιγμή ταρακουνήθηκε σαν καρυδότσουφλο στο κύμα. Λες κι ένας άνεμος μυστικός, εκεί ψηλά τους προστάτευε. Έφυγε μακριά κι αυτοί χάιδευαν τις παπαρούνες.
Σε λίγο μπήκαν στο ποτάμι. Οι άνδρες σήκωσαν τα παιδιά στους ώμους, οι γυναίκες πήραν τα μωρά στην αγκαλιά και το νερό κυλούσε γάργαρο. Ύστερα χωρίστηκαν ανεβαίνοντας εφτά πτυχωτές πλαγιές που ενώνονταν ψηλά στην κορυφογραμμή του μεγάλου οροπεδίου.
Ο ήλιος είχε χαμηλώσει πολύ όταν παρατάχτηκαν ψηλά πάνω απ’ την πόλη κι έμοιαζαν τώρα χρυσοκίτρινες σκιές.
Τότε είδαν τα άλογα. Εκατοντάδες άλογα να ξεχύνονται στον κάμπο. Κάλπαζαν σε σχηματισμούς που κάθε τόσο ενώνονταν και χωρίζονταν πάλι. Όταν πέρασαν το ποτάμι, χιλιάδες σταγόνες νερού υψώθηκαν στον ουρανό. Τις πήρε ο άνεμος και τις ανέβασε ψηλά ως το οροπέδιο. Κι ήταν μια δροσιά που τη ρούφηξαν τα κουρασμένα κορμιά.
Τα άλογα ανέβαιναν στις πλαγιές κι ένιωθες να μην πατάνε στη γη. Ανέβαιναν τις πλαγιές κι όταν έφτασαν στην κορυφογραμμή, παρατάχτηκαν κι αυτά πίσω απ’ τους ανθρώπους. Και τότε μια ζητωκραυγή έφτασε δυνατή ως κάτω στην πόλη.

Ο Διοικητής πέταξε το πηλίκιο με απόγνωση, ο Δήμαρχος σωριάστηκε σε μια καρέκλα.
-Δεν τα θανάτωσαν; Ρώτησε ξέπνοα.
-Η εντολή δόθηκε είπε ο Διοικητής. Όμως σαν να κατάλαβαν τι πρόκειται να γίνει, μαζεύτηκαν στο κέντρο του αγροκτήματος. Καθώς οι φρουροί τα πλησίαζαν, σήκωσαν ψηλά τα μπροστινά πόδια και τα χτύπησαν με δύναμη στο χώμα. Σηκώθηκε ένα σύννεφο που άσπρισε τα πάντα. Ύστερα πήδηξαν πάνω από το φράχτη κι έφυγαν.
-Ας μετρήσουμε τώρα τους υπηκόους που μας έμειναν, είπε ο δήμαρχος κι έκλεισε με τις παλάμες του τα μάτια του.
Στην επαυλούπολη παραμένουν όλοι, είπε ο άλλος. Δυστυχώς αρκετοί στρατιώτες αυτομόλησαν. Σχεδόν όλα τα άλλα σπίτια φαίνονται άδεια. Εντοπίσαμε μερικούς στις εκκλησίες να προσεύχονται…

Στο οροπέδιο το πλήθος έμεινε ώρα εκεί στην κορυφογραμμή. Ύστερα τα άλογα έδωσαν το σύνθημα ξεκινώντας πάλι τον καλπασμό τους. Οι άνθρωποι ακολούθησαν από μακριά.
-Πού πάμε; Ρώτησα.
-Να, εκεί μου έδειξε η Εριέλλα.
-Είναι μακρύς ο δρόμος.
-Έχουμε μερόνυχτα πολλά να πορευτούμε, όμως αντέχουμε.
-Αντέχουμε φώναξαν όλοι μαζί. Θα χτίσουμε μια νέα πολιτεία.
Ο ήλιος κατέβαινε τώρα και πλησίαζε ν’ αγγίξει το μακρινό βουνό. Έπρεπε να περάσουμε πίσω απ’ αυτό.
-Πάμε, μου είπε η Εριέλλα και μου έσφιξε το χέρι.
-Πάμε, είπα κι εγώ, πάμε.

Βαγγέλης φίλος
Από το βιβλίο Αλιάνθη, Ιωάννινα 2007