Είδωλο



Όταν κοίταζα στον καθρέφτη μου έβλεπα εμένα. Στη λίμνη με τα νούφαρα έβλεπα εσένα:
Το είδωλο...


Σ' ένα δωμάτιο με άσπρους τοίχους, ένα φέρετρο στο κρεβάτι. Ένας νέος, ο Άγγελος κάθεται σε μια καρέκλα, δίπλα από ένα τραπέζι. Σηκώνεται, πάει στο παράθυρο και κοιτάζει έξω. Ύστερα κοντά στο φέρετρο.

Άγγελος: Φύγανε τώρα.

(Μέσα στο φέρετρο ένας άνθρωπος ανασηκώνεται).

Έλα, θα είσαι κουρασμένος και έχεις μεγάλο ταξίδι να κάνεις.

(Τον βοηθάει να σηκωθεί και κάθονται κοντά στο τραπέζι).

Ο Άλλος: Έχεις ένα τσιγάρο;

(Ο Άγγελος του δίνει τσιγάρο, εκείνος ψάχνει τις τσέπες του να βρει φωτιά).

Άγγελος: Δε σου βάλανε;

(Παίρνει το αναμμένο κερί από το φέρετρο, του ανάβει το τσιγάρο κι ύστερα σβήνει το κερί).

Ο Άλλος: Πότε θα γίνει η κηδεία;

Άγγελος: Αύριο το απόγευμα.

Ο Άλλος: Τόσο αργά;

Άγγελος: Κανονίσαμε να έρθει και η...να προλάβει.

(Ο άλλος ταράζεται για μια στιγμή).

Ήθελε λέει να σε δει.

Ο Άλλος (Κουρασμένα):

Δεν ξέρω πια αν εγώ θέλω.

Άγγελος: Μα δεν μπορείς!

Ο Άλλος: Είναι κι αυτά τα λουλούδια που μου κρύβουνε τα μάτια...

(Μικρή παύση).

Άγγελος: Στεναχωριέσαι;

Ο Άλλος: Όχι, αισθάνομαι αλαφρωμένος...που πήγαν οι άλλοι;

Άγγελος: Κατέβηκαν στην πόλη να ετοιμάσουν την τελετή.

Ο Άλλος: Πήραν τα άλογα;

Άγγελος: Εκτός από τον Κεραυνό,γιατί, όταν τον έβγαλαν από τον στάβλο, χλιμίντρησε δυνατά και παράξενα. Τα μάτια του νόμιζα πως έπαιρναν φωτιές...

(Ο Άλλος χαμογελάει, σηκώνεται, πάει στο παράθυρο, κοιτάζει αρκετά έξω κι ύστερα γυρίζει...).

Ο Άλλος: Άγγελε! τι έκανες στη ζωή σου;

(Ο Άγγελος τον κοιτάζει θλιμμένα. Κάνει δυο βόλτες στο δωμάτιο και φωνάζει θυμωμένα):

Άγγελος: Τίποτα!

(Γαληνεύει και ξανακάθεται).

Προσπάθησα.

Ο Άλλος: Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, όμως, οι ώρες μας είναι λίγες και πρέπει να μου πεις.

Άγγελος: Δεν είχα ποτέ κακή πρόθεση.

Ο Άλλος: Δεν είχες Άγγελε, το ξέρω. Όμως, θυμάσαι που μ’ άφησες στην έρημο; Δεν είπες τίποτα, και γύριζα σε χίλιους τόπους, σε χίλιους χρόνους, πασχίζοντας να θάψω τους νεκρούς σου.

Άγγελος: Σε παρακαλώ, μη μιλάς έτσι...

Ο Άλλος: Ήξερα, πάντα ήξερα πως θα έρθει και η δικιά μου ώρα. Δεν νοιάζομαι για μένα, για σένα νοιάζομαι.

Άγγελος: Σε παρακαλώ μη μιλάς έτσι...

(Ο Άλλος σηκώνεται τον αγκαλιάζει στοργικά... ύστερα πάει στο παράθυρο).

Ο Άλλος: Κοντεύει να σουρουπώσει.

Άγγελος: Κοντεύει.

Ο Άλλος: Άγγελε, πότε θα έρθει η ΄Άννα;

Άγγελος: Αύριο το πρωί, απόψε θα πάρει το πλοίο.

Ο Άλλος: Χρόνια την περίμενα, Άγγελε. Κι έρχόταν πολλές φορές στα όνειρά μου. Μου χαμογελούσε. Φοβόμουν να την αγγίξω μην και χαθεί το χαμόγελο.

Άγγελος: Λένε πως τα όνειρα φωλιάζουν στα απόκρυφα του ανθρώπου. Λένε πως οι άνθρωποι κρύβουν καλά τα όνειρά τους, από φόβο...

Ο Άλλος: Μόνο που ο φόβος μου δεν ήταν τίποτα μπροστά στην αγωνία. Ίδια και απαράλλαχτα εκατοντάδες νύχτες. Μέχρι που, κάποια φορά, σκέφτηκα να βγω έξω στους δρόμους και να μιλάω συνέχεια γι' αυτά, με την ελπίδα ότι θα χαθούν, όπως τα φαντάσματα λιώνουν στο φως της Αυγής...

Άγγελος: Μην τα σκέφτεσαι τώρα αυτά.

Ο Άλλος: ...Ήθελα να πετάξω, όμως με κράταγαν φυλακισμένο οι πέτρες. Γύρευα να κοιτάξω μακριά στον ορίζοντα και δεν μπορούσα. Κοίταζα τότε τον ουρανό...

Άγγελος: Μην τα σκέφτεσαι.

Ο Άλλος: ...Μου χρωστούσε ένα χαμόγελο κι έρχόταν χρόνια πολλά στα όνειρά μου. Εγώ μετρούσα, τις νύχτες, σκιές. Η πόλη δεν είχε ουρανό και οι άνθρωποι κατά χιλιάδες πηγαινοέρχονταν αμίλητοι. Το παράθυρο με το μισοσπασμένο πατζούρι, σκοτεινό και ξένο. Και στο μυαλό μου η καταιγίδα των λέξεων, η θύελλα της σιωπής...

Άγγελος: Σε νιώθω.

Ο Άλλος: Δεν θέλω να με νιώσεις, θέλω να θυμηθείς.

Άγγελος: Τι να θυμηθώ;

Ο Άλλος: Τον νέο με το χαρακωμένο πρόσωπο.

Άγγελος: Αυτός πέθανε.

Ο Άλλος: Δεν ξέρω αν πέθανε, θυμάμαι μόνο που πάσκιζε να συμφιλιωθεί με τον θάνατο.

Άγγελος: Νόμιζες πως αιώνες ζωής είχαν οργώσει το κορμί του. Η ματιά του διαπερνούσε τις πολυκατοικίες, τους δρόμους, το τσιμέντο. Διαπερνούσε τα σύννεφα και τον ουρανό...

Ο Άλλος: Σου μίλησε Άγγελε, σου μίλησε.

Άγγελος: Μου είπε ότι ήθελε να ζήσει, μα, δεν μπορούσε να κινήσει τα κουρασμένα του πόδια. Ήθελε να ζήσει όμως, πέθανε.

Ο Άλλος: Δεν ξέρω αν πέθανε...

Άγγελος: "Όταν χρειάστηκε να βγάλω φωνή, εγώ σώπασα", μου είπε, "όταν χρειάστηκε να σωπάσω, δεν μπορούσα να κρατήσω το βογκητό μου...".

Ο Άλλος: Θυμάσαι.

Άγγελος: Κάθε φορά που σκέφτομαι, θυμάμαι. Κάθε φορά που θυμάμαι, σκέφτομαι.

Ο Άλλος: Άγγελε θέλω να ξέρεις. τώρα που φεύγω, θέλω να ξέρεις ότι σ' αγαπώ.

(Ο Άγγελος σηκώνεται, γεμίζει δυο ποτήρια κρασί, δίνει το ένα...).

Άγγελος: Ήθελα να ζήσω...

Ο Άλλος: Κι εγώ ήθελα να ζήσω.

Άγγελος: Εσύ δεν μπορούσες.

Ο Άλλος: Ίσως να είναι κι έτσι, όμως κανείς δεν μου έδωσε νερό.

Άγγελος: Κανείς δεν μπορούσε να σου σβήσει την πυρκαγιά.

Ο Άλλος: Κανείς δεν προσπάθησε Άγγελε.

Άγγελος: Μη γίνεσαι τόσο σκληρός.

Ο Άλλος: Ήταν σκληρές οι νύχτες στα βουνά και οι μεγάλοι μιλούσαν για τα φαντάσματα των πεθαμένων γειτόνων. Δένδρα, δίπλα στα δένδρα και δυο παλάμες ροζιασμένες και άδειες...

Άγγελος: Η Άννα;

Ο Άλλος: Η Άννα, η Ελένη, η Μυρτώ. Κι εσύ Άγγελε. Με σένα πάλευα και η Άννα σώπαινε. Η Άννα σώπαινε και ένα μεγάλο γιατί δεν μ’ άφηνε να σε νικήσω. Κι έπρεπε να σε νικήσω Άγγελε.

Άγγελος: Δεν ξέρω ποιος νίκησε...έλα τώρα.

(Σηκώνει το ποτήρι του και το τσουγγρίζει με το ποτήρι του Άλλου).

Καλό ταξίδι.

Ο Άλλος: Στην υγειά σου!

(Περιπαικτικά):

Στη μακροζωία σου! Μη ξεχάσεις αύριο να μου φιλήσεις την Άννα.

(Ξεσπάει σε γέλια δυνατά):

Για σκέψου Άγγελε! αύριο κλαμένη θα με κοιτάξει κι εγώ θα της φωνάξω..."άργησες".

Άγγελος (στρέφει το κεφάλι του):

Δεν μπορείς, δεν μπορείς!

(Σηκώνεται πάει στο παράθυρο):

Βράδιασε...

Ο Άλλος: Η νύχτα διαδέχεται την νύχτα.

Άγγελος (Με απόγνωση):

Όχι! όχι! όχι!

Ο Άλλος: Ναι! Άγγελε, ναι! Κάθε φορά που θα σου υποκλίνονται, θα είναι σκοτάδι. Κάθε φορά που θα σου γελούν. Κανείς δεν θα μιλήσει για το έγκλημά σου, κανείς δεν θα σε δικάσει. Όταν τραγουδούν τα πουλιά θα θυμάσαι, και θα είναι νύχτα.. Όλα θα είναι τοποθετημένα με ζηλευτή τάξη: ο δάσκαλος, ο μαθητής, ο δικαστής και ο χωροφύλακας. Η παρέα με τα χαχανητά, ο κύριος με την όμορφη κυρία. Μόνο που θα είναι νύχτα και συ θα φοβάσαι.Τότε είναι που θα γυρέψεις κι άλλα μαχαίρια, τότε θα θυμηθείς και μπορεί να πεις: " άσκοπα πάσχισα, ήταν αδύνατο να ζήσω χωρίς τα χρώματα..."
Κοίταξέ με Άγγελε.

(Τον πιάνει δυνατά):

Θλίψη με συντροφεύει, πίκρα με συντροφεύει. Όμως φεύγω γαληνεμένος. Περπάτησα μέχρι τα σύνορα της απόγνωσης. Αντιστάθηκα. Μάταια, η θύελλα δεν μ’ άφηνε να πισωγυρίσω. Πέρασαν χρόνια πολλά μέσα στην καταιγίδα. Τα δένδρα τα τσάκισαν οι κεραυνοί και ο ήλιος βγήκε μισός για να ζεστάνει τα λουλούδια. Περίμενα να ημερέψει η θάλασσα, μέχρι που άδειασε και οι αστερίες άλλαξαν χρώμα. Τότε, γυμνός ξεχύθηκα στους δρόμους και τα δάκτυλα των άλλων με σημάδευαν. Όμως, το κορμί μου είχε συνηθίσει το φόβο και τη βροχή. Δεν είχα τίποτα να δώσω, γιατί δεν είχα τίποτα να κρύψω. Όμως, μαζί μου βγήκαν κι άλλοι από τα γυάλινα καταφύγια. Βγήκαν στεγνοί, μα και στεγνωμένοι. Ήρεμοι, μα και φοβισμένοι. Και συ, Άγγελε και συ. Την τελευταία στιγμή μ’ αρνήθηκες και στοιβάχτηκες με χιλιάδες άλλους. Μόνο που δεν μπόρεσες να κλείσεις τα μάτια σου και τα είδες όλα. Όταν βγήκες, εσύ κρύωνες κι εγώ είχα υποτάξει την απελπισία. Τώρα, είσαι εδώ, παρατηρώντας για μιαν ακόμη φορά. Όμως μπορεί να είναι η τελευταία σου ευκαιρία. Αυτή η τελετή δεν θα είναι σαν τις άλλες. Στους κήπους τα λουλούδια δεν ξεψυχούν...

Άγγελος (έντονα):

Σώπασε πια! σώπασε.

Ο Άλλος (καρφώνει το βλέμμα του στο παράθυρο και μονολογεί):

Λέξεις πολλές ακούστηκαν, άλλες σαν κραυγές άλλες σαν κλάμα κι άλλες με τη γαλήνη της κούρασης, με την αγάπη της ησυχασμένης θάλασσας...

(Γυρίζει στον Άγγελο):

Υπάρχει μια σιωπή πιο φαρμακερή και από το θάνατο. Όταν η μνήμη θα σε προδίδει αόρατα και θα είσαι μόνος. Θα γυρίζεις στους σταθμούς. Τρένα θα φεύγουν άδεια. Στο θάλαμο, φλογισμένοι οι αριθμοί κι η γραμμή σου νεκρή...

Άγγελος: Πασκίζεις να με ταράξεις.

Ο Άλλος: Πασκίζω να σε σώσω.

Άγγελος (μονολογεί):

Μοιάζει παράλογο, παράλογο...

(Σηκώνεται πάει στο άδειο φέρετρο, γυρίζει...):

Η ζωή σου έσπειρε θύελλες, ο θάνατός σου καταιγίδες. Άκουσε με, κανείς δεν μ' έταξε κοσμοσωτήρα. Όταν με γέννησαν μου είπαν "περπάτα!". Εγώ έμοιαζα τόσο πολύ με τους άλλους ανθρώπους. Ήθελα να μεγαλώσω σαν κι αυτούς, να γεράσω σαν κι αυτούς, να χαθώ σαν κι αυτούς...

Ο Άλλος: Όμως, κάθε βράδυ το φεγγάρι στο παράθυρό σου, σου ψιθύριζε.

Άγγελος: Νεανικά αισθήματα.

Ο Άλλος: Όνειρα.

Άγγελος: Ναι όνειρα.

Ο Άλλος (περιπαιχτικά):

Τροχαία συμβάντα...

Άγγελος (απελπισμένα):

Δεν μπορώ παρά να υπομείνω, όμως, να ξέρεις, γίνεσαι τώρα δικαστής. Πάντα με δίκαζες, θαρρώ τώρα πως έγινες πιο σκληρός.

Ο Άλλος (χαμογελάει):

Αλήθεια; Για πες μου Άγγελε! ποιος είναι ο καλύτερος: ο δικαστής ή ο δήμιος;

Άγγελος: Δεν θέλω κανέναν.

Ο Άλλος: Όταν πρόκειται για σένα, φυσικά, όταν όμως είναι για τους άλλους;

Άγγελος: Δεν έκανα σε κανένα κακό με τη θέλησή μου.

Ο Άλλος: Το ξέρω. Μόνο που τη θέλησή σου άλλοι την εξουσίαζαν -κι αυτοί σκόρπισαν θλίψη και σιωπή. Εσύ ήθελες να είσαι ένας άνθρωπος κανονικός, όμως, τα σχήματα ήταν ακανόνιστα και κάθε βράδυ, έρχόταν κάποιος μ’ ένα πριόνι να τους στρογγυλέψει τις άκρες. Ένα λουλούδι στον ύπνο μου, μου φώναζε: 'γιατί με σκότωσαν;". Ο άνθρωπος με το πριόνι κάθε βράδυ έκοβε κανονικά σχήματα. Εσύ έλεγες: "Κάπως έτσι πρέπει να γίνει" και μάζευες τους σκορπισμένους αριθμούς. Εσύ έλεγες: "Δε γίνεται αλλιώς" και τους έβαζες στη σειρά. Πρώτα το ένα, ύστερα το δύο, ύστερα το τρία και μετά... το τίποτα.

(Γυρίζει στον Άγγελο με πίκρα):

Τη φωτογραφία με τους λευκούς καταρράκτες τι την έκανες;

Άγγελος: Την έκαψα.

Ο Άλλος: Γιατί;

Άγγελος: Πονούσα.

Ο Άλλος: Τα αποτυπώματα από τα γυμνά πόδια που είναι;

Άγγελος: Χάθηκαν.

Ο Άλλος: Γιατί;

Άγγελος: Πονούσα.

Ο Άλλος: Κάθε φορά που πονούσες, με σκότωνες. Ύστερα, με σήκωνες για να με ξαναθανατώσεις. Τώρα, τέλειωσα πια, τώρα και συ τελείωσες.

Άγγελος: Είναι καλύτερα έτσι...

(Στέκονται και οι δυο σιωπηλοί, βηματίζουν στο δωμάτιο. Σε λίγο ακούγεται το μακρινό σφύριγμα ενός τρένου).

Ο Άλλος (καρφώνει το βλέμμα του στο παράθυρο):

Άννα... πέρασαν τόσα φθινόπωρα γλυκιά μου κι εσύ δεν ήρθες, σε περίμενα και δεν ήρθες...

Άγγελος: Σου φέρθηκε τόσο σκληρά.

Ο Άλλος: Δεν έφταιγες εσύ, πίστεψέ με. Ο Άγγελος μας έφταιγε κι εκείνη η άλλη η μορφή η δικιά σου.

Άγγελος: Ποτέ δεν θέλησες να κοιτάξεις κατάματα την αλήθεια.

Ο Άλλος: Ήταν μια αλήθεια ψεύτικη, Άννα! Όλοι μου λέγανε να σ' αρνηθώ. Και με στέλνανε σε κρύες αγκαλιές. Με πρόσταζαν να ξεχάσω κι εγώ θυμόμουνα.

Άγγελος: Κι εσύ διάλεγες το δρόμο της καταστροφής.

Ο Άλλος: Τον ακούς Άννα, τον ακούς; Ακόμα και τώρα φοβάται. Σαν τους άλλους, σαν τους άλλους. Χιλιάδες άλλοι κυκλοφοράνε στη ζωή μας.

Άγγελος: Πάντα διάλεγες να περπατάς στα μονοπάτια.

Ο Άλλος: Εκεί, στην άκρη του βράχου αγκαλιαστήκαμε. Εσύ έφυγες κι εγώ έπρεπε να στεριώσω σχοινί στη ρεματιά, να ακροβατήσω.

Άγγελος: Και θέλησες μαζί σου να με πάρεις.

Ο Άλλος: Θέλησα να διαβώ, γιατί απέναντι κατοικούσαν τα πουλιά.

Άγγελος: Στη μέση της ρεματιάς σε περίμενε ο θάνατος.

Ο Άλλος: Στο κάστρο σου σε περίμενε η πλήξη.

Άγγελος: Με περίμενε η ζωή.

Ο Άλλος: ΄ Άννα μίλησέ του, ακόμα ελπίζει. Μάταια ελπίζει.

Άγγελος: Δεν σ’ ακούει, αύριο θα ’ρθει και συ θα λείπεις.

Ο Άλλος (συνέρχεται από την έκστασή του):

Άγγελε! κάποτε ονειρεύτηκα πως είχα ένα πόδι ξύλινο, κι όλοι ρωτούσαν να μάθουν λεπτομέρειες απ’ το μέτωπο. Όμως, όλα τα ξύλινα πόδια είχαν καεί στην πλατεία και ο πόλεμος είχε τελειώσει, χρόνια πολλά, πριν από τη γέννησή μου.

Άγγελος: Μιλάς σαν προφήτης.

Ο Άλλος: Μιλώ σαν οδοιπόρος. Κάποιος μου μίλησε για την αρχή, εσύ μου μίλησες για το τέλος. Κάποιος με πήρε από το χέρι. "Εδώ θα κατοικήσω" , μου είπε, δείχνοντας τα μαύρα λιθάρια. "Από εδώ δραπέτευσα", φώναξα σπαρακτικά. Με κοίταξε λυπημένα και ξαναμίλησε. "Υπάρχει ένας τόπος όπου τα ποτάμια ξεψυχάνε ευτυχισμένα. Εμένα με βρήκε μια από τις εφτά πληγές πριν ξεφουσκώσει η ορμή μου". "Πήγαινε εσύ", μου είπε και προχώρησα...

Άγγελος: Ταξίδι χωρίς επιστροφή.

Ο Άλλος: Οδήγησα τα βήματά μου στο φωτισμένο κήπο. Δυο πελώρια σκυλιά με συνόδεψαν μέχρι τους κόκκινους φρουρούς. Η οικοδέσποινα χαμογελούσε. Βρέθηκα σ’ ένα δωμάτιο με πολλούς καθρέφτες. Έπρεπε να φορέσω τη στολή του δείπνου. Χακί παντελόνι, χακί πουκάμισο, χακί μπουφάν, χακί παπούτσια κι ένα γκρίζο λουλούδι για το πέτο μου. Το σαλόνι ήταν μεγάλο και σκοτεινό, το κερί τρεμόπαιζε κάτω από τη φωτογραφία. Κάποιος πάσχιζε να κρατήσει την ανάσα του. "Έτοιμοι, πάμε!". Η φωνή είχε την έννοια της προσταγής και τα φώτα άναψαν όλα μαζί. Τα πολύχρωμα κορίτσια ανυπόμονα πλησίασαν τους ομοιόμορφους άνδρες. Αμήχανα χαμόγελα και φωνές γεμάτες λαχτάρα...

Άγγελος: Στέλιο, Άγγελε, Πέτρο...

Ο Άλλος: Η οικοδέσποινα χειροκροτούσε κι εγώ τραβήχτηκα στην πόρτα. Μ' ακολούθησες στον κήπο με τα μοβ τριαντάφυλλα. Ύστερα τραβήξαμε για τον σταθμό των τρένων.

Άγγελος: Όχι! όχι! εγώ γύρισα πίσω.

Ο Άλλος: Ναι Άγγελε! μου έλεγες αυτό το ταξίδι δεν έχει γυρισμό. Σου έλεγα σ’ αυτή την πόλη κατοικούν άνθρωποι αόμματοι. Τα κορίτσια φοράνε χαμόγελα πλαστικά.

Άγγελος: Και τι έκανες, εσύ τι έκανες;

Ο Άλλος: Προσπέρασα, θυμωμένος, τα ξυπόλητα παιδιά και τις κυρίες που μοίραζαν ζαχαρωτά.

Άγγελος: Τι σχέση είχες εσύ μ’ αυτόν τον τόπο;

Ο Άλλος: Τον όργωσα στα όνειρά μου.

Άγγελος: Τον όργωσες κι ύστερα τον άφησες.

Ο Άλλος: Ναι είπα θα φύγω κι έφυγα.

Άγγελος: Εσύ όλο έφευγες κι όλο ερχόσουνα. Κάθε φορά που έλεγα θα ξεχάσω, μου χτυπούσες την πόρτα τα μεσάνυχτα. Πάντα τα μεσάνυχτα. Και δεν βρήκα τη δύναμη να σε διώξω.

Ο Άλλος: Δεν βρήκες τη δύναμη να με διώξεις, δεν βρήκες τη δύναμη να με κρατήσεις.. Για αυτό περπατούσες στις σκιές των παιδιών.

Άγγελος (σαρκαστικά):

Εσύ, ορθός φρουρός αντίκρυ στο ποτάμι που όλο φούσκωνε.

Ο Άλλος ( μελαγχολικά):

Έμοιαζε ο κάμπος θάλασσα, όταν σφύριζε το τρένο στους λόφους με τις σκοπιές. Το δειλινό με προσπέρναγε, στιγμιαία ανάμνηση. Άστραμμα στα μάτια μου. Καθώς έχασα το δάκτυλό μου, βούτηξα στο σκοτάδι να το πάρω πίσω κι έχασα τα χέρια μου. Πού να σκεφτώ πως έπρεπε να υπερασπιστώ αυτά που μου απόμειναν στο χαράκωμα με τ’ αγκάθια.

Άγγελος (με αγάπη):

Κι όλο θρηνούσες, τα μεσημέρια, κι όλο βάδιζες.

Ο Άλλος: Μέχρι που το ακουστικό του τηλεφώνου με σημάδεψε. Έγειρα πίσω και σηκώθηκα. Έλεγα πότε θα περάσει η Άνοιξη, πότε θα χαθεί η θλίψη των φύλλων, πότε θα στερέψουν οι θάλασσες του καλοκαιριού, πότε θα βρέξει μαύρη βροχή να λιώσει το άσπιλο χιόνι...

Άγγελος: Για αυτό έφευγες.

Ο Άλλος: Για αυτό έφευγα.

Άγγελος: Για αυτό ερχόσουν.

Ο Άλλος: Για αυτό ερχόμουν.

Άγγελος: Κι εγώ περπατούσα στις σκιές των παιδιών. Ήξερα πως τα λόγια μου τα πνίγει η σκόνη.

(Ξεσπάει σε λυγμούς):

Δεν πρόλαβα να φορέσω παπούτσια. Λαίμαργα μεγάλωσα, λαίμαργα ερωτεύτηκα...Όλα τα άφησα μισά. Έπρεπε από κάπου να αρχίσω, ξανά ολόκληρα να τα κάνω.

Ο Άλλος: Κι άφησες εμένα να γυρεύω στους ανέμους τα μισά παιδιά μας.

Άγγελος: Μισό φαΐ, μισό καυσόξυλο, μισά όνειρα...

Ο Άλλος: Όλα είναι μισά Άγγελε, όλα είναι μισά. Μόνο που, στην άλλη μεριά του φεγγαριού, υπάρχει ένας μαύρος και κακός ήλιος...Στην ακροθαλασσιά απόμειναν οι σκιές μας κι εμάς μας ταξιδεύουν τα θαλασσοπούλια.

Άγγελος (με απόγνωση):

Για πού, για πού;

Ο Άλλος: Δεν έχει σημασία, δεν έχει σημασία...Ακούς τον Κεραυνό που χλιμιντρίζει; Μας καλεί Άγγελε! μας καλεί.

Άγγελος: Για πού, για πού;

Ο Άλλος: Πέρα από τα σύνορα.

Άγγελος: Είναι τα σύνορα του θανάτου!

Ο Άλλος: Όχι! όχι! Αυτά δεν υπάρχουν. Ο θάνατος και η ζωή έγιναν μια απέραντη αλληλουχία, καθημερινή και αιώνια.

Άγγελος: Φοβάμαι.

Ο Άλλος: Φοβάσαι και χάνεσαι. Φοβάσαι και χάνεσαι.

Άγγελος: Φοβάμαι το νύχτωμα, φοβάμαι την αυγή... Όσες φορές δοκίμασα να τραγουδήσω, χιλιάδες κοράκια έσκουζαν στον ύπνο μου. Στο ταβάνι πηγαινοέρχονταν σκιές...

Ο Άλλος: Όσες φορές δοκίμασες να δραπετεύσεις, φοβήθηκες.

Άγγελος: Οι δρόμοι έκαιγαν, τα πόδια έλιωναν.

Ο Άλλος: Τα πόδια έκαιγαν, οι δρόμοι έλιωναν.

Άγγελος: " Κόκκινη φλόγα το κορμί μου, λιώνουν οι άκρες μου ".

Ο Άλλος: Ναι Άγγελε, ναι. Αυτά είναι τα λόγια μου και πολλές φορές σου τα τραγούδησα. Όμως, εσύ  έλεγες: " θα ζήσω " και γύριζες μ’ ένα κομμάτι πάγο. Και φοβόσουν να κοιτάξεις τον ήλιο, μην και λιώσουν τα μάτια σου. Μη λιώσει η παγερή σιγουριά σου.

Άγγελος: Κι εσύ τι έκανες εσύ;

Ο Άλλος: Βυθίστηκα στην απόγνωση, για να συντρίψω την βεβαιότητα.

Άγγελος: Ώσπου, μια ρωγμή άσπρου εμφανίστηκε μέσα στο μαύρο...

Ο Άλλος: Ώσπου, κάποιος φίλος μου φώναξε: "οι κανόνες της δημιουργίας διέρρευσαν".

Άγγελος: Κι έγινε η βεβαιότητα αμφιβολία.

Ο Άλλος: Έγινε άλογο φτερωτό...

Άγγελος: Μόνο που ο φίλος σου σε κάλεσε να γυρίσεις. "Γύρνα" σου είπε, "εσύ που αιωρείσαι στ’ αστέρια, όλοι φοβούνται πως θα αντιγράψεις τη σκληρότητα των δολοφόνων σου".

Ο Άλλος: Έτσι μου είπε κι εγώ γύρισα.

Άγγελος: Εκδικητής.

Ο Άλλος: Συγχώρεσέ με Άγγελε! συγχώρεσέ με.

Άγγελος: Είναι επειδή μ’ αγαπούσες, είναι επειδή πάσκιζες για τη σωτηρία μου.

Ο Άλλος: Είναι αλήθεια, είναι αλήθεια... Έλα τώρα... Όπου να ’ναι θα ’ρθουν οι άλλοι.

Άγγελος: Όπου να ’ναι θα ’ρθουν οι άλλοι.

Ο Άλλος (με αγωνία):

Πρέπει να αποσπαστείς, Άγγελε! πρέπει...

Άγγελος: Όπου να ’ναι θα ’ρθουν οι άλλοι. Έλα να σε κεράσω ένα τελευταίο κρασί.

Ο Άλλος (παίρνει το ποτήρι, στέκεται κάμποση ώρα αμίλητος, πάει στο παράθυρο, γυρίζει και με φωνή γεμάτη γαλήνη μιλάει):

Έρχεται η Άννα.

Άγγελος: Η ΄ Άννα δεν θά ’ρθει τώρα, αύριο θα ’ρθει και συ θα λείπεις.

Ο Άλλος: Έρχεται Άγγελε! έρχεται, άκου, θα χτυπήσει την πόρτα. Άκου τα βήματά της στα σκαλιά.

Άγγελος: Τίποτα δεν ακούγεται.

Ο Άλλος: Την είδα, φοράει κίτρινα. Δεν ταιριάζουν τα κίτρινα στο πένθος σου Άγγελε!

Άγγελος (έντονα):

Την είδες στο όνειρό σου, την είδες στο θάνατό σου!

Ο Άλλος (απελπισμένα):

Άγγελε! συμφιλιώσου με τον θάνατο, συμφιλιώσου με τη ζωή!

(Ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο Άγγελος τινάζεται επάνω. Ο Άλλος ανοίγει. Μπαίνει μια γυναίκα ντυμένη στα κίτρινα).

Άγγελος (με έκπληξη):

Άννα....!

(Η Άννα χαμογελάει).

Ο Άλλος: ΄ Άννα! σε περίμενα.

(Η Άννα τον αγκαλιάζει. Ο άλλος τραβιέται λίγο και της χαμογελάει. Κοιτάει τον Άγγελο με λύπη και βγαίνει από το δωμάτιο. Ο Άγγελος και η Άννα μένουν αμίλητοι. Ακούγεται ποδοβολητό αλόγου).

Άγγελος: ΄ Άννα !!

Άννα: Άγγελε !!

Κοιτάζονται αρκετή ώρα. Ο Άγγελος με βήμα κουρασμένο πάει ως το παράθυρο. Ύστερα, γυρίζει και μπαίνει στο φέρετρο. Η Άννα μαζεύει τα ποτήρια. Ανάβει το κερί και κάθεται στην καρέκλα. Ακούγονται μακρινά ποδοβολητά αλόγου και μια δυνατή μουσική ζωής και θανάτου.
Η Άννα παίρνει ένα βιβλίο, σηκώνεται όρθια, διαβάζει:

"Οι αποστάσεις εκμηδενίζονταν κι όλο το μηδέν γινόταν άπειρο".


Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο Αλιάνθη, Ιωάννινα 2007