Απο-σύνθεση ( Ομαδική απόπειρα)


Απο-σύνθεση ( Ομαδική απόπειρα)


Μαζευόμαστε σε κάτι γραφεία, τις περισσότερες φορές βρώμικα. Ήταν συνήθεια που πιστεύαμε ότι είχε νόημα ιστορικής αποστολής. Όμως, όλο και σιγοψιθυρίζαμε ένοχα, μετρώντας την ανασφάλεια μας. Κανείς δεν είχε διάθεση για την καθημερινή λειτουργία. Βρήκα την ευκαιρία και φώναξα δυνατά:
-Πρέπει να περιγελάσουμε τους εαυτούς μας, πριν μας περιγελάσουν οι άλλοι.
Ήταν ο καιρός που οι παράξενες κουβέντες γοήτευαν. Έτσι, όλοι μαζί, μου ανέθεσαν να γράψω διήγημα.
-Δεν είμαι διηγηματογράφος! διαμαρτυρήθηκα.
-Τι είσαι;
-Προφήτης!
Ο Πέτρος με κοίταξε άγρια, ύστερα κι ο Γιάννης. Η Ειρήνη σηκώθηκε αργά, βημάτισε αργά κάνοντας μισό κύκλο. Μετά, με χειροκρότησε με ειρωνεία γεμάτη από κρυφή απόγνωση.
-Και τι προφήτεψες; με ρώτησε.
-Τι προφήτεψες; με ρώτησαν και άλλοι.
-Την μεγάλη διάψευση, απάντησα σταθερά.
-Ναι! όχι! πώς; γιατί;
Οι κουβέντες έγιναν κουβάρι. Οι σκέψεις συννέφιασαν τα πρόσωπα.
-Οι Αρχιερείς...
Ήταν η Ηλέκτρα που σήκωσε ψηλά το ένα χέρι, σαν να πυροβολούσε. Ύστερα, σα να μαλάκωσε, ύψωσε και τα δυο χέρια σε μια ικεσία. Ο Ανδρέας οργίστηκε. Πήρε το λόγο και κατήγγειλε τη βλασφημία. Μίλησε πολύ για τον νικηφόρο πόλεμο και όταν έφτασε στο χρέος, όλοι του ζήτησαν να σωπάσει. Ύστερα στράφηκαν σε μένα.
-Το διήγημα!
Μου έφεραν χαρτί, καφέ και τσιγάρο και έτσι άρχισα:
«Ήταν μια φορά μια πλατεία...».
-Δεν θέλουμε παραμύθια.
-Κουραστήκαμε πια με τις αναμνήσεις.
Τους κοίταξα έναν-έναν. Δεν ήταν πως δεν ήθελαν να ακούσουν. Ούτε νοιάζονταν για πρόχειρες παρηγοριές. Όμως, η αλήθεια έκαιγε. Τη μια έκαιγε, την άλλη ζέσταινε.
-Αφήστε τον να γράψει, είπε η Ελένη. Ήταν αληθινή η πλατεία... τραγουδούσαμε...
Οι άλλοι ταράχτηκαν και μου ’γνεψαν να συνεχίσω.
«Ήταν μια φορά μια πλατεία άδεια...».
-Σαν την καρδιά μας, είπε η Φωτεινή.
-Ψέματα! φώναξε ο Νίκος. Είμασταν ζωντανοί, πολεμούσαμε. Ονειρευόμαστε. Το πρωί ξεκινούσαμε χαρούμενοι. Το βράδυ καρτερούσαμε την άλλη μέρα...
-Καρτερούσαμε το μέλλον, είπε πικρά ο Πέτρος.
-Ποιο μέλλον;
-Ποιο μέλλον; ποιο μέλλον; ποιο μέλλον;...
Έμοιαζε η ερώτηση κραυγή που χτυπούσε από τοίχο σε τοίχο και μπερδευόταν το τέλος της με την αρχή.
«Ήταν, μια φορά, ένα λιβάδι. Δεν περνούσαν από εκεί άνδρες, ούτε γυναίκες. Μόνο κάποια παιδιά τα μεσημέρια κρύβονταν στις παπαρούνες. Ήταν, μια φορά, ένα λιβάδι κόκκινο...».
-Κι ένα σύνθημα κόκκινο. Και η σημαία. Και χιλιάδες συνθήματα. Και χιλιάδες σημαίες. Και η ανάσα που έβγαζε φλόγα και οι ανάσες που έβγαζαν πυρκαγιές.
-Και το χέρι ζεστό, το φιλί ζεστό.
-Και οι φωνές που έσκιζαν τον αέρα.
-Και το άδολο γέλιο, το βράδυ στην ταβέρνα.
-Και οι Αρχιερείς.
-Και η ψευδαίσθηση που έχτιζε το όνειρο...
Μιλούσαν ένας-ένας κι ύστερα πάλι, ένας-ένας βυθίζονταν στη συλλογή.
Εγώ συνέχισα...
«Ήταν, μια φορά, ένας χειμώνας. Το χιόνι έπεφτε πυκνό και ο αέρας το στριφογύριζε με δύναμη. Εκεί, ανάμεσα στα δυο βουνά. Τα δένδρα σκελετωμένα αντιστέκονταν. Όσα κρατούσαν τη φορεσιά τους, διπλά υπέφεραν. Σκεφτόμουν αυτούς που έφευγαν για να σωθούν και η πανοπλία τους βάραινε. Και μόλο που κινδύνευαν να χαθούν, αυτοί εκεί, με το άχρηστο φορτίο... Ύστερα σκέφτηκα τους νικητές που δεν είχαν τη δύναμη να αναγγείλουν τη νίκη τους και κουρασμένοι σώπαιναν... Η φωτιά έκαιγε δυνατή στο τζάκι. Η νύχτα κυρίευε σιγά-σιγά το λευκό τοπίο κι ο αέρας δυνάμωνε. Έκρυβε φόβο ο ουρανός στην κοιλάδα. Ένα φόβο αλλόκοτο σαν καθαρτήριο.
Πρέπει να φτάσεις βαθιά, μου ψιθύρισαν. Βαθιά, ως τη μεγάλη αυτοσυντριβή. Να μην έχεις τι να πιστέψεις, να μην έχεις από πού να πιαστείς. Να βυθιστείς στην απελπισία, να συμφιλιωθείς με την απόγνωση. Έτσι μόνο μπορεί να βρεις μια ρωγμή ελπίδας.
Η φωτιά έκαιγε δυνατή στο τζάκι, το σκυλί γάβγισε. Ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα. Μπήκε ο ξένος, ψηλός σαν Θεός, με γένια άσπρα απ’ τους αιώνες ή το χιόνι. Τον κοίταξα.
-Οδυσσέα!!
-Εγώ είμαι.
Ήθελα να του σφίξω δυνατά το χέρι, να του πω για την τρελή ελπίδα που μου ’φερε ο ερχομός του, μα πάλι φοβήθηκα. Καθίσαμε στη φωτιά και μείναμε ώρα πολλή αμίλητοι. Τον κοίταξα για μια στιγμή, με κοίταξε κι αυτός με βαθυστόχαστη γαλήνη.
-Θα σκορπίσουμε, Οδυσσέα, θα σκορπίσουμε...
Κούνησε το κεφάλι του αργά και συνέχισα:

-Ήμουν πριν με τα παιδιά. Ο Πέτρος μιλάει σκληρά, όμως είναι βαθιά πληγωμένος. Ο Γιάννης φαίνεται πιο ήρεμος, όμως η γλώσσα του στάζει φαρμάκι. Η Ελένη και ο Νίκος πασχίζουν να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη. Δεν θέλουν να το πιστέψουν. Η Φωτεινή περιφέρεται σιωπηλή. Κάπου-κάπου ψιθυρίζει λόγια για τη μοναξιά. Ο Ανδρέας μας κοιτάζει καχύποπτα, ως εισβολείς στα ιερά άβατα. Την Μαρία δεν μπόρεσα να την καταλάβω. Αυτή είναι πιο νέα, νομίζω θα φύγει. Η Ηλέκτρα έγινε σκληρή, ο Άρης χάνεται στη σιωπή...
-Εσύ, τι κάνεις; με ρώτησε.
-Αυτοσαρκάζομαι! Κάποτε δάκρυζα στο άκουσμα των μεγάλων ονομάτων, τώρα κουράζομαι. Ώρες-ώρες οργίζομαι. Νιώθω τη μνήμη να με περισφίγγει και μου ’ρχεται να φωνάξω:
-Αφήστε τους ήρωες να ησυχάσουν στον τάφο τους.
Τους λυπάμαι όλους αυτούς που, κάθε φορά, μου θυμίζουν την αντοχή τους. Κάποτε ένιωθα συγκίνηση που ήμουν η συνέχεια, τώρα αισθάνομαι ένοχος. Έγραψα μια ιστορία που έμεινε μισή...
-Θέλω την ιστορία σου, μου ζήτησε ήρεμα.
-Έρχόταν λέει από μακριά. Κανείς δεν ήξερε με ακρίβεια από πού. Κανείς δε ρωτούσε να μάθει. Όλοι περίμεναν συνταγμένοι στο μικρό υπερώο. Οι ετοιμασίες για την υποδοχή ήταν από ώρα τελειωμένες. Σε μια στιγμή ακούστηκε η καμπάνα. Όλοι κοιτάχτηκαν, δεν έλειπε κανένας. Μερικοί σταυροκοπήθηκαν, άλλοι βλαστήμησαν. Είχε φτάσει η ώρα. Από μακριά ακούστηκαν ποδοβολητά αλόγων. Σαν έφτασε η άμαξα μπροστά στο πλήθος, κανένας άνθρωπος δεν φάνηκε. Τότε, ένας νέος μίλησε: «Τον είδα, είπε. Να! εκεί πέρα. Όταν έφτασαν στο ποτάμι, τα άλογα σταμάτησαν να πιουν νερό. Εκείνος σηκώθηκε και περπάτησε στον ουρανό». Ποιος ήταν; άρχισαν όλοι να ρωτάνε. Απόκριση δεν πήραν και σκόρπισαν. Άλλος άνοιξε το μαγαζί, άλλος τράβηξε για τα χωράφια. Μόνο μερικοί αργόσχολοι περικύκλωσαν το δάσκαλο. Μου το ’παν για παραμύθι, έλεγε εκείνος, όμως μπορεί και να ’ναι αλήθεια. Ζούσε πάνω στο βουνό. Τον άφησαν φρουρό κι αυτός μάζεψε τα κόκαλα των συντρόφων του κι έφτιαξε μια σκοπιά. Κάρφωσε το φεγγάρι απ’ έξω για φύλακα. Τις νύχτες, τριγύρναγε στο σκοτάδι κι οι λύκοι τρόμαζαν. Κάπου-κάπου ακούγονταν οι μακρινοί λυγμοί των ανθρώπων...
-Αυτή είναι η ιστορία μου, Οδυσσέα.
-Αυτή είναι η ιστορία μας, απάντησε αυτός».
Άφησα κάτω τα χαρτιά και σηκώθηκα. Όλοι σηκώθηκαν. Άνοιξαν την πόρτα και, σιωπηλά, ένας-ένας έφευγαν.
-Σταθείτε, τους είπα.
Μόνο η Ελένη με κοίταξε λυπημένα.
Τα γραφεία άδειασαν. Μάζεψα τα αποτσίγαρα και άνοιξα τα παράθυρα.
Καθώς περίμενα να αεριστεί ο χώρος, το βλέμμα μου έπεσε στη μεγάλη φωτογραφία του τοίχου. Είχα την αίσθηση πως μου χαμογελούσε παρήγορα.



Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο Ενθαλπία, Ιωάννινα 2007