Ποιήματα Ενθαλπίας


Άνθη

Τις ώρες αιχμής άλλαζε χρώμα.
Έτσι περνούσε απαρατήρητος
και ασφαλής.
Κάποια φορά ξεχάστηκε
σ’ ένα μοναχικό τριαντάφυλλο.
Χιλιάδες μάτια τον περικύκλωσαν.


Επιστροφή

Θα γυρίσω...
Αργότερα, αργά,
δεν ξέρω πότε.
Όταν σωπάσουν οι άνεμοι.
Όταν στερέψουν οι λέξεις
και μάθουν τα μάτια σου να μου μιλούν.
Όταν τελειώσουν οι θυσίες
και οι κραυγές σου γίνουν ψιθυρίσματα.
Όταν τα όρη συμφιλιωθούν με τον ουρανό
και οι αστραπές γίνουν παιγνίδι.
Θα γυρίσω...


Δικαίωμα

Δικαίωμα κανένα δεν εκράτησα,
μήτε να ψιθυρίσω τ’ όνομά σου
στα σύννεφα του δειλινού,
μήτε στα όνειρά μου να σ’ αγγίξω.
Μόνο που σε ταξίδεψα κρυφά,
σου στόλισα τα μαλλιά
και σε ζωγράφισα λευκή στη νύχτα.
Δικαίωμα κανένα δεν εκράτησα
μήτε το γέλιο σου να χαρώ,
μήτε το δάκρυ του φεγγαριού σου
να σκουπίσω.
Μόνο που σε τραγούδησα
με νότες κωδικές,
με ήχους σιωπής.
Δικαίωμα κανένα δεν εκράτησα.
Ερωτική συμφωνία

Έτρεχε, έτρεχε.
Και ξοπίσω της μαύρα μαλλιά,
μακριά μαλλιά
και πίδακες νερού γαλαζοκίτρινοι
και σύννεφο φωτιάς.
Και μάτια, πολλά μάτια
και λέξεις άφωνες .
Και οι σταγόνες της βροχής πεταλούδες.
Και ο άνεμος ακίνητος, ζεστός.
Και ο δρόμος πυρακτωμένος
και οι σταγόνες ιδρώτας.
Και τα χείλη μισάνοιχτα, υγρά
και φιλήδονα.
Και οι άνδρες πολλοί,
με βήμα μετέωρο σε παγωμένη κίνηση.
Και οι σταγόνες της βροχής μαργαριτάρια
και το σύννεφο της φωτιάς γαλαζοκόκκινο.
Και τα πόδια γυμνά.
Ολότελα γυμνά απ’ τα ακροδάκτυλα
ως τη κρυφή σχισμή.
Και τα μαλλιά μαύρα
και τα μαλλιά μακριά.
Και το επιφώνημα άλαλο.
Και η επιθυμία που φούσκωνε
κρυφά στα σκέλη.
Και τα χέρια φτερά που διέγραφαν κύκλους.
Και δυο γραμμές νερού να σμίγουν ανάμεσα στα στήθια
και πολλές γραμμές νερού ανάμεσα στα πόδια.
Και μάτια, πολλά μάτια.
Και πολλά κάρβουνα στα μάτια
κι αχτίνες πύρινες.
Χόρευε, χόρευε.
Και καταρράχτης η μουσική
κι η βροχή ξαναμμένη,
και ο πόθος διασπασμένος
σε χιλιάδες μόρια
λαχανιασμένα.
Και τα μαλλιά μαύρα και τα μαλλιά μακριά
και τα μαλλιά τρεΛλά.
Και το κορμί γυμνό και το κορμί λυτό.
Και η γαλήνη θάλασσα ,
η ελευθερία κύμα.
Και τα πόδια που σήκωναν πίδακες νερού γαλαζοκίτρινους.
Και οι ρώγες σκληρές που διαπερνούσαν
τη λαχτάρα του αέρα.
Και οι άνδρες ακίνητοι,
και η σιγουριά κομμένη ανάσα
και η δωδέκατη εντολή
διαλυμένη φράση.
Και όλες οι εντολές διαλυμένες λέξεις.
Γελούσε, γελούσε.
Και οι σταγόνες της βροχής
φωτεινοί κρύσταλλοι
και οι σταγόνες της βροχής πεταλούδες.
Και οι πεταλούδες όμορφες χορεύτριες.
Και το γέλιο μουσική, το γέλιο φλόγα.
Και ο έρωτας ποτάμι,
ο έρωτας θάλασσα,
ο έρωτας άνεμος.
Κι ο έρωτας σύννεφο φωτιάς γαλαζοκόκκινο.


Τραγούδι

Γελάς στα παραμύθια μου
και χορεύεις,
γαληνεύω
και φεύγεις.

Τρελή ονειροφόρα
πού κατοικείς;

Ρόδο πορφυρό
σε στολίζει,
γαλάζια πυρκαγιά
με τυλίγει.

πως να σ’ αγγίξω;
Τι να πεις

Η καγκελόπορτα στο κενό
και ο ήλιος που σέρνεται
κάτω από τα σκοτεινά πρόσωπα,
και τα άνθη ανυποψίαστα
στα χωματένια βάζα,
και ο ήχος των αμήχανων βημάτων.
Μακρινή βροχή,
σταγόνες πίκρας ξεψυχισμένες.

Ελάια, Ελάια...
Γυρεύω τον έρωτα στα υγρά σύμφωνα,
και το όνειρο ζεστό,
το όνειρο κρύο,
και η νύχτα απέραντη,
η μέρα ξένη.

Αμέτρητες τελείες πίσω απ’ τις λέξεις.


Σύμβολα

Αχρήστεψα τις λέξεις μου
κατασκευάζοντας σήματα επικοινωνίας,
πώς να σου πω, σ’ αγαπώ
στις ιερογλυφικές γραφές μου;



Βροχή

Διάφανο κρύσταλλο
αρνείται το όνειρο.

Μέσα σιωπή,
έξω σιωπή.
Ομοίωμα ύπαρξης
στο σβησμένο δρόμο.
Γέλια σαρκαστικά,
γέλια δύστυχα.
Πιέζω τον κρόταφο,
αναστέλλεται η έκρηξη.

Η νύχτα θρηνεί τον βιασμό της.


Τοπίο

Άμορφη η εικόνα
στέλνει ικεσίες στο μέλλον,
σωπαίνουν τα όρη,
η θάλασσα χάνεται.
Άδειος ωκεανός
κι η μνήμη ζητιάνα.
Αργά φεύγει το ποτάμι,
κρύβουν τα δένδρα τη γύμνια του,
και τα πουλιά χορεύουν
να ξεχάσουν τη δίψα.
Έπνιξε η γνώση τον πόθο
κι ο παλμογράφος χαράζει ευθείες,
πρόσωπα, βλέμματα, φωνές,
ο θάνατος να σε παίρνει.
Λιώνει το δάκρυ το πλακόστρωτο,
αποτύπωμα στην επίπεδη πόλη.
Κουρασμένη χορεύτρια,
θρηνεί απόκρυφα το βιολί.
Τελετή

Σέρνουν το φεγγάρι στο λιμάνι,
διάφανο πρόσωπο,
η Άννα στολίζεται.
Προβολείς θρυμματίζουν τη νύχτα,
παραμερίζω.
Αναγγέλλεται η άφιξη του τενεκεδένιου βασιλιά,
δραπετεύω.
Οι λέξεις γίνονται ρυτίδες,
διαγράφω.
Η Άννα βαδίζει, τελευταία παράσταση.
Ζωγραφισμένο χαμόγελο,
συγκόλληση,
καπέλα υποκλίνονται.

Λόλα ποιο είναι τ’ όνομά σου;


Ερωτικό

Ένοχο βλέμμα ζωγραφίζει στο ταβάνι
γυμνόστηθη φαντασία με περισφίγγει.

Ποτό, μουσική,
φώτα λιπόθυμα,
μάτια παραδομένα.
Ανάσα γρήγορη,
κραυγή συντονισμένη.
Αμήχανα χέρια ψαχουλεύουν
την απουσία σου.

Άτιτλο


Η ζωή μου ανυψώνεται στο κενό,
φυτεμένη σε μιαν αιωρούμενη ελπίδα.
Απόδραση

Σκαλίζαμε την πέτρα,
άσπρη πέτρα, νύχια σκληρά,
κόκκινη πέτρα.
Καρτερούσαμε τα πουλιά
να φέρουν σπόρο,
να φυτέψουμε δένδρα δυνατά,
να ρηγματώσουν τον βράχο.
...Δεν ήρθαν.

Ακολουθήσαμε τα σημάδια του λύκου
στον ίσκιο του βουνού.
Άγνωστο πέρασμα.
Άλλη κοιλάδα πέτρινη,
στόμα πικρό,
αλμυροί δρόμοι,
χέρια σχισμένα,
δάχτυλα σφιγμένα,
...το καράβι.


Συνάντηση

Ο ένας πήγαινε στη Δύση,
η άλλη στην Ανατολή.
Συναντήθηκαν μιαν ώρα σκοτεινή.
Άναψαν φωτιά να κοιταχθούνε.
Φοβήθηκε η νύχτα την αυγή
και προσπέρασαν...

Η φλόγα έκαιγε στην κοιλάδα,
ανάμεσα στην Ανατολική
και τη Δυτική έρημο.

Άγγιξε λίγο τον ορίζοντα για να χαθεί,
μα πάλι σηκώθηκε περιμένοντας
το άλλο μισό του χρόνου.

Από το ημερολόγιο μιας γυναίκας

Επαναλήψεις 

Όλα ήταν ίδια με χτες. Οι ώρες, τα λεπτά και οι δρόμοι. Το άσπρο δωμάτιο, η λάμπα του ηλεκτρικού, η φωτογραφία του τοίχου. Κι η ανάσα του ίδια κι αυτή. Ήθελα να βυθιστώ σε μιαν αγκαλιά, όμως την είχε ξεράνει ο χρόνος. Ήθελα να κλάψω, ήθελα να φωνάξω, μα ήταν όλα ίδια με χτες, όλα ήταν ίδια με αύριο.

Στιγμιαίο 

Έπιασα το χέρι του, έτσι σε μια τυπική χειραψία κι ένιωσα ποτάμι το αίμα στις φλέβες μου. Κοίταξα τα μάτια του, έτσι σε μιαν απλή διασταύρωση και ένα πύρινο ρεύμα διαπέρασε το κορμί μου. Ύστερα τίναξα τα μαλλιά μου πίσω και όλα πάγωσαν.

Πρόσκληση

Διώξε τον βιαστή απ’ τη χούφτα σου κι άσε τα ακροδάχτυλα ν’ αγγίξουν τις ρώγες μου. Διώξε την πείνα απ’ τα μάτια σου κι έλα να βυθιστείς στα δικά μου.

Γυμνή συνήθεια

Σε θυμήθηκα απόψε. Την ώρα που σκόρπιζα τα εσώρουχα στο πάτωμα, την ώρα που η μεθυσμένη του ανάσα με πλησίαζε. Μικρή, ατίθαση και ωραία, κάθε φορά που το κορμί σου λαμπάδιαζε, άνοιγες την αγκαλιά σου και γέμιζες αγάπη. Σε θυμήθηκα, όταν έγειρε η ράχη μου γυμνή και κρύα από την συνήθεια.
Σε θυμήθηκα εαυτέ μου.

Θλίψη

Γέμισε απόψε ο καθρέφτης μου ρυτίδες.


Ειδήσεις

Ένα κίτρινο φύλλο χάθηκε. Ένα πουλί
κεραυνοβολήθηκε στις γραμμές υψηλής τάσης. Μια γυναίκα δάκρυσε, πίσω από την τζαμένια πόρτα.

Η μοναξιά και τα χρώματα

Στα χρώματα ταξίδεψα,
χόρεψα,
στα χρώματα γυμνώθηκα.
Τώρα,
γυρίζω σε μένα
αλύτρωτη.
Θυμάμαι την ανάσα σου
και φοβάμαι,
σκέφτομαι την ανάσα σου
και φοβάμαι.
Όλες οι ανάσες
κρυώνουν το κορμί μου.

Το τέλος

Εν αρχή ην ο Λόγος,
πανάρχαια διαθήκη
η φοβέρα του θεού.

Ιδού, εγώ εν μέσω θυέλλης.
Αλεξίσφαιρα οχυρά με συσκέψεις.
Λέξεις υπέρθερμες
συγκολλούν την θρυμματισμένη ιστορία.
Πατέρες προσεύχονται,
οι Άγιοι δραπετεύουν από τις εικόνες.
Γυρεύω καταφυγή.
Ρήτορες διαμοιράζουν τα ιμάτιά μου,
έπη ανασύρονται για να ξορκίσουν
την εισβολή και τους δαίμονες.
Μορφές μυθικές υψώνουν ασπίδες,
κανείς δεν θα περάσει,
κανείς δεν απόμεινε για να προστατευθεί.
Ιερείς εξαγνίζουν προγονικά σύμβολα,
τρύπια η σημαία στην κερκίδα.
Αναμνήσεις ηρώων ταξιδεύουν στο μέλλον,
γιγάντια πλάνη με παιδεύει,
η Άγνοια με απειλεί...

Η έβδομη μέρα

Εγώ ανέβηκα στο λόφο,
όμως ο ήλιος με περίμενε στο βουνό.

Και μετά την τρομερή καταιγίδα των λέξεων,
η γαλήνη. Σου λέω καλημέρα, μου λες, αύριο. Η έβδομη μέρα αργεί ακόμη να ξημερώσει και τα παιδιά θα χαθούν, κυνηγημένα από τον αχό των χειροκροτημάτων.
-Πώς να φυλάξω την μνήμη μου στα βίαια προσκλητήρια των ηρώων, πώς να σε υπηρετήσω τενεκεδένιο βασίλειο;
Η έβδομη μέρα αργεί να ξημερώσει και η αλήθεια περιπαίζει την υπομονή μου.
Τώρα γυμνός, γυμνό σε θωρώ.
Εκεί συνάντησα τους γίγαντες,
λασπωμένους και πενθοφορούντες,
σε θέσεις ιεραρχίας ζωγράφιζαν αγάλματα.


Νόμιζα πως ήσουν νέος

Νόμιζα πως ήσουν νέος,
αλλά, γελάστηκα.
Δεν λέω προδόθηκα,
γιατί τα λόγια τα σπουδαία
γίναν κουρέλια.
Έτσι το λέω,
γελάστηκα.
Η ιερότητα των δεσμών
συνετρίβη,
οι λέξεις των αισθημάτων γέμισαν
αρρώστια...
Αν πέθαινες,
μπορεί
να σε θρηνούσα,
όμως
εγέρασες.
Λευκή νύχτα

Τη φώτιζε ο ανθόκηπος
και της χαμογελούσε.
Όμως,
Αυτή θρηνούσε το πνιγμένο φεγγάρι.

Ολυμπία

Δραπέτης από το κοιμητήριο της συνείδησης,
ρεμβάζω στην κοιλάδα του ήλιου.

Μη,
θα ξυπνήσεις τη γη που κοιμάται.
Μη, θα ταράξεις τη γαλήνη της ελιάς.
Μη, θα θυμώσεις τον αέρα
που χαϊδεύει τα φοινικόφυλλα.

Μην απαντάς,
οι πρόγονοί σου προφυλαγμένοι
από την επέλαση των αιώνων,
μεθάνε στη σιωπή του ευκαλύπτου.

Μη,
στην ασημαντότητα των καιρών σου,
θα μολύνεις το χαμόγελο
του λευκού θεού.

Το μέλλον


Ιερές μνήμες με φύτεψαν
στον επερχόμενο αιώνα.
Ουρανόγραμμα

Πίσω από τη μαύρη κορυφογραμμή
του μικρού σούρουπου,
ασημένιες ουράνιες ρυτίδες
και μικρές φωτιές μετέωρες,
και η ανταύγεια από τη μεγάλη πυρκαγιά
του μέλλοντος.
Η έφοδος

Χάθηκε η Άνοιξη στο χιόνι,
και τα πουλιά που την περίμεναν
κρύωσαν.
Και τα παιδιά που την περίμεναν
ξεχύθηκαν στους γυμνούς λόφους,
με τα μάτια πυρωμένα,
με τα χείλη σφιγμένα από θυμό.
Και όπου πατούσαν η γη έλιωνε,
και όπου κοιτούσαν, άναβαν φωτιές.
Οι άλλοι φώναζαν πίσω από τα τζάμια,
και το τοπίο ρηγματώθηκε περιμετρικά,
ώσπου βυθίστηκε,
και τα παιδιά ολόχρυσες σκιές
στον ορίζοντα
χόρευαν με τα πουλιά.

Κρυφό χαμόγελο

Θραύσματα σκιρτημάτων
τυφλώνουν την εικόνα του καιρού μου.
Λόγια εξόριστα,
διασπούν τον κλοιό της σιωπής,
προφητείες λευκές σε μαύρους στίχους.
Υποψία παλμικής κίνησης
στα κύτταρα των παραλυμένων αισθημάτων.
Συλλέγω μηνύματα αφύπνισης,
ανασαίνω.


Η μοναξιά των θεών

Συνάντησε, μια ήρεμη αυγή,
ο Ιησούς το Δία.
-Δεν ήξερα πως είσαι αληθινός,
νόμιζα πως πολεμούσα δοξασίες.
-Κοινή η μοίρα μου με τη δική σου
βασιλιά,
υπάρχω όσο υπάρχουν αγωνίες.
-Σωστά στοχάζεσαι, μα πες μου τώρα,
γιατί σε μένα η τιμή του βασιλιά;
-Γιατί κυριαρχείς μες τους αιώνες.
-Δία, πατέρα των θεών
τη δόξα μου μη τη ζηλεύεις.
Εξόριστος είμαι κι εγώ
στους ουρανούς του ανθρώπου.
Ανασυνθέσεις
1.

Κλειστή πόρτα στο πρόσωπό μου.
Άχρηστες νύχτες,
πώς να κινήσω ξανά
στους λιωμένους δρόμους;

2.

Όταν λιγόστεψε το φως,
έγινε ένα με τη σκιά της,
φευγαλέο χαμόγελο, ανάλαφρο φάντασμα.
Ποιος θνητός
στους ήχους των σκοτεινών τοίχων;
Ποιος γενναίος,
ποια η φυγή και ποια η απόδραση;

3.
Χάραξε το αύριο
στα απόκρυφα του κορμιού της.
Ζωγράφιζε στον άνεμο,
και κάθε που έβγαινε το φεγγάρι,
χάιδευε το όνειρο ψιθυρίζοντας:
Αύριο.

4.
Δρασκέλισε τα κάγκελα
και σίμωσε στη φοινικιά.
Αργό το βήμα
ήρεμη η ματιά,
σιγανή η φωνή,
γύρισα.
Στις δακρυσμένες ταράτσες
του χαμογέλασαν.

5.
Θαλασσοπούλια πήραν τα μάτια μου,
καράβια φόρτωσαν το κορμί μου.
Λύγισε ο αέρας τον ίσκιο μου.

6.
Σκαμμένη γη το κορμί μου,
πυρπολημένη βρύση
το φιλί σου.
Ξερό ποτάμι τα μάτια.
Άδεια τα χέρια…

7.
Σαν ήρθε η ώρα,
εμείς, ψιθύρισες κι έφυγες.
Εμείς, μουρμουρίζει το φεγγάρι
χαϊδεύοντας τη θάλασσα.
Εμείς, φωνάζω κι εγώ τις νύχτες
στη σκιά μου.

8.
Μια σταγόνα αιωρούμενη,
δεν πρόλαβα.
Ομόκεντροι κύκλοι διαταράσσουν
την ισορροπία του νερού.
Ένα, δύο, τρία, …., τίποτα…

Η άλλη μέρα θα είναι νύχτα.

9.
Βρέχει…
Δεν έχω αγάπη,
δεν έχω πίκρα
δεν έχω θλίψη.
Άσκοπα βρέχει.

10.
Φυσάω τη φωτιά και σβήνει
από το διοξείδιο της πίκρας.

11.
Πρώτα έσωσε τα μάτια του,
ύστερα την καρδιά του.
Σαν βγήκε ο ήλιος
είδε ένα άχρηστο κορμί
να παλεύει με τα κύματα

12.
Κουράστηκα παιδικέ μου μάγε
στο πέτρινο δάσος
ολόλευκος τις νύχτες,
γύρνα με πίσω
να αλλάξω τα όνειρά μου.

13.
Μια προσμονή δίχως τελειωμό,
αχρήστεψε τις στερνές ευαισθησίες.
Τώρα, όλα φαντάζουν φυσιολογικά
και χωρίς όρια.

14.
Με ακολούθησαν.
Στα κακόφημα αρχοντικά
περικύκλωσαν τη σκέψη μου.
Στο τραπέζι κατέθεσαν
τα πειστήρια
-αποτυπώματα γυμνών ποδιών-
Είναι δικά μου φώναξα,
κι έφυγα ένοχος.

15.
Όταν γκρεμίστηκαν τα τείχη,
βγήκε ξανά η ελπίδα,
και τώρα πώς να τη σηκώσω
στα κουρασμένα μου χέρια.

16.
Ποιος παραφυλάει
τις ώρες που ταξιδεύω
στις σιδηροτροχιές;
Ποιος παίρνει τη μορφή μου,
φοράει τα μάτια μου,
Ποιος;

17.
Μετρούσα την απόσταση
που με χωρίζει από το ταβάνι,
μέχρι που χάθηκε το παράθυρο
και το μαρμαρένιο κτίριο
ζωγραφίστηκε στο πάτωμα.
Είχαμε πολλά να θυμηθούμε,
πολλά να ξεχάσουμε
στην φλεγόμενη ανυπαρξία..

18.
Γυρίζει στους καταρράχτες,
αναζητάει το άλλο μισό
από το σφύριγμα του τρένου,
χάνεται στα αφρισμένα νερά.
Δρασκελάει το κατώφλι μου
και χαμογελάει
στη φωτογραφία του τοίχου.
Πλησιάζει τις πυρωμένες πλάκες.

Διαστέλλονται οι πλατείες.

19.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή,
όμως ζητούσαμε διαφυγή
μέσα από τις χαραμάδες
20.
Το ρολόι κουδούνισε δυνατά,
νόμισε πως είμαστε κοιμισμένοι.
Όμως εμείς αγρυπνούσαμε
στο διπλανό δωμάτιο,
μετρώντας το βάθος του πηγαδιού.



Αποχαιρετισμός

Χάρισέ μου λίγο ουρανό
απ’ τα μάτια σου,
και δυο φιλιά
και μια ευχή.

Αν κάποτε αισθανθείς
πως κάτι σου λείπει,
μήνυμα στείλε.

Εγώ θα κατοικώ
σε μιαν ανάμνηση.


Ο χώρος και ο χρόνος

Ένας στρόβιλος ρυθμικός
σκόρπισε τους στίχους μου.
Τώρα φαντάζουν
ως έλικες κινουμένων ηλεκτρονίων,
ως άνθη στιγμιαίου σχηματισμού,
ως παλλόμενη θλίψη.


Διαπιστώσεις

Στον πρωινό καφέ
καλωσορίζουμε την ίδια μέρα.

Και ο έρωτας μακρινός,
μοναχική συνωμοσία
νυχτερινή.


Το μηδέν και το άπειρο

Μια μέρα που ξεχάστηκα
παρατηρώντας
τα μικρά άσπρα καράβια,
δραπέτευσαν όλα τα γιατί μου.

Είπα: αυτή δεν είναι η ζωή,
είναι ο θάνατος,
κι είδα την γαλήνη να αγκαλιάζει
τη θάλασσα.

Μια μέρα που χάθηκα
κοιτώντας τα σύννεφα
στον πορφυρό ορίζοντα,
δραπέτευσαν όλες οι θλίψεις μου.

Είπα: αυτή δεν είναι η ζωή,
αυτός δεν είναι ο θάνατος,
Κι ένιωσα τη σιωπή του ουρανού
να διαγράφει τα όρια.



Επίλογος

Απείθαρχοι στίχοι
μαστιγώνουν τη γύμνια,
διασπώ την αλληλουχία των λέξεων,
συνθέτω σιωπή.


Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο «Ενθαλπία», Ιωάννινα 2005