Ήταν εκεί η θάλασσα


 Ήταν εκεί η θάλασσα. Και πολλά άσπρα καράβια. Και ο ήλιος ασάλευτος, μια ανάσα από την επιφάνεια του νερού.
Κι έλεγα, τώρα θα σμίξουν. Και χιλιάδες κομμάτια θα πυρακτώσουν τα κύματα. Και πίδακες ολοπόρφυροι θα στολίσουν τον ουρανό. Και θα ταραχθεί το στερέωμα. Και θα μείνει άλαλη η κραυγή του φόβου.
Κι έλεγα, είναι η ώρα να παραδώσω τις ενοχές μου. Όμως, ο ήλιος καρφώθηκε εκεί, μια ανάσα πάνω από τη θάλασσα, μέχρι που ήρθε η νύχτα και τον πήρε.
Τότε, μια γυναίκα με πρόσταξε:
-Έλα!
Κι ήταν η προσταγή γλυκιά και η φωνή γνώριμη.
-Μητέρα! ψιθύρισα.
Δεν αποκρίθηκε. Μου έδειξε όμως την τριανταφυλλιά στην αυλόπορτα.
-Όλοι διψάμε, της είπα κι εκείνη έφυγε.
-Πρέπει να γυρίσω πίσω, σκέφτηκα.

Ήταν ένας δρόμος μακρύς, στεφανωμένος με βάγια. Κι επάνω, ψηλά πεύκα, γέρικα πεύκα. Κι επάνω, ο άνεμος. Και τα πουλιά αόρατα, απανταχού παρουσία. Και στην πύλη ένας βασιλικός πλατύφυλλος, και πίσω από την πύλη η πλατεία άδεια, και τα παραθυρόφυλλα κλειστά, και η γερόντισσα ορθή, σαν ίσκιος στο κεφαλόσκαλο.
-Πού πήγαν; τη ρώτησα.
-Πέθαναν, μου είπε.
-Κι εσύ;
-Κι εγώ πέθανα!
-Θεέ μου! στέναξα.
Μου αποκρίθηκε ο άνεμος μ’ ένα ψιθύρισμα παράξενο, έξω απ’ τον τόπο. Κι είδα την τριανταφυλλιά διψασμένη στην αυλόπορτα.

Ήταν εκεί ο ελαιώνας, χρυσοπράσινος. Κατέβαινε τους μικρούς λόφους και χανόταν στο πέρασμα των ορέων.
-Εδώ θα αναπαυτώ, σκέφτηκα. Προφυλαγμένος από την ανάμνηση των σκληρών βράχων, από τη βοή του πλήθους, από το σύνθημα του χρέους.
-Εδώ, θα σε κοιτάξω κατάματα ουρανέ. Δεν σου χρωστώ. Τη θύμηση πασκίζω να γαληνέψω. Με το φόβο να συμφιλιωθώ, με το φόβο. Όλους τους ξένους που κατοίκησαν το κορμί μου ν’ αγαπήσω.

Ήταν εκεί μια κοιλάδα. Κι ένα παιδί που έπαιζε στη ερημιά. Χτυπούσε μια μπάλα στην απέναντι πλαγιά κι αυτή γύριζε πίσω. Κι ακουγόταν ο ήχος, στα βουνά, δυνατός και επίμονος. Είχε βαλθεί να νικήσει τη μοναξιά, να διαλύσει τη σιωπή.
-Εγώ θα φύγω, έλεγε, συνομιλώντας τις νύχτες με τ’ αστέρια. Άλλοτε, ανέβαινε στα πιο ψηλά κλαδιά της καρυδιάς και νόμιζες πως θα πετάξει. Κρυβόταν πίσω από τους θάμνους, πίσω από τις πέτρες. Να μη φανερωθεί ποιος ήταν. Δεν ήθελε να ξέρουν γιατί έλεγε πως θα γίνει άλλος.
Χτυπούσε την μπάλα ακατάπαυστα και οι νυχτερίδες τρόμαζαν στα χαλάσματα. Το κόκκινο σκιάχτρο του χαμογελούσε κι ο ήλιος έκαιγε.
Ήταν φορές που έπαιρνε στα χέρια του όμορφα κρύσταλλα που κρέμονταν στις ρεματιές, σαν μακριά σπαθιά και έγλειφε άφοβα την παγωνιά. Όμως, τα καλοκαίρια, όταν έβγαινε το φεγγάρι, έπαιρναν μορφή οι σκιές των βράχων, οι σκιές των δένδρων, ηχούσε παράξενα η σιωπή κι ο φόβος θέριευε.
Στάθηκε μπροστά μου. Είχε στα μάτια του, μια βουρκωμένη απόφαση. Τα μαλλιά μπούκλες
-μπούκλες έπεφταν σ’ ένα πρόσωπο άσπρο απ’ τη σκόνη, με χαρακιές σαν πολυδαίδαλες κοίτες απ’ τον ιδρώτα.
-Γιατί με ξέχασες; ρώτησε.
-Δεν είχα θάλασσα, είπα.
Γέλασε. Στην αρχή χαμηλόφωνα, ύστερα δυνατά. Κι ακούστηκε το γέλιο σαν σεισμός στις φυλλωσιές. Και μου φάνηκε πως το βουνό παραμέρισε, αφήνοντας πέρασμα στον ορίζοντα.
-Φόρτωσες ένα καράβι όνειρα κι έφυγες μονάχος, είπε.
Κοίταξα γύρω μου. Το δάσος είχε επεκταθεί στο παλιό ξέφωτο, σημάδι πως οι άνθρωποι είχαν χαθεί από καιρό. Μα, εκείνη η γωνία του σπιτιού ολόρθη στην επέλαση. Μόνο που την είχαν ζώσει οι κισσοί και τα κοτσύφια φώλιαζαν εκεί τώρα. Μαύρα κοτσύφια, με μύτες κεχριμπαρένιες. Όμορφα πουλιά, λυπημένα. Χορταριασμένη η αυλή και τσουκνίδες, πολλές τσουκνίδες στον περίβολο και βατράχια στη στέρνα, αιώνια βατράχια. Πώς να ξεχάσεις;
-Πάμε είπα. Όμως, το παιδί, γλυκά, με πήρε από το χέρι…
-Κάθισε! με πρόσταξε και μου ’δειξε μια πέτρα στον ίσκιο του πλατάνου. Εδώ, θα φτιάξουμε ένα νερόμυλο, συνέχισε.
Έτρεχε, έτρεχε μαζεύοντας πέτρες κι ύστερα, λάσπη από τις όχθες του ρυακιού κι έχτιζε. Έφερε κι ένα αγριόσυκο. Το κάρφωσε σ’ ένα ξύλο και μου το ’δωσε.
-Εσύ, θα φτιάξεις τη φτερωτή, είπε.
-Τι να τον κάνουμε τον νερόμυλο στην ερημιά; ρώτησα.
Με κοίταξε τρυφερά, παρηγορώντας με.
-Θα είναι όμορφος, μου είπε. Θα τον ονομάσουμε ονειρόμυλο!

Ήταν, εκεί, μια πόλη και οι καταρράκτες.
Και εκείνος, αμίλητος, παρακολουθούσε τη ροή του νερού. Κάπου -κάπου στέναζε σιγανά, ίσα που να βγει ο σκοτωμένος αέρας, αλλά, να μην ακουστεί.
Ανθισμένες πλαγιές, χιονισμένοι δρόμοι, κιτρινισμένα δένδρα και η παράγκα που ’βαζε νερό κι αέρα. Εκεί τον έστειλαν χωρίς να το θέλει και δεν μπορούσε να φύγει πριν έρθει η Άνοιξη, η άλλη Άνοιξη. Εκεί, που όλοι ήταν ομοιόμορφοι. Και τα σαββατοκύριακα απέραντα.
Δεν ήθελε να το πιστέψει πως το σφύριγμα του τρένου ήταν το τελευταίο αντίο. Και δεν ήξερε πού έφταιξε.
Πέρασε χρόνος πολύς για να καταλάβει πως δεν έφταιξε κανείς και όλοι πόνεσαν.
-Κουβαλάς μια αρχαία κατάρα, του είπε κάποιος.
-Κουβαλάς μια ευλογία, του είπε ένας άλλος.
Κι αυτός ήξερε πως είχε φορτωθεί και την ευλογία, και την κατάρα. Πρώτα, ήταν οι απολυτότητες που κατέρρεαν, ύστερα, η αμφισβήτηση του συστήματος των ιδεών, του τρόπου ζωής. Και μια αλυσιδωτή αντίδραση που δεν άφηνε μέσα του τίποτα όρθιο.
-Δεν είναι κακό αυτό, έλεγε και έπαιρνε δύναμη για μια ανάσα κι ύστερα πάλι, για μια προσπάθεια. Όμως, τα αφρισμένα νερά ορμητικά τον κατέκλυζαν. Και όσο πάλευε, περισσότερα νερά τσάκιζαν τη θέλησή του. Και όσο προχωρούσε βαθιά στην αμφισβήτηση, δεν είχε από πού να κρατηθεί εκτός απ’ την αγάπη. Κι αυτή του έκαιγε τα χέρια, του έκαιγε το μυαλό. Τότε ήταν, που έβαζε ενδιάμεσους στόχους, να επιβιώσει.
-Ας τελειώσει αυτή η θητεία!
Μα ήταν χρόνια οι ώρες. Κι οι μήνες αιώνες. Και εκατομμύρια τα γιατί. Κι οι άνθρωποι ξένοι. Και τα βιβλία φούντωναν τα σκιρτήματα και οι λόφοι έβαζαν φωτιές. Και το τρένο καθημερινά σφύριζε το τελευταίο αντίο. Και δεν ήθελε κανένας να τον λυπηθεί, παρά μονάχα να τον νιώσει.
Παρακολουθούσε αμίλητος τη ροή του νερού. Ερχόταν κελαριστό, γάργαρο κι ύστερα έσκαγε στα βράχια αφρίζοντας.
Τον έπιασα από τον ώμο. Μου χαμογέλασε.
-Εδώ είμαστε, μου είπε. Αυτή η θητεία δεν έχει τέλος. Θα φύγουμε όταν ξεχάσουμε. Μα δεν ξέρω αν πρέπει να ξεχάσουμε. Δεν φαντάζομαι χειρότερο θάνατο απ’ το λευκό χαρτί.
Κάποιος μου μίλησε για την σιωπή, συνέχισε. Όμως, τη σιωπή την περικλείουν λέξεις, την στολίζουν αισθήματα, σε συντροφεύει με ήχους. Δεν υπάρχει στο θάνατο σιωπή. Κοίτα! Τη βλέπεις αυτή την πεδιάδα; Την έκαψαν παράξενοι κεραυνοί. Γύρευα νερό να σώσω έστω ένα στάχυ, μα είχε λοξοδρομήσει το ποτάμι και δεν είχα σταγόνα μήτε τα χείλη μου να δροσίσω. Δες όμως, πάλι πρασίνισε. Υπάρχει όσο υπάρχουμε.

Ο ελαιώνας, χρυσοπράσινος, κατέβαινε από ψηλά και χανόταν στο πέρασμα των ορέων. Εκεί, το ποτάμι κυλούσε ήσυχα . Χάιδευαν, το νερό, οι ιτιές και τα πλατάνια ανεστραμμένα στον υγρό καθρέφτη. Ακούμπησα σ’ ένα δένδρο γερό.
-Εδώ, θα πνίξω τις εμμονές μου, είπα. Εδώ, που όλα είναι διάφανα και το φως φτάνει βαθιά ως τον πυθμένα. Όμως, αυτές καθρεφτίζονταν στον ουρανό.
Έπνιξα τις σκέψεις μου στη θέα του νερού, καθώς βάρκες, πολλές βάρκες, κατέβαιναν το ποτάμι. Με νέους αμούστακους, κορίτσια άγουρα. Και σημαίες, κόκκινες σημαίες με το σύνθημα: Εις το μέλλον.
-Ελεάννα! φώναξα, Άλκη! Οδυσσέα!
Δεν αποκρίθηκε κανείς. Σιωπηλά κατέβαιναν το ποτάμι. Και καθώς ξεμάκραιναν, ήταν μια απόφαση βουβή που κυρίευε την κοιλάδα. Μνήμες παλιές, πνιγμένες στο σκοτάδι, ξεπηδούσαν από τις χαραμάδες.
Όχι! δεν στέρεψα, είπα κι ας μ’ έχτισαν χιλιάδες πέτρες. Κι ας με λύγισαν αναθεματισμοί, περισπούδαστες αναλύσεις, μακροχρόνιες ασκήσεις σωστών βηματισμών.

Στάθηκε ανάμεσα στις δυο λωρίδες.
-Να φύγω, είπε, όμως, γύρισε πίσω. Χωρίς να το καταλάβει, πήρε την απόφαση να εισέλθει σε μια μεγάλη γενιά. Ήταν όμως, εκεί, κι άλλοι νέοι, χιλιάδες νέοι, όμορφοι νέοι. Κι η θάλασσα, ανθρώπων θάλασσα. Και δακρυσμένα μάτια, άφοβα μάτια και φωνές που κομμάτιαζαν τον αέρα.
-Υπάρχουν μερικές στιγμές, όπου οι άνθρωποι ψηλώνουν απότομα, μου είπε, όταν τον βρήκα εκεί μετά από χρόνια στην ίδια φοινικιά. Κοιτούσε τις μαρμάρινες σκάλες, άδειες τώρα. Κι ύστερα, την καγκελόπορτα ξανά ορθή.
Όταν γύρισε για πρώτη φορά, ο φόβος πολιορκούσε ακόμη τα κτίρια, τον περίβολο, τον ουρανό. Κατέθεσε, εκεί, λίγα λουλούδια, σε μια τελετή μοναχική που δεν πρόλαβε η ιστορία να την καταγράψει. Οι χωροφύλακες, αμήχανοι, τα πέταξαν. Όμως, πρόλαβαν να στείλουν το μήνυμα στο νέο που ανέμιζε τη φωνή του να φοβηθεί το σίδερο.
Δεν ήταν αποκοτιά, είπε. Κι αν ήταν, ευλογημένη να ’ναι.
Την έκλεισα μέσα μου αυτή την ιστορία, συνέχισε. Μη μου τη βασκάνουν γερασμένα μάτια, μην την κουρσέψουν στις τελετές. Είναι η μνήμη ακριβή και στα συμπόσια, κάθε φορά στα συμπόσια, θρηνωδίες που τις βαφτίζουν σαλπίσματα.
-Πού πήγαν τόσα όνειρα; τον ρώτησα.
-Πού πήγαν; είπε κι εκείνος.
Κοίταξε με θλίψη τα άδεια παγκάκια και γέλασε σαρκαστικά.
-Το εβδομήντα εννιά ήμουν είκοσι πέντε αιώνων, είπε. Σιγά-σιγά αποκαταστάθηκε η συνήθης μονάδα μέτρησης του χρόνου.
-Και τώρα, τι γυρεύεις εδώ; Τον ρώτησα.
-Ξέμεινα, είπε, ξέμεινα. Κάθε φορά που έφευγα, με καλούσαν πίσω. Κι όταν γύριζα, μ’ έδιωχναν πάλι. Επέμεινα πως εδώ είναι το σπίτι μου και μου ’δειχναν κάτι χαλάσματα. Έλεγα, "εδώ είναι τα αγαπημένα μου πρόσωπα" κι αυτά περνούσαν αδιάφορα στο άλλο πεζοδρόμιο.
Γύρισε και με κοίταξε με μάτια κόκκινα.
-Εδώ, είμαστε εμείς, τεμαχισμένοι κι ορφανοί. Εδώ θα μείνω!

Οι βάρκες ξεμάκραιναν στο ποτάμι και οι σημαίες και τα παιδιά. Ανέβηκα στο μικρό λόφο, έβαλα τα χέρια αντήλια και τους είδα στην ήρεμη θάλασσα. Ώρα πολλή τους έβλεπα, σκιές στον ορίζοντα, μέχρι που ο ήλιος φίλησε τα νερά. Και τότε ένιωσα πως τον πήραν μαζί τους.
-Η άλλη μέρα θα ξημερώσει πάλι, σκέφτηκα. Θα έρθει το μέλλον. Και το μέλλον του μέλλοντος. Γιατί δεν μπορεί! όπου υπάρχει ο θάνατος, υπάρχει και η ζωή.
Ακούμπησα το κορμί μου στο χώμα κι είδα τα σύννεφα να ταξιδεύουν στον ουρανό. Αργά, πειθαρχικά. Λες κι ένας άνεμος τα οδηγούσε μελετημένα, έφευγαν τώρα μακριά, πίσω απ’ τη θάλασσα, πίσω απ’ την άλλη θάλασσα. Κι ετοιμάστηκε ο ουρανός να δεχτεί τα’ αστέρια, εκατομμύρια αστέρια. Και τότε, μια γνώριμη πάλι φωνή, μου θύμισε τη διψασμένη τριανταφυλλιά.
-Κοίτα! της είπα. Μοιάζουν τα αστέρια με φωτεινά τριαντάφυλλα κι ο ουρανός μ’ ένα ροδώνα. Αν είναι να χαθώ εδώ, ας χαθώ.
-Όχι! μου είπε, όχι!
Έκλεισα τα μάτια μου για να ξεκουραστώ. Είχα ακόμα ταξίδι.


-Εδώ θα ζήσεις, του είπαν, κι είδε μια πόλη ξένη. Μια λίμνη και πίσω ένα βουνό. Και γύρω πολλά βουνά και πάνω ομίχλη και κάτω ομίχλη κι ένα ρολόι που κινούσε αργά τους δείκτες του, μετρώντας τις ώρες σε αιώνες.
-Δεν έχω δύναμη, παραπονέθηκε.
Κανείς δεν τον άκουσε και, μονάχος, πήρε την απόφαση να στερεώσει τον βηματισμό του. Μόνο που ήταν δύσκολες οι μέρες και τα βράδια, όλα τα μερόνυχτα. Και τα κορίτσια πάνω-κάτω στην πλατεία διαλαλούσαν την κλειδωμένη τους αγνότητα.
Κι αυτός, ώρες πολλές, έβρισκε καταφύγιο, εκεί, στην ψηλή πολυκατοικία πάνω απ’ το καμπαναριό, όπου είχε την αίσθηση πως μπορεί να δραπετεύσει στον ουρανό. Κι έγραφε, έγραφε κι ύστερα κλείδωνε τις σκέψεις του στα συρτάρια, να κιτρινίσει ο πόνος.
-Είναι δύσκολο να θυμάμαι, είπε μια φορά.
-Δεν αξίζει, του απαντούσαν. Δεν αξίζει, του έλεγαν καθημερινά κι αυτός θύμωνε. Αρνιόταν τις προτροπές και θύμωνε.
-Δεν θα προδώσω την ανάμνησή μου, έγραφε. Δεν θα την προδώσω, ξανάγραφε.
Ήταν ένα μυστικό συμβόλαιο με τον εαυτό του, μια υπόσχεση, ένας όρκος.
Ήταν τεμαχισμένοι οι δρόμοι κι έπρεπε εκεί υπομονετικά, στο σκοτάδι, να βρει περάσματα. Να ταξινομήσει χιλιάδες ερωτήματα, να μην υποκύψει στον πειρασμό των διαγραφών.
-Δεν υπάρχει ζωή χωρίς το τώρα, του έλεγαν.
-Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς το παρελθόν, έλεγε.
Του έλεγαν, "πρόσεχε". Κι αυτός ήθελε να αναμετρηθεί μια και καλή με τον πόνο.
-Η θα νικήσω, ή θα χαθώ, σκεφτόταν και γύρευε την αλήθεια κατάματα να συναντήσει.
Κι αν ευτελής βρεθείς μπροστά μου,συνέχιζε, θα το ξεπεράσω. Ό,τι μεγάλο μου κληροδότησες, θα το γυρέψω σ’ άλλες αγάπες. Μόνο που πρέπει να το σώσω μες στην καταιγίδα. Για αυτό, μη στέλνεις άλλους κεραυνούς, θα με τυφλώσουν. Και τότε, πώς εγώ τυφλός σε δρόμους τυφλούς θα το ψάξω;
Έγιναν τα μάτια σου μέταλλο, τα λόγια ανάθεμα, τα λάθη μου ερινύες. Και μου ’κλεισες την πόρτα μες στη νύχτα. Και μήτε κερί δεν μου ’δωσες να περπατήσω στις σκοτεινές στοές, μήτε νερό, να υγρανθεί το στόμα μου, να βγει η κραυγή, να ελαφρώσω.
-Θα ’ρθουν όμως καιροί, έλεγε πάλι, που ο σπαραγμός μου θα υμνηθεί. Όταν χαθούν τα ονοματεπώνυμα και γίνει ο καημός μου σύμβολο. Όταν, οι λέξεις θα πάλλονται αυτόνομα και τα άλλοθι της σιωπής σου δεν θα μπορούν να κρύψουν τη μικρότητά τους.

Τα χρόνια περνούσαν κι η ομίχλη εκεί, αιώνια. Κι ήταν αυτή που έδινε ταυτότητα στην πόλη και η βροχή, μαύρη βροχή, πίσω απ’ το τζάμι.
-Ο έρωτας σε φέρνει μια ανάσα από την ψύχωση, του έλεγαν.
Όμως, αυτός έβλεπε το τέλμα και το ονόμαζε αρρώστια, έβλεπε τη συνήθεια και την ονόμαζε θάνατο. Κι έλεγε, "πρώτα να τελειώνουμε μ’ αυτούς τους θανάτους". Κι ήταν δύσκολο. Γιατί ο έρωτας είχε εξοριστεί σ’ αυτή την πόλη, τα όνειρα είχαν επικηρυχθεί. Γιατί οι αδύναμοι είχαν συνασπιστεί για να κρύψουν την ανομολόγητη δυστυχία τους. Κι έχτιζαν κάστρα για να προστατέψουν την ψευδαίσθηση. Κι αυτός δεν μπορούσε να διαβεί την πύλη, δεν ήθελε να τη διαβεί. Κι άλλοι τον χλεύαζαν, άλλοι τον συμπονούσαν. Τότε ήταν που γύριζε πίσω στα κιτρινισμένα χαρτιά, στις παλιές φωτογραφίες και γύρευε καταφύγιο στο φεγγάρι.
Κι άλλοτε, πάλι, επέμενε στη συλλογική προσπάθεια. Όμως, κι εκεί δεν τον καταλάβαιναν, γιατί μιλούσε για περίεργες θύελλες που θα σαρώσουν την έλλειψη τόλμης.
-Πρέπει να αλλάξουμε για να σωθούμε, έλεγε.
Κι οι άλλοι προέβαλαν τους μύθους ως φοβέρα. Κι έχτιζαν ναούς κι άλλους ναούς να προσκυνάνε.
-Δεν θα αντέξουν τους σεισμούς, έλεγε, μα τον περιγελούσαν αναπαράγοντας την ηθική ενός κόσμου που ήθελαν ν’ αλλάξουν.
-Η επανάσταση χρειάζεται πειθαρχία, έλεγαν και εννοούσαν υποταγή.
-Η επανάσταση χρειάζεται έρωτα, έλεγε αυτός, χρειάζεται όνειρα ανυπότακτα. Όμως, μες στην ομίχλη όλοι βάδιζαν ανήξεροι κι ανέμελοι.

Ο ήλιος είχε υποταχτεί στο κρύο αν και ο ουρανός ήταν ακόμα γαλανός. Λες και ήθελε ο κατακτητής το βασιλιά να περιπαίξει.
-Τι να σε κάνω, Θεέ! μου όταν δεν μπορείς να με ζεστάνεις; Έλεγε.
-Όλοι έχουμε την ανάγκη από κάπου να κρατηθούμε, του απαντούσαν.
Κι αυτός που είχε περπατήσει χρόνια στα σκοτάδια, δεν έβρισκε μήτε Θεό, μήτε άνθρωπο να απολογηθεί. Γονάτιζε, τότε, στον ίσκιο του ψηλού δένδρου, στο ξέφωτο, και ψιθύριζε τους καημούς του στον άνεμο.
-Μετανοώ! έλεγε, μετανοώ! Για όλες τις σκληρές αλήθειες που είπα, για αυτές που έγραψα, για αυτές που ένωσα. Για αυτές που γύρισαν πίσω και μ’ εκδικήθηκαν. Όμως είχα μισήσει το ψέμα κι έλεγα πως η αγάπη μπορεί να παιδεύει. Και πολλές φορές οι λέξεις είχαν μαχαίρια, τα μάτια βούρκωναν και προθέσεις έχαναν το δίκιο τους.
-Μετανοώ! έλεγε, για όσο πόνο σκόρπισα. Μα ποιος θα ακούσει τη συγνώμη μου;
-Ποιος θα ακούσει τη συγνώμη μου; Ξανάλεγε κι έπαιρνε τα λόγια του η σιωπή. Και το ψηλό δένδρο στο ξέφωτο, αμίλητο. Και στο βαθύ πηγάδι η ηχώ της φωνής του, και οι λέξεις, που γίνονταν κραυγές κι ύστερα σκόρπια φωνήεντα, σκόρπια σύμφωνα, μια ματαιότητα αδυσώπητη.
Οι δρόμοι δεν είχαν ονόματα ή είχαν ξεχαστεί. Και το ρολόι κινούσε αργά τους δείχτες του διαστέλλοντας το χρόνο, διαστέλλοντας τη μοναξιά.
-Δικάστε με! έλεγε, μα, δεν έμπαινε κανείς στον κόπο του. Και τότε, σκηνοθετούσε η μοίρα τη δίκη του. Και ομολογούσε, ομολογούσε για να ξαλαφρώσει. Όμως, κανείς δεν τον πίστευε. Κανείς δεν τον άφηνε να λυτρωθεί.

-Όλα είναι εφήμερα, του ’λεγαν κι αυτός μιλούσε για την αιωνιότητα των στιγμών. Κι έλεγε, "οι ουρανοί εδώ υπάρχουν". Μόνο που αργούσε αφόρητα να ξαστερώσει κι ήταν εκεί το σύννεφο, γεμάτο θλίψη. Και γύρευε ένα τρυφερό άγγιγμα να πάρει δύναμη, να ελπίζει.
Όμως, είχαν πιστέψει πως είναι άτρωτος, γιατί έμοιαζε διαφορετικός. Κι όλα τα δάκτυλα ήταν ομοιόμορφοι δείκτες που ξόρκιζαν τις κρυμμένες ενοχές. Κι ένιωθε, κάποιες ώρες, πως η μόνη του ελπίδα να υπάρξει είναι να τον λυπηθεί η βροχή, ο άνεμος να τον προσπεράσει.
Κοίταζε τότε τα γυμνά κλαδιά και σκεφτόταν πως δεν υπάρχει έλεος.
-Κι αν έλθεις, έλεγε, κάποια στιγμή, το χάδι σου να μου χαρίσεις, δε θα με βρεις. Αλλού, άλλη μοναξιά θα με ταξιδεύει.
Είχαν πιστέψει πως είναι άτρωτος κι αυτός την πίστη του ζωογονούσε, μέσα στην απελπισία.

Η μοναδική βεβαιότητα είναι η αμφιβολία, έλεγε. Κι αυτοί του μιλούσαν με γνωμικά προγόνων. Με αποσπάσματα γνωμικών. Και θεωρούσαν την ανατροπή, που αυτοί επαγγέλονταν, σαν τη μόνη δίκαιη ανατροπή. Κι αυτός φώναζε πως έχουμε ανάγκη να ανατρέψουμε την ακινησία σε κάθε στιγμή, να υπηρετήσουμε τη συνεχή μεταλλαγή. Μιλούσε για την απουσία, που γίνεται παρουσία ζωογονημένη από το όνειρο, και αυτοί του πρότειναν την πραγματικότητα. Μια άδεια πραγματικότητα. Κι έλεγε μέσα του:
-Εδώ στα λασπόνερα θα σηκώσω τα αστέρια. Ένα-ένα θα τα πλύνω με καθαρό νερό κι αμόλυντα θα τα καρφώσω στον ουρανό, να φύγει το σκοτάδι.
Όμως, οι δρόμοι δεν είχαν ονόματα κι η πόλη είχε τεμαχιστεί σε μαύρα τετράγωνα. Και τα κορίτσια είχαν σφραγίσει τα χείλη τους. Οι επιθυμίες δραπέτευαν απ’ τα μάτια τους, δραπέτευαν απ’ όλο το κορμί.
Έλεγε πως δεν μπορείς να χαρείς, αν όλα δεν τα δώσεις. Και του μιλούσαν για αόρατες πληγές που τις βαθαίνει ο φόβος. Κι απαντούσε πως φόβος μόνο στο θάνατο δεν υπάρχει. Κι έλεγε πως η ερημιά του πλήθους, είναι ο θάνατος, η έλλειψη πάθους, είναι ο θάνατος.
Ο ήλιος είχε υποταχτεί στο κρύο, όμως, κρυφά στα απάνεμα ζέσταινε την ελπίδα. Και φανταζόταν στιγμές, όπου σταματούσε ο ομοιόμορφος βηματισμός κι άρχιζε ο χορός στη μεγάλη πλατεία. Και τότε, έβλεπε τα αγαπημένα πρόσωπα να ξεμακραίνουν χαμογελώντας. Κι έλεγε, "αυτό το χαμόγελο θα λύσει τα μάγια". Μα, ήταν ακόμα αδύναμες οι ηλιαχτίδες κι αργούσε να ξημερώσει.

Όταν τον είδα μετά από χρόνια, εκεί, δίπλα στη λίμνη, με κοίταξε με γαλήνη και μου είπε:
-Δεν είναι η θάλασσα.
-Δεν είναι η θάλασσα, του απάντησα, μόνο που φαίνεται πως ήρθε ο καιρός.
-Όχι! μου είπε. Πρέπει να λατρέψουμε το τώρα και το πριν, να γίνει η ανάμνηση συνάντηση στο μέλλον. Ξέρεις, συνέχισε, τους προσπεράσαμε τους καιρούς μας και στο θρίαμβο της δικαίωσης, ανακαλύπτεις μια καινούργια μοναξιά. Πήγαινε εσύ, μου είπε, σε περιμένει μια διψασμένη τριανταφυλλιά, στο σπίτι με τα αγριόχορτα, στους καταρράχτες, στη μεγάλη πολιτεία. Πρέπει όλοι να ξεδιψάσουμε, πριν ανοιχτούμε στο πέλαγος.

Ήρθε το χιόνι κι έφερε σύννεφο, λευκό, και αστραπές παλιάς μνήμης. Κι είπα, "θα ανασύρω ότι απώθησα, τώρα που μπορώ να τ΄ αντέξω". Και ντύθηκε η νύχτα νύφη. Κι ο φόβος χάθηκε. Και σώπασαν οι κραυγές και οι ψίθυροι σώπασαν. Κι ήταν τα βλέμματα που μιλούσαν και τα αμέτρητα λευκά δάκρυα του ουρανού που άγγιζαν απαλά το χώμα, άγγιζαν απαλά τα δένδρα και χαμογελούσαν.
Κι έβγαλε η νύχτα τα μαύρα που φορούσε. Και σώπασε ο αιώνιος θρήνος. Κι ένιωσα, στον ουρανό, την απουσία που τη σκοτείνιαζε. Κι είπα:
-Σε συγχωρώ, για όσα μου ’κρυψες, για όσα, φριχτά, στα όνειρά μου έστειλες. Θα ζήσω μέσα στις αναλαμπές. Με το πάθος της ανάμνησης. Με του μέλλοντος, του άλλου μέλλοντος την ουτοπία. Είναι Θεά, είναι η δική μου Θεά.
Κι ήρθε το χιόνι κι έφερε τοπίο λευκό. Κι έμοιαζαν όλοι μόνοι, γαλήνια μόνοι. Κι είπα :
-Στείλε μου ένα φιλί. Αμόλυντο θα στο γυρίσω πίσω.
Και τότε ήρθε ένα σημάδι, που ράγισε της πέτρας το στερέωμα.

Ήταν μια βροχή κι ένας ήλιος μαζί. Και ζωγράφιζε, η άλλη Άνοιξη, διαπερνώντας τα σύννεφα, χρυσαφένια ξέφωτα στο βαθυπράσινο λόφο.
-Πρέπει να ξεδιψάσουμε, είπα, μα είναι ο χρόνος λίγος.
-Είναι πολύς ο χρόνος ακόμα, μου αποκρίθηκε η άλλη φωνή. Πάντα ο χρόνος είναι πολύς, αν έτσι το νιώθεις.
-Κι ο πόνος; Δεν τον νίκησα τον πόνο.
-Μήτε σε νίκησε.
-Κι οι πέτρες, τα ξυπόλητα πόδια, η αυγουστιάτικη φοβέρα του ουρανού; Το διστακτικό βήμα στη μεγάλη πόλη, η οπτασία στα ορφανά παγκάκια; Οι δρόμοι χωρίς ονόματα; Τα χρόνια που τα γύμνωσε η αλήθεια;
-Κάθε γυμνό δικό σου. Δεν δείχνει μόνο την ασκήμια, ακτινοβολεί και την κρυμμένη ομορφιά.
-Ποιος θα το νιώσει;
-Αυτοί που θα διαβάσουν τα κρυφά σου μηνύματα.
-Μα θα είναι λίγοι.
-Λίγοι θα είναι για πολύ. Για λίγο πολλοί θ’ αγγίξουν τον παλμό σου. Αξίζει αυτό το λίγο.

Κοίταξα, πίσω μου, τον ελαιώνα. Μπροστά τη θάλασσα και πάνω μου τον ουρανό. Και τότε, ένιωσα να το μιλούν από παντού:
-Το μεγάλο τέλος είναι η αρχή. Γι’ αυτό κι ο ήλιος αρνείται να σμίξει με τη γη και οι χιλιάδες εκρήξεις ματαίωσαν τη μεγάλη έκρηξη.
Το ένιωσα να το μιλούν από παντού και προχώρησα.
Κι είδα πορτοκαλιές ανθισμένες. Και σπίτια λευκά. Και παιδιά να τρέχουν στα λιβάδια. Και καράβια, πολλά καράβια. Κι είδα τους ξένους μου να πλησιάζουν, από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κι όσο με πλησίαζαν φαινόταν το χαμόγελό τους, σαν άσπρο τριαντάφυλλο. Και γινόταν ένα, κι ύστερα, ένα μ’ εμένα.
Κι η γνώριμη φωνή δεν ήταν πλέον προσταγή, ήταν ενθάρρυνση.
-Πήγαινε! πήγαινε!
Κι ήταν εκεί η θάλασσα…

Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο Αλιάνθη, Ιωάννινα 2007