Μονόλογος σε τρεις πράξεις



Α. Το όνειρο

Λιγόστεψε το φως και η μορφή σου θολή. Μπορεί και να ’σαι όνειρο, δεν ξέρω. Μη! Είναι αργά, κουράστηκα, δεν έχω ανάσα.
Πάλι θα σφυρίξουν να ξαναγεννηθώ. Πάλι θα  ’ρθει εκείνο το πουλί με το σήμαντρο στο ράμφος και την ιαχή στα φτερά. Μη! Θα με σκορπίσει η φωνή σου, μη!

Αναίτια ελπίδα ανασαίνει,
χειμώνας ήλιος.

Σβήσε το φως ν’ αποσυρθώ στα παραμύθια μου. Εκεί ψηλά απ’ το λόφο να σου γνέψω. Και να χυθείς στις παπαρούνες. Και να φτάσει το θρόισμα ψηλά,ν’ αναληφθώ. Σβήσε τον ήλιο.

Στίχοι καρφιτσωμένοι
στο όνειρο,
μη την ξυπνήσεις.

Στάζει μια πίκρα απόψε το φεγγάρι μου. Δεν είναι που έφυγα, είναι ο τόπος που εχάθη. Άκου: Δεν είναι σιωπητήριο, είναι η ακέφαλη κραυγή που συλλαβίζει ελπίδες.

Εξαντλήθηκαν τα φωνήεντα
στα επιφωνήματα…

Δεν έχω θάλασσα να σου χαρίσω. Σταλιά, σταλιά την ήπια να υπάρξω. Άλλος εδώ, άλλος εκεί, παντού σπασμοί και σπαραγμοί…

Γιατί τόσο φως
συνθέτει μέσα του
μια νύχτα;

Μη μου θυμίζεις άνυδρους καιρούς. Την εύθραυστη γαλήνη του ωραίου μύθου μου να σώσω.
Πάλι θ΄ ακουστεί, στην πόρτα μου, ο ήχος μες στη νύχτα. Είναι ο άνεμος τις πιο πολλές φορές, τις άλλες κρύα χέρια.
Δεν έχει γυρισμό ο γυρισμός, πού ’ναι το γέλιο σου;

Δυο επίμονα ερωτηματικά
πήραν τη θέση των ματιών
κι έτσι ταξίδεψα.

Θα ’ρθει η άλλη βροχή που νοτίζει τη σκέψη μου. Κι ύστερα, ο Νυμφίος θα καλέσει την Άνοιξη. Πού να κρυφτώ; Άλλη Ανάσταση δεν θέλω. Ας κοιμηθώ. Ας κοιμηθώ έως θανάτου, να μη βλέπω.

Δεν υπάρχουν λιμάνια,
μόνο κοιμητήρια συνήθειας.
Θα περιπλανηθώ ξανά στον άνεμο
και στο γαλάζιο άλλου βυθού,
άλλου ουρανού τ΄ αστέρια
να γυρέψω…

Εδώ που ήρθες πια δεν κατοικώ. Είναι η σκιά μου που συλλέγει αναμνήσεις. Μη με κοιτάζεις, θα χαθώ. Σβήνουν τα ίχνη μου ή πια δεν τα γνωρίζω. Το γιασεμί, πλέκει συρματοπλέγματα το γιασεμί. Να σου στολίσω τα μαλλιά δεν έχω χέρια. Δεν έχω χείλη ικεσίες να ψελλίσω. Κι έρχονται οι μνήμες έρχονται… Πίσω μου σκόνη και μπροστά, μέσα μου σκόνη.

Ώσπου να σβήσει ο λυγμός
άλλος καημός,
άλλου λυγμού βροχή
και προσευχή.

Θα ’ρθει ο μαύρος καβαλάρης, θα με προσπεράσει. Και θα βγει στη σκηνή ο μικρός σαλπιγκτής. Δεν έχω φωνή, δεν έχω οργή, δεν έχω λάβαρα να υψώσω.

Λίγο να σε ξεχάσω,
μια στιγμή να ξεχαστώ,
να ονειρευτώ.

Θ΄ ακουστεί ο αντίλαλος στις εφτά πλαγιές και θα τρέξω εκεί στο παιγνίδι των μεγάλων, μια ευκαιρία γυρεύοντας: Τι ωραία που παίζει, να ξανάρθει!
Θα ακουστεί η ηχώ στις εφτά ρεματιές. Και θα με βρουν εκεί ξυπόλητο, τα κόκκινα σκιάχτρα.
Δεν είμαι εγώ. Τα μεσημέρια πάντα έλειπα…

Βηματισμοί σωστοί
με ήχο κάθετο.
Αδιόρατες αποκλίσεις
στα μαύρα τετράγωνα.
Μην τη ζηλεύεις την ευστάθεια
των νεκρών νοημάτων.

Δεν έχω τίποτα δικό μου, ως ανάμνηση. Ένας άλλος σκούπισε το δάκρυ σου. Βγήκε αργά, από μέσα μου κι εχάθη. Δεν έχω τίποτα δικό του. Μόνο τη θλίψη του.
Πού να στεγάσω την απουσία σου, μέσα μου βρέχει.

Είναι οι ήχοι μου
αιωρούμενο δάκρυ,
φιλί στα ακροδάκτυλα.
Θα φτερουγίσει ή
θα συνθλιβεί;

Μ΄ αρνήθηκες στην ώρα του τον πόνο. Να ωριμάσεις έλεγες κι εγέρασα.

Είν’ οι εικόνες μου τρικυμία,
ήλιος στη νύχτα.
Θα μου χαμογελάσει ή
θα εκραγεί;


Εσύ με ξέχασες. Κι αν με θυμάσαι λάθος με θυμάσαι. Εγώ υπήρξα τότε, πριν και ύστερα.
Μη μου μιλάς. Γέμισε δηλητήριο το σαββατόβραδο.
Ο χρόνος παλινδρομεί, ο χρόνος φεύγει. Η σιωπή γίνεται σιωπή, η σιωπή γίνεται θάνατος.

Θα σβήσω απ΄ τις αγάπες μου
όλα τα ψέματα…
Τι θα μου μείνει;

Πρόωρα θρήνησα τον αφανισμό των οραμάτων. Και κρύφτηκε η οδύνη στ’ αστέρια. Κι έβαψε κόκκινο τον ουρανό. Φωτιά και αίμα.
Μητέρα! κανείς δεν με συχώρεσε Μητέρα! Στείλε σημάδι του θεού κι ας είναι ψέμα.
Μη με κοιτάς, δεν έχω πρόσωπο. Τους ρόλους μου ενδύθηκα κι εχάθη.

Ωραία κοιμωμένη,
με το μισό πρόσωπο
στο κίτρινο του δειλινού
και τ’ άλλο μισό
στο κόκκινο του τελευταίου ήλιου.

Ήρθαν οι πίσω χρόνοι να μου φέρουν νέο σώμα, μα, δε μπορώ να λυτρωθώ, ούτε να τους λυτρώσω, νωρίς που με μεγάλωσαν.
…Κάποτε, ξερό το χέρι θα πέσει στο λευκό χαρτί και θα πάρει εκδίκηση ο ακατέργαστος πόνος
που κιτρίνισε στα συρτάρια. Κάποτε, το χέρι θ’ αρνηθεί τους εύηχους υπαινιγμούς αφήνοντας ερυθρά αποτυπώματα…
Δεν γύρισα να συλλέξω θρήνους, αλαλάζουσες ψευδαισθήσεις, πραγματείες ματαιοτήτων. Την αθανασία των κρυφών νοημάτων γυρεύω.

Πώς να σε φυτέψω λουλούδι μου ακριβό
σε χώμα κίτρινο;
Στην έρημο, πώς να σε σώσω;
Με τι νερό να σε ποτίσω,
που χάθηκε στις πυρκαγιές;
Τι φως, τι ήλιο να σου δώσω
μες στη σκόνη.

Γύρισα πίσω κι έφερα όσα μισά είχα χάσει, μα δεν ταιριάζουν στις υποδοχές, κάποιος στρογγύλεψε τις άκρες. Τώρα συνθέτουν τη ζωή, ασύνδετα αποσπάσματα, στιχουργικές ριπές αυτόνομες, σκόρπιες ιδέες, σε εαρινό τρύπιο τοπίο.

Κρυφά μηνύματα
φέρνουν οι γλάροι στην ταράτσα,
έρχεται χιόνι.

Μετακινήθηκα νοτιότερα. Μοιραίο το ένστικτο του κύκνου. Μ’ ακολούθησε μια κρύα βροχή, σκληρή βροχή, αμείλιχτη. Έκαψε του λεμονανθούς…

Να σε λατρέψω άγνωστε Θεέ,
δώσ’ μου μια στάλα ήλιο
να σωθώ.

Εκατομμύρια σημείων ασυνέχειας, σε μιας ανάσας χρόνο. Όμως, συνέχεια, συνέχεια παντού,
σ’ εκατομμύρια και ένα διαστήματα. Σαν εφιάλτης που ξυπνά το Σίσυφό μου.

Δυο περιστέρια στην κεραία
συλλαμβάνουν μηνύματα,
μαύρα τα σύννεφα.

Ποιος φταίει; Μπορεί να φταίει ο ευμετάβλητος ο ψυχισμός, ίσως η έλλειψη του ιωδίου. Μπορεί να φταίει που γεννήθηκα νωρίς, ίσως η αυγουστιάτικη σελήνη. Μπορεί ο φταίχτης να ’ναι μακρινός, σε δύσκολους καιρούς καλά κρυμμένος…
Μπορεί ο φταίχτης να ’ναι ο αρνητής, μπορεί, αλλόφρονης κατάστασης πραγμάτων.

Στη μια πτυχή
νύχτα λευκή,
στην άλλη ο φόβος.
Ψηλώνει σκιές
ανύποπτο το φεγγάρι.

Δε θέλω να βρέχει. Αλλάζουν χρώμα τα μάτια σου και τα παιδιά φοράνε μαύρες ομπρέλες. Μαύρες λέξεις μου στέλνουν τα παιδιά.
Θα βρεθώ ξανά στη σύναξη. Ένα, ένα θα μου δείξουν τα γραπτά μου και θα μιλήσω με άλλη φωνή, για να γλιτώσω. Με μυστικές παραβολές, με τον ήχο της πέτρας που ραπίζει τον άνεμο,
με τη σιωπή που κρύβει τη σιωπή, με τη σιωπή που την κρύβει η σιωπή…

Τ’ αστέρι που μου χάρισες,
τ’ αστέρι,
πήρε το όνειρο για να το σώσει
και εχάθη.

Γαλήνια πουλιά στους καλαμώνες.Μαύρα πουλιά, θροΐζουσες ελπίδες σε σύννεφο λευκό, παραλυμένο κορμί σ’ ανάμνηση πόθου.


Σβήνουν σκιές,
φέγγουν μορφές,
ανθίζει δάκρυ.


Όταν ο ήλιος μετανάστευσε, μια ηλιαχτίδα ήρθε κοντά του. «Το λιγοστό μου φως, σου το χαρίζω»,είπε. Καθώς περίμεναν τον έρχομό του νέου ήλιου, έδιωξε τις νυχτερίδες, χαμογέλασε στην ηλιαχτίδα του και κοιμήθηκε. Ο νέος ήλιος ήρθε στ’ όνειρό του.



Β. Άλλου ονείρου τ’ όνειρο

Κι εσύ ηρωίδα ποιητική, οπτασία ερήμου,
απλή συνωνυμία να πεις.
Κι αν κλάψεις, μη μου λυπηθείς,
δεν ήξερες.

Δεν γύρισες και όμως ήρθες. Δος μου το χέρι σου, άλλης φλέβας τους παλμούς να μοιραστούμε.

Και τώρα που το όνειρο
το ταξιδεύουν άλλα μάτια,
άλλων κυματισμοί,
τι όμορφα που φτερουγίζει!
Πώς γίνεται η πίκρα που το γέννησε
γαλήνη;

Στο φάσμα του αοράτου, θα συνθέσω νέα χρώματα, υπεριώδη, υπέρυθρα, υπέργεια. Να σμίξει το κόκκινο του δειλινού με το γαλάζιο, ολόλευκα όνειρα να σου χαρίσω.

Χαμογελούν τα δάκρυα;
Χαμογελούν.
Και λάμπουν;
Λάμπουν.
Και οι αναμνήσεις;
Οι αναμνήσεις τι;
Χορεύουνε οι αναμνήσεις;
Χορεύουν.
Και μεθούν;
Μεθούν στα δάκρυά σου.

Α! πως ξανάνιωσαν οι αρχαίες φορεσιές στα λυγερά κορμιά. Εκεί που γδύνονται τη νύχτα, γδύνουν τα σύννεφα, φορούν τον ήλιο τους, περιγελούν το κρύο.

Σ’ άλλη πορεία πάλευες με τα σύννεφα μισή σελήνη, μισή σκοτάδι κι εγώ σε περίμενα στον ανατολικό ουρανό, από συνήθεια, ή μήπως γιατί καρφώθηκα εκεί από μια παλιά προσμονή;
Επιμένει! Επιμένει ο κρίνος στη θεϊκή γονιμοποίηση. Και τα πουλιά φέρνουν νερό στο μισόγυμνο δέντρο. Θ’ ανθίσει…

Αν γίνεις κυκλάμινο
ίσκιος θα γίνω
να σε δροσίσω,
άνεμος να σ΄ αγγίξω.
Αν γίνεις νούφαρο,
νερό να σε κρατήσω.
Αν γίνεις βροχή,
σύννεφο θα ’μαι, πηγή σου.


Θ’ ανθίσει το χαμόγελο  και θα υποκλιθεί η γριά θλίψη.
Μπορεί και να ’σαι όνειρο στο όνειρο, δεν ξέρω. Ίσως δεν έφυγες ποτέ και σ’ έκρυψα για να σε σώσω… να σωθώ… Εκεί που αμείλιχτα η λήθη σβήνει γραφές, μορφές, χαμόγελα κι ελπίδες.

Είπε το σύννεφο:
Τι κι αν χαθώ;
Στον ουρανό
στον άνεμο
η στον ωκεανό;
Νερού σταγόνα ήμουνα,
νερό θα γίνω πάλι.

Δυο γλάροι σ’ έφεραν εδώ του μυστικού των κυμάτων μύστες. Την ύστατη στιγμή, τους έγνεφα κι είδαν το σπαραγμό χωρίς το σπαραγμό, μια θρηνωδία ναυαγισμένου θανάτου.

Χειμωνιάτικη αναλαμπή
χρυσανθέμων.
Κίτρινο, μοβ, μενεξεδί
και μια πινελιά
αθώου μαύρου
κλεμμένου απ’ το βλέμμα σου.

Μιας νοσταλγίας παλιάς τη νοσταλγία γυρεύοντας,ορθώθηκα στον άνεμο για να ’χω ορίζοντα, να βλέπω, μια θάλασσα κυρτή και πέρα άλλη θάλασσα.
Σε άλλων μνήμες κατοικώ, ξένοι με ταξιδεύουν ξένο. Χαϊδεύει αγέραστα κορμιά, στην ξεχασμένη θάλασσα το κύμα.

Και τώρα που η νύχτα στέλνει χρώματα και φως, πώς συλλαβίζουν, τώρα, τ’ όνομά σου;

Ανέγγιχτη σε χίλια χέρια
που υψώθηκαν,
άλλα ν’ αρπάξουν κι άλλα
ν’ αρπαχτούν,
ανέγγιχτη!
Βρέφος ο πόνος,
δεν επρόλαβε ν’ αγαπηθεί.

Θα ’ρθει ο μικρός ταξιδευτής και θα πάρει τη θέση του δίπλα στον άδειο θρόνο. Και θα καλέσει τη γαλήνη να βασιλεύσει.
Και στα ερείπια των ματιών, θα λάμψει το φθινοπωρινό απόγευμα.


Σε χώμα βρεγμένο
δεν πέφτω,
είπε το φύλλο.
Το πήρε ο αέρας.

Άλικο ρόδο στην κλίνη σου, να γείρω, να γευτώ της τελευταίας αθωότητας την ανάμνηση.

Δος μου να πιω,
τις συλλαβές των χειλιών σου.
Στο κύμα σου να βυθιστώ,
ν’ αναδυθώ
απ’ το βυθό των ματιών σου,
ν’ αναληφθώ.
Σε μεθυσμένους ουρανούς
να ταξιδέψω.

Σ’ αφάνισα γιατί σ’ αγάπησα, τι πιο πολύ σου άξιζε να σε θρηνήσω, όχι να σε λυπηθώ. Απουσία που ζωογονείς την παρουσία σου στο όνειρο! ελπίδα, παραίσθηση φθινοπωρινού πυρετού, κίτρινο φύλλο, κίτρινο φως, κόκκινο χώμα!
Απόντος καλοκαιριού ο ύστατος καρπός κι η χλόη ανέλπιστη…
Σε άλλα μάτια φύτεψα τα μάτια σου ν’ ανθίσουν.

Λύσ’ τα μαλλιά στον άνεμο,
δος την ανάσα σου
στον έφηβο που επιστρέφει,
έλα…

Τα χρόνια που με σκόρπισαν, πλέον δεν με ορίζουν.

Λύσ’ το κορμί
να λικνιστεί
σ’ ήλιο καυτό,
τ’ απόκρυφα ν’ αγγίξει
κύμα του νου,
τ’ ονείρου κύμα.

Λίγο πριν εκραγεί στην τελευταία μου αναμονή ο ήλιος, πριν συνθλιβώ στα όρια, υπήρξα. Εξ ευωνύμων και εκ δεξιών, υπήρξα…
Ιδού που τώρα επιστρέφω, φλόγα τρεμάμενη επιστρέφω.

Δυο τρύπες έχει ο ουρανός
και χύνει φως
στο βλέμμα μου που εξακοντίζει
πόνο.

Κάλυψε η ομίχλη την απέναντι ζωγραφιά και φάνηκε αληθινό το τοπίο, με την ανάμνηση των κίτρινων φύλλων, με την απουσία των γλάρων, με τον ίσκιο που γύρευε καταφύγιο, με το βλέμμα που αναζητούσε τη θάλασσα. Κάλυψε η ομίχλη τον πίσω καθρέφτη και κρεμάστηκαν στα μαλλιά κρύσταλλα σπαθιά, η απόγνωση…

Και η παραίτηση
βουβή,
επίμονη
κι ωραία.

Φέγγουν τα μάτια πέρα απ’ το κενό σ’ άλλο κενό που πλησιάζει. Δεν είναι η ώρα να χαθώ,
ήρθε ο καιρός μου να υπάρξω.
Έλα να παίξουμε, στα σχεδιάσματα της αυριανής μου ουτοπίας, έλα να παίξουμε. Φέγγουν τα μάτια πέρα απ’ το κενό, σε άλλη νύχτα, που ’ρχεται και φεύγει.



Γ. Αυλαία

Κι εσύ θα ’ρθεις, όταν κανείς δεν θα σε περιμένει. Μα θα είμαι εκεί, την πόρτα να σ’ ανοίξω, να σε φιλέψω μια ματιά, ανέλπιδη αγάπη.

Αργεί η ώρα,
πόσο αργεί;

Γι’ αυτούς που βιάστηκαν, εγώ το ξέρω: πάντα υπάρχει χρόνος να ελπίζεις.
Γι’ αυτούς που λίγο θρήνησαν κι ο πόνος τους προσπέρασε, η αγάπη.

Εκεί που σβήνει τ’ όνειρο
άλλο γεννιέται.

Θα με πας μακριά. Νύφη της θάλασσας! λουλούδι, εσύ του μύθου μου, Αλιάνθη!

Θα μου γελάς
χορεύοντας
σ’ ιρίδιο κύμα,
γλυκά που λέει
σ’ όλες τις γλώσσες
τ’ όνομά της.

Θα με πας ψηλά. Πέρα απ’ το σύννεφο. Σ’ άλλο Θεό.
Χάνεται ο χρόνος, χάνεται. Η Άνοιξη επιστρέφει. Είναι που έμαθα πολύ να περιμένω, εκεί, που ελπίδα να φανεί δεν είχα. Μα, είχα πόθο αμέτρητο και πόνο.

Όλα του νου μου
ψεύτικα
κι οι προφητείες
πλάνες.

Όμως, θα ’ρθεις.Τις ορφανές μου μνήμες να μου φέρεις.
Σ’ αυλαία δίκαιη, την πρώτη Σιωπή μου θα καλέσω, να πει τα ύστερα..Και τα μελλούμενα να πει...


Βαγγέλης Φίλος

Από το βιβλίο Αλιάνθη, Ιωάννινα 2007