Ο άλλος αιώνας



Είπα πως θα χαθώ στην πρώτη ριπή των γεγονότων που προφήτευσα.
Ωστόσο, με κρατούσε η θέληση. Αυτή που σου χαρίζει ο πόνος ο βαθύς, ν’ αντέξεις λίγο, ώσπου να ορθωθείς ξανά να ζήσεις, έστω λιπόθυμος να ζήσεις.
Έλεγα  θα λυγίσω, στο μυστικό το πέρασμα του φεγγαριού θα γίνω ίσκιος. Όμως, με έφερες εδώ και μ’ έσπρωξες στον άλλο τον αιώνα.
-Ποιος ήσουν; Με ρώτησαν, καθώς περίμενα την νέα μου ταυτότητα.
-Βοηθός της ιέρειας των χρησμών, απάντησα και γέλασαν.
Αλλά  εγώ, μιλούσα την αλήθεια και όρεξη για χωρατά δεν είχα.
-Τώρα, θα είσαι ο τριακοστός τρίτος, διέταξαν και μου ’γνεψαν να φύγω.
-Δεν πήρα την ταυτότητα, φώναξα.
-Κατεγράφη το ίχνος σου, μου εξήγησαν.
-Δεν έχω ίχνος, είπα. Ανέγγιχτος γυρίζω. Άλλοτε αέρας, άλλοτε καπνός. Τα τελευταία μου ίχνη εντοπίστηκαν στο δένδρο που μεγάλωνε δίπλα στο παλιό σπίτι, στο παλιό σπίτι που μεγάλωνε στην παιδική αθωότητα. Δεν μ’ έσπειραν τυχαία μες στις πέτρες. Σκληρό το πέλμα, μοίρα μου ήτανε ν’ αντέξω… Να ιστορώ… Αυτά που έγιναν, εγώ τα προείπα.
-Και ποιο το όφελος;
-Κανένα, είπα και μελαγχόλησα.

Δεν πίστεψαν το χρησμό. Δεν είχε χρώμα. Και η λίστα των μαύρων ποιητών είχε αναρτηθεί παντού, να μην ακούγονται. Τη νύχτα τη φύλαγαν καλά, φρουροί εθελοντές, σκληροί, αμείλιχτοι, αμίλητοι.
Τότε ήταν που είπα, θα βγάλω φωνή. Ν΄ ακουστεί δυνατή. Ως την πίσω πύλη του ουρανού ν’ ακουστεί. Να ταραχτούν οι μακάριοι της γης. Και ο Θεός. Να φανερωθούν οι δέκα πληγές στο σώμα που φόρεσε κρυφά μια νύχτα να πλανέψει και να πλανηθεί. Θα βγάλω κραυγή δυνατή. Ν’ ακουστεί. Ως την πίσω πύλη του ωκεανού ν’ ακουστεί. Και να καλέσω τους άλλους που σκόρπισαν στα πέντε πέρατα να γυρίσουν. Όλοι μαζί να συλλέξουμε άνθη στις αλμυρές πλαγιές. Στα πόδια της να τ’ ακουμπήσουμε και ας προσπεράσει. Χρόνια χρωστούσαμε την καληνύχτα, τη χρωστούσαμε.
-Λάθος με φέρατε, φώναξα.
-Δεν ήταν λάθος, μου ’παν και μου ’δειξαν τα συνεργεία που ράντιζαν τα περασμένα χαλάσματα. Να σωθεί το περιβάλλον, πρόσθεσαν. Αυτό που γέννησε τυφλούς ανθρώπους, να σωθεί.
Τότε, κατάλαβα πως πίσω πια δεν με περίμενε κανείς κι έσπρωξα λίγο τον αιώνα για να βολευτώ, λίγο τη σκέψη ν’ ακουμπήσω, τρελό φτερούγισμα πριν μ’ αφανίσει.
Τότε, κατάλαβα πως δίπλα μου δεν ήτανε κανείς.
Και η ιέρεια των χρησμών μιλούσε ακατάληπτα για τον αιώνα που θα με γεννήσει μέσα στο φως.
Θα είμαι ο πρώτος, είπα, που θα ομολογήσει την απελπισία του, ο έσχατος που θα προδώσει την ελπίδα.


Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο Αλιάνθη, Ιωάννινα 2007