Ασπρόμαυρο



Μ’ έφεραν στα καμένα, να σωθώ. Στην καρβουνόσκονη.
—Δεν έχω αναπνοή, παραπονέθηκα. Χρώμα δεν έχω, χώμα και νερό.
Εδώ, θα μείνεις! πρόσταξαν και μου ’δωσαν ένα πριόνι να τεμαχίσω τα νεκρά δέντρα.
Μα δεν πρόλαβα, μια ύπαρξη ακόμα σπαρταράει. Αφήστε με, έναν θρήνο να συνθέσω. Εγώ που έσπειρα στο βράχο ελπίδα και κάρπισε, είμ’ εδώ να καταθέσω  σπαραγμό και αντί δακρύων, πόνο. Αφήστε με, το πένθος μου να ενδυθώ.
Σήκωσα τα μάτια ψηλά, ήλιο δε είδα. Μαύρη η γη κι ο ουρανός λευκός καπνός, στάχτη η ανάσα. Και το βλέμμα μια ορφανή απορία. Και οι στεναγμοί πολλοί. Άλλος ψιθύρισμα, άλλος κραυγή κι άλλος αλάλητος. Και η οδύνη που έσταζε θαυμαστικά!
Θέλω να φύγω!
Δεν υπάρχει διαφυγή! με σταμάτησαν. Και είδα τις φλόγες να ταξιδεύουν τον άνεμο. Και τα πουλιά να έχουν στα φτερά τους το φόβο.
Σταθείτε! φώναξα, μόνος μου δεν θα κρατήσω. Και είδα τους φίλους μου, συναγμένους στο μακρινό παρατηρητήριο, να μου κουνούν μαντίλια.

Έπρεπε να κρύψω την ασχήμια, γιατί ήταν η ώρα της τελετής και οι λαμπερές κυρίες πλησίαζαν στη σκηνή.
Δεν έχω φως! φώναξα και μου ’φεραν ένα δαυλό… Mε το ’να χέρι υψώνοντας το φως, με τ’ άλλο σκάβοντας, άνοιξα δρόμο. Και η επικεφαλής των κυριών με προσπέρασε. Και όταν όλα κέρδισαν την πρέπουσα ευπρέπεια, με φωνή τρυφερή , μίλησε:
Εις το όνομα του είδους που αντέχει!
Κι ήταν μια λάμψη, τότε, που σημάδεψε τα καπνισμένα μάτια. Και πάγωσε, ανάστροφη, η παλάμη που υψώθηκε να κρύψει την 
Στην άλλη δυστυχία θα μας ξαναδείς!
Ύψωσαν το χέρι τους φεύγοντας. Κι έμεινα μοναχός στα κορμοδέματα, να καρτερώ τα μαύρα σύννεφα. Κι έμοιαζαν όλα ήσυχα, σαν να ’θελαν πια να πεθάνουν. Κι έμοιαζε ο φόβος να έχει χαθεί. Γιατί δεν είχα πλέον τι να συγκρίνω με το θάνατο. Κι άκουγα μακριά το σάλπισμα ξένο. Κι έβλεπα το λάβαρο ψηλά, σ’ άλλη επικράτεια, ελπίδα.

Εκεί, στη μεγάλη αγρύπνια, είδα το λευκό Θεό να μου γνέφει.
Σώθηκες! ανέκραξα με χαρά κι αυτός μου ’δειξε το μαύρο ευκάλυπτο.
Θα βλαστήσει!
Εις το όνομα του ανθρώπου που επιμένει! φώναξα, βλέποντας στα μακρινά σκότη μια ρωγμή να φέγγει…
Άνοιξαν, τότε, οι ουρανοί κι έγινε λάσπη το νερό. Κι ύστερα, άμορφη μάζα που κυλούσε στις πλαγιές. Εγώ επιθεωρούσα τα ξύλινα φράγματα:
Κάποια θ’ αντέξουν.
Όμως, οι πρώτες βροχές είχανε μέσα τους θυμό. Όργωναν το βουνό σπέρνοντας όνειδος κι αισχύνη. Βαθιά, ως τις καμένες ρίζες.
Έλεγα:
Να σώσω, μέσα μου, την ακριβή κληρονομιά, να σώσω. Στην ασημαντότητα των καιρών μου μη χαθώ.

Είδα, εκεί, τη Γυναίκα που με καλούσε, γονατισμένη, στο βωμό. Και γέμισε η κοιλάδα θλίψη.
Είπα:
Πονώ! Με όση δύναμη κρατούσα εντός μου. Κι αυτή με κοίταξε, ως τα βάθη της άλλης ψυχής μου, με κοίταξε…
Ξέρω, απάντησα κι έψαξα χέρι να της δώσω. Και στέναξα βαθιά:
Ας είναι!
Η Προαιώνια Ευθύνη!
Δεν είναι εδώ ο τόπος να κρυφτώ, μήτε κι ο χρόνος. Μοίρα μου είναι να ιχνηλατώ, στα σκοτεινά περάσματα να ιχνηλατώ… Έτσι μίλησα κι άπλωσα χέρι. Και θώπευσε τρυφερά ο άνεμος τον Κρόνειο λόφο. Και στην όχθη της λίμνης, φάνηκαν οι έφηβοι πολεμιστές.
Υπάρχουμε! φώναξα, θριαμβικά, και εκείνοι μου χαμογέλασαν. Και υψώθηκαν τα τόξα πάνω από τα ωραία κορμιά. Και χιλιάδες βέλη σκέπασαν τον ουρανό.
Οι Στυμφαλίδες των απογόνων! Ψιθύρισα. Κι είδα, ύστερα, τα σώματα νεκρά να χάνονται στην ορμή του Αλφειού…
Τότε, οι άλλοι που είχαν έλθει για την τελετή της δεύτερης συμφοράς, τρόμαξαν. Και μη έχοντας πού να κρυφτούν, ικέτευαν.
Εκεί! τους έδειξα τους καπνισμένους κίονες. Κι αυτοί, θεωρώντας την ανωτερότητα αδυναμία, φώναξαν τους δούλους, να φέρουν μπροστά τα ομοιώματα.
Η οργή των αιώνων θα σας τιμωρήσει, είπα.
Για λίγο ταράχτηκαν. Όμως, μου έκαναν γνωστό ότι βούλησή τους είναι εδώ να μείνω. Ως τις μελλούμενες τελετές, εδώ να μείνω:
Εις το όνομα του είδους που αντέχει!
Και σηκώθηκε ομίχλη. Απ’ τα έγκατα, υψώθηκε ομίχλη λευκή κι έσβησε το ψεύτικο τοπίο. Και φάνηκαν τα σκαλιά του ναού και η ιέρεια που κατέβαινε φέροντας οίνο ερυθρό.
Εις το όνομα του ανθρώπου που δύναται! είπε και μου ’δωσε να πιω.
Και καθώς φάνηκε χρώμα, έστρεψα τα μάτια ψηλά. Και είδα φως, γαλάζιο φως σε δέσμη προαιώνιου ουρανού. Και μίλησε η κορυφαία αναγγέλλοντας την έλευση της εποχής του ευκάλυπτου, που πρώτος βλάστησε:
Κρυφοί χυμοί στα νεκρά κύτταρα.
Και ως γεύτηκα των προγόνων την μετάληψη, ένιωσα τη συνέχεια να με κυριεύει. Και τότε, οι Νύμφες του ποταμού έφεραν νερό και μύρο. Και ξεπλύθηκε η αιθάλη. Και η απελπισία ξεπλύθηκε. Και λούστηκα την Άνοιξη. Και η πρώτη Αγάπη εστάθη εμπρός μου κατάματα.
Ήρθα να φέρω λύτρωση, μου είπε.
Και ως είδα τα δάκρυα στο πρόσωπο του φεγγαριού, ψιθύρισα:
Θεέ μου και άνθρωπε, σ’ ευχαριστώ!
Κι είδα τους άγνωστους φίλους μου απ΄ τους δικούς τους δρόμους να ’ρχονται κοντά μου, ευτυχισμένοι που τον προορισμό μονάχοι βρήκαν.
Συντονιστήκαμε στους παλμούς των μηνυμάτων σου, μου εξήγησαν.

Και τότε, ένιωσα πως είχε αναπαυτεί το σώμα. Και η ψυχή μου πως είχε αναπαυτεί.
Έτοιμος είμαι, είπα. Ακολουθώντας την ροή του νερού, θα οδηγηθώ ξανά στην ωκεάνια μήτρα.
Και φάνηκε η ωραία Αναδυομένη.
Σε λένε Αφροδίτη; τη ρώτησα.
Όχι, Ελευθερία!
Έχεις καταγωγή απ’ το μέλλον!
Ένιωσα μεγάλη χαρά. Κι ένιωσαν όλοι μεγάλη χαρά.
Και τότε, κάλεσα το εξόριστο πουλί να γυρίσει.


Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο Θεάλια, Εκδόσεις Ενδοχώρα 2009