Αψηλάφητο



Και την ώρα που χτυπούσα τα σήμαντρα, καλώντας τα πουλιά, ήρθε το χιόνι.
-Πάλι βιάστηκες, παρατήρησαν.
Όμως, εγώ που αγρύπνησα, περιμένοντας το τέλος της μεγάλης νύχτας, ήξερα πως δεν είχα καιρό. Κανείς δεν είχε.

Ήταν παλιά, πολύ παλιά που τον ακούγαμε στις πλατείες:
-Γρηγορείτε, γρηγορείτε! Πριν η συνήθεια γίνει πλήξη, εγερθείτε!
Όμως, εμείς προετοιμάζαμε την επανάσταση πειθαρχημένα. Και προσπερνούσαμε:
-Δεν έχει τίποτ’ άλλο να κηρύξει…
Και επιμέναμε πιστοί στα διδάγματα των Πατέρων:
-Ένα βήμα μπροστά, δύο πίσω.
Και λοιδορούσαμε την ανυπόμονη αμυγδαλιά. Κι εκπαιδευόμαστε με ασκήσεις ρυθμικών αναπνοών:
-Να βγει το σύνθημα σωστό, παράγγελμα σχεδόν στρατιωτικό…
Εκείνος χαμογελούσε. Κι έτρεχε στις χειμωνιάτικες πλαγιές αναζητώντας την πρώιμη άνοιξη.
-Ω φύση ευλογημένη! ψιθύριζε και μας καλούσε στους παλμούς των σκιρτημάτων.
Ωστόσο, εμείς επιμέναμε.
Στο βήμα εμπρός σκοντάψαμε. Και μη έχοντας που να γυρίσουμε -είχαμε διανύσει το χρόνο και άλλο πίσω δεν υπήρχε- μείναμε εκεί. Μα, οι πιο πολλοί μας προσπερνούσαν.
-Δεσμώτες του ενστίκτου!
Όμως, αυτός έλεγε με ηρεμία που σκόρπιζε φόβο:
-Στους τυφλούς καιρούς, τυφλά μας οδηγούν οι δοξασίες.
Εμείς τον αγνοούσαμε:
-Ύποπτες είναι τούτες οι απόψεις. Να μας ξεστρατίσουν… Μας έμειναν οι πιο πιστοί.
-Οι πιο αδύναμοι, παρατηρούσε εκείνος.
Τότε, μιλούσαμε με υπερηφάνεια για την πίστη μας:
-Αυτό είναι το πρέπον: Να θυσιάσουμε το εγώ για την ομάδα.
Αυτός κουνούσε το κεφάλι και μας έδειχνε τα αντίγραφα των αγαλμάτων.
-Η ομοιομορφία είναι υποταγή! φώναζε.
-Είναι προϋπόθεση νίκης , αντιδρούσαμε.
-Έχετε εχθρό τον εαυτό σας, επέμενε αυτός.
Αποσπώντας τη φωνή μου απ’ τη φωνή των άλλων, τον ρώτησα:
-Εσύ, σε ποιόν Θεό πιστεύεις;
-Δεν ψάχνω για Θεό, απάντησε. Τον άνθρωπο γυρεύω εντός μου.
Τότε ήταν που οι άλλοι με επανέφεραν στον ομαδικό λόγο:
-Τούτα είναι κηρύγματα ατομισμού.
Και καθώς ένιωσα προστατευμένος στο πλήθος, αγνόησα τα τελευταία του λόγια:
-Η ορθοδοξία φέρνει φανατισμό και δυστυχία…

Και πέρασαν χρόνοι πολλοί. Μέσα στην ευτυχία της άγνοιας. Και ξεχάστηκε ο αιρετικός κήρυκας. Αυτός μας ξέχασε; Εμείς; Δεν ξέρω! Κι είχε από καιρό μια άπνοια. Έμοιαζε μ’ ασφυξία. Και καθώς οι ένδοξες διηγήσεις τελείωναν, όλα τα εικονίσματα φαίνονταν ίδια, πιστών κι απίστων, Θεών κι ανθρώπων.
Κι εκεί που κάηκαν οι καλαμιές, φάνηκε, μαύρος, ο ανάπηρος ο θρόνος -τον έριξαν στη λίμνη τα παιδιά για να τον πνίξουν. Κι ανέβηκε επάνω ο κουτσός ο βασιλιάς, φορώντας πορφυρή χλαμύδα.
-Ω σύντροφοί μου! φώναξα, διώξτε αυτόν τον εφιάλτη! Μητέρα! σκούντα με, Μητέρα!
Κι όταν ξύπνησα, είδα το πλήθος να θερίζει παπαρούνες. Σφυριά να τεμαχίζουνε γλυπτά. Είδα, στον πράσινο λόφο, εθελοντές να ξεριζώνουν δέντρα.
-Θα φυτέψουμε νέα , έλεγαν. Κίτρινα. Και μου ’δειξαν τους βλαστούς στο ερυθρό θερμοκήπιο.
-Πού πάμε αδέλφια; φώναξα κι αυτοί ταράχτηκαν. Ανακτώντας την ψυχραιμία των δυνατών, ως άρμοζε, μου έδωσαν διορία τη βλάσφημη σκέψη ν’ αποσύρω.
-Είναι η αγωνία μου, παρατήρησα, μ’ αυτοί επέμειναν.
Φώναξα πάλι:
-Που πάμε;
Τότε αίροντας το ανάστημά τους, εν μέσω επιβλητικής σιγής, μου έδειξαν την έξοδο. Και ως είδα ατσάλι στα μάτια τους, είπα:
-Αφήστε με,  μόνος θα φύγω.
Όμως, ακούστηκε η φωνή σκληρή:
-Μιλήσαμε. Φύγε!
Και έτσι βρέθηκα στο φως, ελεύθερος και μόνος.

-Γρηγορείτε! Έλεγε, γρηγορείτε! Πριν η ψευδαίσθηση μας φέρει δυστυχία, εγερθείτε!
Καθώς άκουσα την παλιά, γνώριμη φωνή, ήταν ως ν’ άστραψε κρυφή ελπίδα.
-Πες μου Προφήτη! είπα, άχρηστα ήταν τα χρόνια;
-Όχι! Απάντησε. Στο εμείς θα βρούμε τη δικαίωσή μας.
-Στο εμείς; Τότε, τι έλεγες;
-Αυτό έλεγα πάντα. Μόνο που δεν υπάρχει το εμείς χωρίς ελεύθερο εγώ.
-Μα είναι δύσκολο, μοιάζει με ουτοπία…
Και καθώς πήρα απάντηση ένα χαμόγελο, είπα σχεδόν μονολογώντας:
-Μοιάζει. Όμως, δεν είναι…

-Εγερθείτε! Πριν η ψευδαίσθηση μας φέρει δυστυχία, εγερθείτε!
Προχωρούσα και ψιθύριζα. Περπατούσα και σιγοτραγουδούσα. Κι ήμουνα μόνος κι έτοιμος.
Και φάνηκε τότε, εκεί που είν’ η ανατολή, να καταρρέει το ψεύδος. Κι άλλοι θρηνούσαν, άλλοι κραύγαζαν. Οι πιο πολλοί γυρεύαν μια καινούρια απάτη.
Εγώ φώναξα:
-Ήρθε ο καιρός να λυτρωθούμε.
Κι άλλοι νόμισαν πως είναι αυτό υποταγή, άλλοι εγκατάλειψη χαρακωμάτων. Δεν είχα τρόπο να φανεί ότι μ’ έστελνε η Μοίρα σ’ άλλο μέλλον.
Μα, ήταν ο τόπος άγνωστος. Κι ο χρόνος. Η ομίχλη βαριά. Και η πυξίδα επέμεινε.
Σκέφτηκα:
-Δεν μπορεί, υπάρχει τρόπος να μαγνητίσω το λευκό σύννεφο. Σ΄ άλλον ορίζοντα να με ταξιδέψει. Και θα βρω, εκεί, τους άδολους φίλους μου. Να φυτέψουμε πορτοκαλιές στον ξεραμένο κάμπο. Και νυχτολούλουδα στους καμένους αγρούς. Κι όλοι μαζί να επιδιορθώσουμε το παλιό ρολόι. Να δώσει εκκίνηση, ξανά, στην Ιστορία.
Και ως πήρε μορφή το αψηλάφητο όνειρο, γύρισα κι είδα χάσκουσες πληγές και τον Προφήτη που κραύγαζε, πια:
-Εγερθείτε! Πριν η συνήθεια γίνει σήψη, εγερθείτε!

Είπα:
-Δεν έχουμε καιρό. Κι ας ήρθε το χιόνι.
Και τότε, πέταξαν τα πουλιά. Και σκίστηκε ο ουρανός. Και βγήκε πρώιμη η Αυγή στην κοιλάδα. Και φάνηκαν τα παιδιά, στη χιονισμένη πλαγιά να κουβαλούν έναν άγνωστο ήλιο.


Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο Θεάλια, Εκδόσεις Ενδοχώρα 2009