Δακρυόεν γελάν



Εκεί που βάδιζαν –χρόνους πολλούς εβάδιζαν- ακούστηκε η φωνή, χαρούμενη, θριαμβική:
-Θεία άλη!
Την κοίταξαν με απορία. Είχε καιρό να μιλήσει. Όλες είχαν καιρό να μιλήσουν.
Κοιτούσαν χαμηλά, το ίχνος που θ’  αφήσει στην έρημο το πέλμα. Κι έτσι, συγκεντρωμένες στο στόχο της επόμενης στιγμής, σιωπηλά, προχωρούσαν.
Αλλά, η έρημος ήταν μεγάλη και ομοιόμορφη. Και γύριζαν, πολλές φορές, στα ίδια μέρη διαγράφοντας κλειστές διαδρομές. Όμως, έμοιαζαν να μη καταλαβαίνουν η να μη νοιάζονται.
Ήτανε, όλα, γκρίζα κι άδεια. Κι είχαν ξεχάσει πώς βρέθηκαν εκεί.
Ολοκλήρωσαν την αιωρούμενη κίνηση του ποδιού κι έστρεψαν το βλέμμα στον αμμόλοφο. Εκεί, ανέβαινε μια απ’  τις λευκοφόρες γυναίκες. Καθώς με κόπο ανέβαινε, φάνηκε ότι έσκυψε ο ουρανός. Κι αυτή, μισή στη γη, μισή στο σύννεφο, μίλησε:
-Είναι η περιπλάνηση των καταραμένων!
Τότε, αυτές κοιτάχτηκαν. Και φέρνοντας τη γλώσσα στα χείλη, ένιωσαν τη σάρκα ξερή, τεμαχισμένη γη.
Εκείνη συνέχισε:
-Είναι η θεία παραφροσύνη!
Κι ως να αισθάνθηκε το βάρος των φριχτών νοημάτων, παραπαίουσα, χάθηκε στο πλήθος.
Έμειναν οι άλλες αμίλητες. Και επειδή σημάδι κανένα δε φάνηκε, ούτε στον ουρανό, ούτε στη γη, στράφηκαν η μία στην άλλη και ρωτούσαν για τη ξεχασμένη μορφή τους. Κι ένιωθαν ίδιες κι άχρωμες.
Τότε, ακούστηκε μια φωνή, μέσα απ΄ το πλήθος:
-Ο Έρωτας θα μας σώσει!
Κι απάντησαν, οι άλλες, μ’  ένα στόμα:
-Είναι ο αδελφός του Θανάτου!
Και καθώς άλλο τίποτα δεν ακούστηκε, πλανήθηκαν στο νου το ερώτημα και η απορία:
-Είναι αυτός ο λυτρωτής;
Τότε, τους φάνηκε ότι άκουσαν τον ποιητή να τους μιλάει από τα βάθη του χρόνου:
-Καλό είναι, για τον άνθρωπο, να μη γεννιέται. Μα αν τύχει και του συμβεί, την άλλη στιγμή, καλό είναι να πεθαίνει.
Και από τα βάθη της ερήμου φύσηξε άνεμος δυνατός κι έσβησε τους αμμόλοφους.
Κι άρχισαν, πάλι, να βαδίζουν. Και κύλησε χρόνος πολύς μέσα στην άλλη σιωπή, ώσπου ακούστηκε, ξανά, η πρώτη φωνή:
-Αλήθεια!
Ήρθανε όλες πίσω. Και πρόβαλλε αυτή εμπρός, μόνη, πορφυροφόρος.
Την κοίταξαν μ’ ελπίδα ύστατη.
-Πώς θα γεμίσει τούτο το κενό; ρώτησαν κι έδειξαν μέσα τους.
-Θα φέρουμε πίσω τον πόνο που εξορίσαμε, απάντησε.
Και καθώς αυτές την κοίταξαν με τρόμο, μίλησε αργά:
-Η μόνη υπέρβαση του πόνου είναι η θλίψη!
-Και η χαρά, πού είναι η χαρά;
-Εκεί!
-Μέσα στη θλίψη;
-Υπάρχει ένα βουνό, που όλες οι βρύσες στάζουν θλίψη. Εκεί σβήνουν τη δίψα τους της γης οι απελπισμένοι…Και η Θεά, θρηνούσα κι αυτή, τους ευλογεί.
-Η ευτυχία;
-Σταγόνα που αιωρείται στο πράσινο φύλλο.
-Λυγμός και γέλιο;
-Δάκρυ που λάμπει.
Καθώς των λόγων τα νοήματα κυλούσαν βαθιά, στο νου και στην καρδιά, ήρθε ένα φως κι έφερε χρώμα. Κι ήταν ως να γύριζαν από ένα τόπο πέρα απ’  το θάνατο.
-Πάλι θα ζήσουμε περιμένοντας την αιωνιότητα; ρώτησαν
-Πάλι θα ζήσουμε στην αιωνιότητα, απάντησε εκείνη και ύψωσε το χέρι.
Γύρισαν, τότε, κι είδαν ένα ποτάμι να ’ρχεται από μακριά. Και όπως κυλούσε, σκίζοντας την έρημο στα δυο, κλαίουσες ευλογούσαν το πέρασμά του και πουλιά υμνούσαν τη νέα δημιουργία.
Χάιδεψαν , τα πρώτα νερά, τα φλογισμένα πόδια και προσπέρασαν. Κι ακούστηκαν φωνές χαρούμενες, μαζί και στεναγμοί.
Δάκρυα ξέπλυναν τα μάτια κι είδαν στη άλλη όχθη άνδρες να τις καλούν.
-Θα ζευγαρώσουμε ξανά! σκέφτηκαν μ’  ελπίδα.
Μα, όταν ήρθαν στο νου τους τα παλιά, κοντοστάθηκαν. Και τους φάνηκε ότι άκουσαν, μακριά, μια λύρα. Και τον πρώτο αοιδό να απαγγέλλει :
-Δακρυόεν γελάν!
Κι είδαν τη πορφυροφόρο να χύνεται στα νερά φωνάζοντας:
-Είναι η περιπλάνηση των Θεών.
Και καθώς το ανερμήνευτο αίνιγμα πλανήθηκε πάνω απ’ τη σκόνη, φάνηκαν τα σπίτια με τις άσπρες αυλές και τα ανυποψίαστα μάτια στα τζάμια.
Κι έγινε, τότε, η έρημος ανάμνηση.


Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο Θεάλια, Εκδόσεις Ενδοχώρα 2009