Η τελευταία λέξη



-Είναι αλήθεια; Με ρώτησαν μια μέρα οι λέξεις μου. Kαι δεν μπορούσα να κρυφτώ, δεν ήθελα.
Εγύρευα τη μία λέξη κι έγραφα άλλες. Μια, μέσα μου, φωνή με πρόσταζε να σιωπήσω.
-Δεν γίνεται, πριν λυτρωθώ, της απαντούσα. Αυτή θα με ελευθερώσει.
Θα ηχήσουν, μια-μια, οι συλλαβές της και, ως άφωνη σύνθεση, θα υψωθεί, να συμφιλιώσει τον ουρανό με τη γη. Η νηνεμία ν’ απλωθεί. Να γίνω θάλασσα, λίκνο να γίνω, κύμα.
  
-Είναι αλήθεια απάντησα κι αυτές αποσύρθηκαν, άλλες με απορία, άλλες με θυμό η με παράπονο. Καθώς πειθαρχημένες πήραν τις θέσεις τους στο χαρτί, πάλι με ρώτησαν:
-Εμείς τί θ’ απογίνουμε;
-Δεν είστε πια δικές μου.
-Μας γέννησε η μοναξιά, το όνειρο. Είναι το όνειρό σου.
Ήξερα, καλά, ότι όλες τις πονούσα. Άλλη χρησμός, άλλη παλμός, ήχος και χρώμα.
Ήξεραν ότι τις αγαπώ. Ανάσα μου και στεναγμός, πόθος και δάκρυ, πόνος. Έρωτας, θάλασσα, καημός και γυρισμός. Φθινόπωρο.
Τις σμίλεψα. Πήραν ζωή. Φτερούγισαν και φύγαν.
-Σας γέννησε ο σπαραγμός, το όνειρο, η ελπίδα. Τώρα μαχαίρια, συμφορά και βάλσαμο. Τώρα λουλούδι, μέλισσα, πουλί…Άλλοι σας ταξιδεύουν, άλλοι.

Εγώ τη λέξη μου γυρεύω, αυτή τη λέξη τη μεγάλη, τη μικρή, το αίνιγμα που θα φωτοβολήσει, αόρατο. Να συμφιλιώσει την ύπαρξη με το σκότος...Μέλαν το μέλλον και λευκό το όραμά του.
Δεν είναι ιδανικό μου να μιλώ, να ιστορώ, να γράφω. Αυτά που είπα, ήτανε λυγμοί. Αντίλαλοι ασυναίσθητων ήχων, ασύνειδοι εφιάλτες.
Δεν είμαι, εγώ, δημιουργός. Είμαι το δημιούργημα. Θέλω, ελεύθερος, να υπάρξω.
Θέλω η ανάμνηση, στον ύπνο μου, να ’ρθει χαμογελούσα. Χωρίς το φόβο, μην ξυπνήσω και χαθεί. Να ευτυχώ, σαν ευτυχείς. Να σ’ αγαπώ κι ας μη με ξέρεις. Θέλω το όνειρό μου όνειρο ...Ποιός έστειλε εδώ αυτή τη συννεφιά και στάζει δάκρυ; Όχι! δεν είναι δάκρυ. Είναι η σταγόνα που κλείνει τον κύκλο του νερού. Ποιός βρήκε τούτη την πηγή που αναβλύζει πόνο; Όχι! δεν είναι πόνος. Αυτόν τον συνηθίσαμε. Είναι ένα ρευστό τίποτα, ο άλλος θάνατος. Ο διαρκής. Πού να ’βρω κόρφο να κρυφτώ, στήθος προσκέφαλο; Δος μου μια πέτρα κι ένα ψέμα να ακουμπήσω.
Δεν έχω χρεία να μιλώ, όταν μιλούν τα μάτια. Όμως, κι αυτά φοβούνται. Μην φανερώσουν, μην φανερωθούν. Κοιτώ, μα, δεν σε βλέπω.
Όταν ξυπνήσω και θα ιδω ότι, άλλο πια ο ύπνος δεν παιδεύει, μπορεί… Μπορεί ν’ ανοίξει ο ουρανός. Και να φανερωθούν οι άγγελοι.
Δεν θα ’ναι θαύμα, αλλά, η υπόκλιση της πραγματικότητας στο θρίαμβο της φαντασίας.
Θέλω τη λέξη μου.

-Τη λέξη που ζητάς την είπες!
Γύρισα να ιδω ποιός μου μιλά, τον ρώτησα:
-Ποιός είσαι;
Δεν μ’ αποκρίθηκε. Μόνο μου χαμογέλασε. Κι ύστερα, σβήστηκε η μορφή κι ακούστηκε η φωνή, εντός μου.
-Είναι, εδώ, αμήχανη σε βλέπει. Δεν το ξέρει…
-Ποιός ξέρει, πότε θα γραφτεί το τέλος; είπα.
-Ή η αρχή!
Ως άκουσα την τελευταία φράση, κατάλαβα ότι στο μεγάλο αίνιγμα, δεύτερο αίνιγμα μου πρόσθεσε ο χρησμός.
-Το ξέρω! φώναξα. Υπάρχει! έξω απ’ την ψευδαίσθηση, υπάρχει! Μόνο, που πρέπει να υπερβώ το αισθητό, για να θεμελιώσω την αλήθεια. Αυτή με τις νι διαστάσεις, -όπου νι το κάθε τι, ακόμα και το τίποτα.
Καθώς είπα αυτά τα λόγια, τα μεγάλα, κοίταξα μες στον καθρέφτη μου και είδα χιλιάδες εκδοχές. Κι αναρωτήθηκα, αν πολλαπλώς υπάρχω. Η μήπως χάθηκα, μια Κυριακή, περιμένοντας το τρένο και είναι, όλα τούτα, ξένες υπάρξεις;

-Τη λέξη, που ζητώ, την έγραψα, μα δεν την ξέρω, ψιθύρισα, κι έγινε ο ψίθυρος θρόισμα. Και τα χαρτιά μου πέταξαν. Και γέμισαν νόημα τα μαύρα σημάδια. Γύρευε το καθένα το ρόλο του, καθώς οι λέξεις έχαναν τα γράμματα, στην περιδίνηση, κι ύστερα τα ’βρισκαν πάλι.
-Δεν θέλουμε να ξέρουμε, μου είπαν στο τέλος.
Είχαν το δίκιο τους. Όμως, ήταν για μένα ανάγκη.
-Θα μείνουμε, μαζί. Καμμιά από εμάς δεν θα σβήσει τις άλλες.
Μιλούσαν σωστά, με την ανωτερότητα ενός ευγενούς προορισμού. Με την ομορφιά που είχαν μέσα τους.
Τότε κατάλαβα, ότι μόνος μου θα πορευτώ κι έκλεισα μ’ ένα χάδι τα βιβλία. Και καθώς ένα ανείπωτο ψέμα σκόρπισε, γύρω μου, ελπίδα, είπα:
-Θα περπατήσω, στη θάλασσα…

Κι ήταν, εκεί, απέραντος θεός, η μοναξιά. Και το γαλάζιο, καθολική παρουσία.
-Είναι η λέξη μου; ρώτησα μ’ ελπίδα.
Όμως, ο ήλιος κατέβαινε αργά. Κι όσο κατέβαινε, αποκτούσε το χρώμα του τέλους του. Και όσο πλησίαζε το κόκκινο στο πορφυρό του θανάτου, αυτός κατέβαινε ακόμα πιο αργά, ορίζοντας μια νέα αιωνιότητα.
-Να ’ναι το τέλος; αναρωτήθηκα.
-Όχι απάντησα, μονάχος. Ενώπιον του, κανείς δε σιώπησε. Κανείς δεν λύτρωσε κανέναν, μήτε λυτρώθηκε. Υπάρχει όμως, άλλο τέλος, πέρα απ’ αυτό. Εκεί που ηχεί, υπέρηχη, η λέξη.
Λένε, ότι τα πουλιά και οι μέλισσες την νιώθουν. Λένε, τα άνθη την ακούν. Και οι άνθρωποι, πριν πουν την πρώτη λέξη, την γνωρίζουν -μα, πάντα την ξεχνούν.
Καθώς οι τελευταίες σκέψεις με κυρίευαν, ήρθε ένα κύμα γαλήνης και με πλημμύρισε. Και ξάπλωσα στη λευκή άμμο.
Κοιμήθηκα ή πέθανα; Δεν ξέρω.

Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο Θεάλια, Εκδόσεις Ενδοχώρα 2009