Ο άγνωστος φόβος



-Στα σπλάχνα του, βρέθηκε φόβος.
Η είδηση διαδόθηκε γρήγορα. Κι έφερε ταραχή.
-Τι ξέρεις; με ρώτησαν και είδα στα μάτια τους, ως ’να χε αποσυρθεί το φως, μαύρη κηλίδα σ’ άδεια τρύπα.
-Σ’ αυτόν πιστέψαμε, μου είπαν.
Κι έσταζε η φωνή παράπονο, πόνο και απορία. Καθώς συνάντησαν, όμως, χείλη ερμητικά κλειστά και  βλέμμα καρφωμένο στο κενό, κατάλαβαν:
-Δεν είναι ώρα, παρατήρησαν κι έσυραν τα κουρασμένα πόδια.

Η φήμη για την αφαίρεση του μεταλλίου, μεγάλωσε την ταραχή στο πλήθος. Και με φωνή που έκρυβε θυμό, μα πιο πολύ απελπισία, έλεγαν:
-Καλά του κάνουν.
Όμως, η ανακοίνωση των αρχών έβαλε τέλος σε όλα:
-Δεν τίθεται θέμα αφαίρεσης του μεταλλίου. Τα ευρήματα, λόγω νομικού κενού, δεν επιτρέπεται να αξιολογηθούν.
Τότε, μεγάλωσε η ταραχή στην πλατεία. Γιατί δε νοιάζονταν για τα χρυσά και τις περγαμηνές. Η υποψία ροκάνιζε την ψυχή τους.
-Εγώ, ήμουν εκεί! έλεγε κάποιος, ανεβασμένος σε τρίποδη εξέδρα. Ήμουν εκεί, φόβο δεν είδα. Σαν άστραψε η πρώτη τουφεκιά, αστράψανε και τα δικά του μάτια. Υψώνοντας το λάβαρο ψηλά, χύθηκε μες στο σκότος. Τον βρήκανε κοντά σε μια τριανταφυλλιά. Μετρούσε τ’ άστρα. Κι η νύχτα άνθιζε ρόδα λευκά. Ήμουν εκεί! φόβο δεν είδα.
Το ήξεραν οι πιο πολλοί, ότι όλα αυτά απείχαν απ’ τα γεγονότα. Μα ήταν μια παρήγορη εκδοχή:
-Ήταν εκεί, φόβο δεν είδε…

Τη βρήκα ακίνητη στο βράχο. Ολόρθη. Εμπρός η θάλασσα και πίσω ο ίσκιος. Ο ήλιος μες στα μάτια. Με είδε, μα δε σάλεψε. Σαν έτοιμη από πριν, μίλησε:
-Του ’πα να φύγει.
Έμεινα, εγώ, βουβός σε ξένο βράχο. Κι ήρθε η ανάμνηση λυγμός. Μια τρικυμία.
Με την ελπίδα νίκησε τη δίψα της ερήμου.
Έλεγε:
«Πέρα, εκεί, πέρα απ’ τη θάλασσα, με περιμένει».
Κι ήταν εδώ η πέρα θάλασσα, ήσυχη τώρα. Τότε, λυσσομανούσε.
Σαν χάθηκε το πρώτο κύμα, ήρθε το βλέμμα μου το βλέμμα της ν’ αγγίξει.
-Πες μου, τη ρώτησα, είδες φόβο;
-Είχε στα μάτια του γαλήνη, έναν ωκεανό γαλήνης. Στράφηκα αλλού, να κρύψω το δικό μου φόβο…
-Τι είπε;
-Τίποτα… Ξεμάκρυνε αργά. Έφυγε όπως ήρθε.

Όταν γύρισα στην πλατεία, δεν βρήκα κανέναν.
-Αύριο, είπα, αύριο θα στηθούν ξανά τα σκηνικά… Ας μας φωτίσει η νύχτα…
Όμως, δεν είχα αναπαμό. Κι ήταν οι σκέψεις μου σπίθες φωτιάς σε καλαμώνες. Με ορμή σκόρπιζαν, εδώ κι εκεί, τη μια στιγμή, την άλλη χάνονταν για νά ’ρθουν άλλες.

Καθώς πλησίαζα στη θαλασσινή σπηλιά, τον είδα, εκεί, στην είσοδο, μ’ ένα δαυλό. Έμοιαζε να ’ναι ένας προφήτης ξεχασμένος απ’ το χρόνο.
-Ήξερα ότι θα ’ρθεις, μου είπε και έδειξε, μακριά, το φως.
-Είναι ένα πρώιμο φεγγάρι!
-Μόνος θα βρεις τα μυστικά, μ’ απάντησε.
Θαρρώ πως χάρηκε. Λάμψη μου φάνηκε ότι είδα στο σκοτάδι.
-Δάσκαλε! τον ρώτησα, πες μου τι είναι ο φόβος;
Εκείνος άνοιξε ένα βιβλίο παλιό και διάβασε:
-Η αίσθηση του επερχόμενου κινδύνου.
-Αν είναι έτσι, είπα, είναι αποκοτιά να μη φοβάσαι.
Κούνησε το κεφάλι του, ως να ’θελε να μου πει:
-Είναι κι αυτή μια άποψη… Υπάρχουν κι άλλες…

Στην πλατεία, η τρίποδη εξέδρα είχε στηθεί ξανά. Ένας-ένας ανέβαιναν ψηλά. Τον αναμετρούσαν με το βλέμμα τους οι άλλοι κι έλεγαν:
-Όχι!
Έμοιαζε να είναι ένα παιγνίδι: πώς να ξεχαστεί η λύπη ή πώς να βγάλουν αρχηγό.
Γύρισαν όλοι σε μένα.
-Όχι! διαμαρτυρήθηκα. Δώστε μου χρόνο. Δίνω υπόσχεση. Θα ’ρθω.
Τότε μια νέα ξέκοψε απ’ το σωρό κι ανεμίζοντας μαντίλι γαλάζιο, πρόσταξε:
-Ελάτε, πιάστε το χορό…
Όμως, ο τριακοστός τρίτος ανέβηκε στην εξέδρα κι όλοι στράφηκαν εκεί, να φωνάξουν:
-Όχι!
-Ακούστε! είπα. Υπάρχει κάτι που ξεχωρίζει το σύνολο απ’ το πλήθος. Η συνειδητοποίηση της ατομικότητος…
Με κοίταξαν παράξενα, ως να περίμεναν μετάφραση σ’ αυτά που είπα και γύρισαν στον τριακοστό τέταρτο που ανέβαινε στη εξέδρα.

Πήγα ξανά στη θάλασσα.
Κι ήταν εκεί ο βράχος μόνος. Και το περίγραμμα ενός ίσκιου διπλού. Έμοιαζε αγκαλιασμένους να τους χάρηκε το μάτι. Ψευδαίσθηση μύχιου πόθου. Σε ώρες χωριστές, άφησε ο ήλιος τ’ αποτύπωμά του.
Κοίταξα τον ουρανό π’ άλλαζε χρώματα στη δύση.
-Τούτο το φως να μην το χάσω και χαθώ.
Και τότε, σκέφτηκα:
-Έρχεται ένας φόβος τον άλλο φόβο να νικήσει…
Και γυρίζοντας στη σκοτεινή πλευρά του ουρανού είπα:
-Θεέ μου! πες μου, ποιος ο ναυαγός;
Κι είδα τον ήλιο να βυθίζεται στο κύμα.

Τη συνάντησα στην αυλή με τις ψηλές ντάλιες.
Απίθωσε τη σκάφη και ωσάν να ήθελε χρόνο να μου δώσει -τον δισταγμό μου να νικήσω- άπλωσε τα ασπρόρουχα στο σύρμα. Προσεχτικά, σαν μια εκκρεμότητα παλιά πού έπρεπε συνετά να κλείσει.
-Δεν ήρθα, είπα, να ταράξω τη Σιωπή σου. Σεβάσμια Μητέρα! πες μου. Πες μου Μητέρα, είχε φόβο;
Κοίταξε τότε, μακριά. Εκεί που η κάθε νύχτα φέγγει το πρώτο αστέρι. Και ως να είχε σκεφτεί από καιρό, μίλησε:
-Είχε πόνο!

Σαν γύρισα στην πλατεία, τους βρήκα όλους στη σκηνή. Σε μια παράσταση ακατανόητων βηματισμών, μ’ άδειες κερκίδες.
Όταν τους φώναξα, πήραν τις θέσεις τους. Κι ως ήρθα εμπρός, μερικοί με κοίταξαν μ’ ελπίδα. Όμως, οι πιο πολλοί με υποψία.
-Ακούστε, είπα, τα ίχνη που βρέθηκαν ανήκουν σ’ έναν άγνωστο φόβο…
-Άγνωστο φόβο; ρώτησαν και άφησε η έκπληξη όλα τα στόματα ανοιχτά. Λες και μια απορία μεγάλη έπρεπε να βγει από μέσα τους κι ήθελε χρόνο.
-Δεν είναι ο προαιώνιος φόβος, συμπλήρωσα.
Τότε, ακούστηκε μια ζητωκραυγή, σαν ηχηρός θρίαμβος. Κι έβγαλαν όλοι τα γαλάζια μαντίλια και τα κουνούσαν ψηλά, πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Λες κι έστελναν χαιρετισμό στον ουρανό και τη χαρά που βρήκαν πάλι το άγαλμά τους.
Τότε, κατάλαβα, ότι όλα τ’ άλλα που είχα να πω, αχρείαστα ήτανε πια. Και πριν αποσυρθώ, να στοχαστώ πάνω στον άγνωστο φόβο, ψιθύρισα:
-Το τέλος της εποχής των παλιών παραμυθιών αργεί ακόμα!


Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο Θεάλια, Εκδόσεις Ενδοχώρα 2009