Ο ίσκιος

Ο νέος με τα λευκά μαλλιά! Με πλησιάζει. Είμαι παιδί, είναι μεγάλος. Φοβάμαι.
Είναι γέρος ο νέος με τα λευκά μαλλιά.
Όχι! Εγώ είμαι γέρος. Δικά μου είναι τα λευκά μαλλιά. Και είναι ακόμα μεσημέρι…

Πώς έγινε και είναι ακόμα μεσημέρι; Κι εγώ δεν έχω ίσκιο. Τον πούλησα για ένα χαρτί, κάτι σαν διαβατήριο θυμάμαι. Και τώρα, είναι ένας λύκος εκεί, φρουρός. Και δεν έχω πού την κεφαλή μου να δροσίσω.
Και είναι ακόμα μεσημέρι. Και οι γειτόνισσες δεν θα μαζευτούν στον αργαλειό. Ο αργαλειός τεμαχίστηκε. Δική μου ήταν η απόφαση, ν’ αδειάσει ο τόπος. Αλλά, και οι γειτόνισσες λείπουν σε μακρινό ταξίδι.
… Πώς έγινε κ’ αστόχησα να σφραγιστούν οι αναμνήσεις;
Ευτυχώς που ο παλιός μου καθρέφτης ράγισε. Όλοι οι καθρέφτες ράγισαν και το είδωλο σχεδόν εσβήσθη. Είναι που έμαθα να κρύβομαι απ’ τους εχθρούς μου. Ιδιαίτερα απ’ αυτόν που αλλάζει την μορφή του, να με παγιδέψει. Μόνο μη ξεχαστώ στη μικρή λίμνη και πιω το παιδικό μου πρόσωπο. Δεν θα τ’ αντέξω. Το αθώο παράπονο δεν θα τ’ αντέξω.
Δεν έφταιξα εγώ γι’ αυτήν τη φρίκη. Η Κίρκη με ράβδισε, η Κίρκη.
Κι έγινα, τώρα, ίδιος μ’ όλους. Και δεν έχω πού να πορευτώ. Η διαδήλωση πέρασε ήδη. Η άλλη είναι προγραμματισμένη για τον καιρό που θα ενηλικιωθεί η επόμενη γενιά. Και δεν ξέρω ποιό θα ’ναι το σύνθημα.
-Θέλω τον ίσκιο μου!

Τότε, του είπαν:
-Εκεί, πέρα απ’ το μεγάλο ποτάμι, θα βρεις μέρος καλό να φυτέψεις το δέντρο σου.
Όμως, κουράστηκε να φτάσει στην όχθη. Μερόνυχτα βάδιζε. Και καθώς η επιθυμία νίκησε τη σύνεση, ρίχτηκε στο νερό. Και κολυμπούσε πλάγια και κόντρα στη ροή. Και όσο οι δυνάμεις λιγόστευαν, έχανε την πορεία. Ώσπου, αφέθηκε στη θέληση των υδάτων. Και βρέθηκε στις εκβολές.
-Δεν είναι η ώρα για το τέλος μου, είπε, εγώ γυρεύω τις πηγές μου.
Τότε, σφύριξε το τρένο. Και το πλοίο του ποταμού σφύριξε. Και το πλοίο της θάλασσας. Και διάλεξε να ταξιδέψει αντίθετα στο ρεύμα. Και ως η ελπίδα φάνηκε πάλι, άφησε τα ματόκλαδα λίγο ν’ αναπαυτούν…
Κι ανέβαιναν το μεγάλο ποτάμι. Σταθερά και επίμονα. Όμως, εκεί που προσδοκούσε να βρει τα βουνά, ήταν ακόμα πεδιάδα. Και έκανε υπομονή… Κι όταν τελείωσε η πεδιάδα, ήρθε η θάλασσα. Μια άλλη θάλασσα.
-Αυτό το ποτάμι δεν έχει πηγές!, φώναξε. Κι εγώ τον προορισμό μου τον ξέρω. Γυρεύω την αφετηρία.
Καθώς, με τρόμο, σκεφτόταν το δίδυμο, ακέφαλο, κορμί του ποταμού, κάποιος τον σκούντησε.
-Είναι η αφετηρία σου, είπε και του ’δειξε την άλλη όχθη. Κι ήταν, εκεί, μια έρημος.
-Εδώ ξανά ’ρθα! έκραξε και γύρεψε το δέντρο πού ’χε φυτέψει στον αμμόλοφο. Είδε ένα καμένο σκελετό και τον λευκό λύκο που έφευγε.
-Αυτόν το ίσκιο, δεν τον πούλησα! φώναξε. Κι ήταν η φωνή του κραυγή που έδιωξε τον εφιάλτη.
-Εδώ είναι ο προορισμός σου, του είπαν και του ’δειξαν την όχθη.
Κι ήταν, εκεί, ένα λιβάδι. Όμως, αυτός κοιτούσε ψηλά. Στα επάνω βουνά… Τους έγνεψε να συνεχίσουν.

Πρώτος ήταν ο πρώτος πόνος. Ύστερα, ο πόνος της ανάμνησής του. Και της άλλης ανάμνησης ο πόνος… Ακολουθία απείρων θανάτων!
-Χρόνε Θεέ μου! ρίξε λήθη για ν’ αλλάξω. Να γίνω ανάπηρος, να μη θυμάμαι.
Δεν ξέρω αν ήτανε η προσευχή, η κούραση, ή του μεγάλου μεσημεριού η σιωπή. Έσκασε, έξω μου, το τελευταίο κύμα. Κι ήρθε μια σκέψη, ως ξύπνημα λυτρωτικό από τον εφιάλτη ονείρου:
-Δεν ήτανε αυτή η ζωή, αλλά η μία εκδοχή της.
Κι ως να σκηνοθετούσα ξανά, από την αρχή, είδα τον ίσκιο μου ελεύθερο. Και την εικοστή πρώτη Άνοιξη να με πλησιάζει χαμογελώντας. Κι όσο πλησίαζε, το χαμόγελο σκέπαζε τη μορφή. Κι ήταν σαν να ’χε γεννηθεί ξανά ο έρωτας σε άλλο σώμα.
-θέλω να εξομολογηθώ! φώναξα, για όσα θα πράξω…
Και τότε, έστειλε ο χρόνος λήθη του μέλλοντος. Κι άρχισε, πάλι, το ταξίδι. Απ’ την αρχή του πάλι… Κι ως ένιωσα χέρι αόρατο στα ίδια ίχνη να με οδηγεί, είδα πως ξύπνησα απ’ άλλον εφιάλτη. Και γύρισε ο πόνος, ξανά. Και η ανάμνησή του.

Είδε τη φύση, πέρα, απέραντη. Και τη γερόντισσα να αγναντεύει.
-Πού είναι το πέρασμα; τη ρώτησε κι αυτή τον κοίταξε.
-Σε μάτιασαν, παιδί μου!
- Γιατί; τη ρώτησε, ξανά, τι έχω να ζηλέψουν;
-Έχεις το βλέμμα του αετού.
- …
-Κοιτάς από ψηλά.
-Και βλέπω πόνο.
-Κοιτάς μακριά.
-Και βλέπω δυστυχία…
-Κι αχτίδες ήλιου μυστικού… Σε μάτιασαν, παιδί μου! Ζηλεύουν που ονειρεύεσαι…
-Φθονούν το σπαραγμό μου;
-Φθονούν ό,τι δεν φτάνουν… Βλέπεις εκεί που αναπνέει σύννεφο η γη;
-Είναι μακριά, μα βλέπω…
-Είναι το πέρασμά σου, είπε.
Κι αφού σιώπησε για να ’ρθει ο χρόνος πίσω, συνέχισε:
-Από εκεί φυγαδεύαμε τους φυλακισμένους… Δύσκολη εποχή…
-Και τώρα είναι δύσκολα…
Τον κοίταξε ως νά ’θελε να παραβιάσει το συρματόπλεγμα εντός του:
-Το ξέρω, είπε. Τώρα, ο καθένας κουβαλάει τη φυλακή του… Κι αν δραπετεύσεις, πού να πάς;
-Εσύ, πώς έμεινες εδώ; τη ρώτησε.
-Περιμένω τους ταξιδευτές, απάντησε. Κάποιος χρειάζεται να τους δείχνει το πέρασμα… Είδα πολλούς, όμως, εσένα σε ξεχώρισα. Μοιάζεις νά ’χεις φορτωθεί και της παλιάς και της μελλούμενης γενιάς τα όνειρα. Είσαι ο πιο θλιμμένος. Θαρρώ θα πας μακριά… Ανοίγεις δρόμους. Πήγαινε στο καλό σου. Φυλάξου από το μάτι το κακό. Φυλάξου!

Όμως, κοιτούσα να προστατευτώ, μέσα από το καπνισμένο τζάμι.
Κι έβλεπα, στη βροχή, κορμιά να πέφτουν. Τον ξέρω αυτόν τον κρότο. Και τους ελεύθερους τους σκοπευτές στις στέγες τους γνωρίζω. Μέσα, η μνήμη καίει. Έξω θερίζει.
-Μη με διώχνεις!
Ο Μύθος χάθηκε. Η Ιστορία αργεί. Οι δημιουργοί της μόλις ξύπνησαν. Τη ξέρω αυτή τη σιωπή. Κι αυτές τις μυροφόρες τις γνωρίζω. Όρθιο με θρηνούν!
- Ξαπλώστε με!
Δεν φταίει ο τύραννος που άταφος γυρίζω. Είναι που άφησε, στο πρόσωπό μου, η πίκρα μια ραγισματιά. Και χύθηκε το φως, όλο το φως εχύθη.
-Πώς να με δεις;… Πού να με δεις;
Την ξέρω αυτή την οπτασία τη λευκή και το θολό τοπίο. Δεν έφυγε ποτέ. Γι’ αυτό και τώρα να γυρίσει δεν μπορεί. Εκεί, που βγάζει αφρούς το κύμα, χάνεται. Κι έρχεται πάλι στο σβηστό φανάρι…
-Φέξε, Θεέ μου ! να σβηστεί η σκιά! Δεν έμεινε κανείς να μ’ αγαπήσει…

Ήταν δυο πύλες στον αυλότοιχο. Διάλεξε την ανατολική και δεν λάθεψε.
-Είμαι ξενίτης, είπε και η γυναίκα, στο κεφαλόσκαλο, τού ’δειξε το ασβεστωμένο πεζούλι.
-Φεύγεις ή έρχεσαι; τον ρώτησε.
-Δεν ξέρω, απάντησε και ντράπηκε.
Τότε, εκείνη ήρθε κοντά και τού ’σφιξε το χέρι.
-Εδώ κανείς δεν έρχεται. Κανείς δεν φεύγει, είπε. Μείνε για λίγο…Δάφνη, φέρε νερό.
Η μικρή με τις κοτσίδες έτρεξε στο πηγάδι της αυλής. Και πριν βυθίσει την φροντίδα της στη γη, τον κοίταξε, τού είπε:
-Εμείς, θα γνωριστούμε! Όταν γκρεμιστεί ο τοίχος, θα γνωριστούμε…
-Εγώ διήνυσα το μέλλον μου, της απάντησε. Δεν σε γνωρίζω.
-Υπάρχει κι άλλο μέλλον! φώναξε, χαρούμενα, και τού ’δειξε κάτω απ’ το πεύκο τη ροδιά.
-Ήμουν στο λόφο με τις σκοπιές, είπε. Θυμάμαι ότι είχα φύγει… Τότε που μου ’δωσαν το χαρτί και μού ’παν: "Δεν σε χρειαζόμαστε άλλο". Όμως, όταν σφύριζε το τελευταίο τρένο, ήμουν εκεί… Μ’ έφερε, εδώ, η ανάμνηση της τριανταφυλλιάς.
Και καθώς μητέρα και κόρη κοιτάχτηκαν μ’ ελπίδα, συνέχισε:΄
Όχι δεν είναι αυτή!
-Μείνε, τον παρακάλεσαν και πλησίασαν. Και ύστερα, ανεβαίνοντας τις σκάλες, τον καλούσαν.
-Όχι! φώναξε, δεν είναι ότι δε θέλω…Είναι που πάλι σφυρίζει το τρένο…
Τότε, τον κοίταξαν γλυκά, ψηλά απ’ το μπαλκόνι, κι ήταν η μικρότερη που μίλησε:
-Θα συναντηθούμε στη ροδιά του μέλλοντός μου.

Την ξέρω αυτή την ομορφιά που σκάει κατακόκκινη σαν ρόδι. Κι αυτόν το δρόμο με τα χαμοκέρασα. Μόνο που τώρα είναι μικρός. Μεγάλωσε η δρασκελιά. Πώς να χωρέσει η απεραντοσύνη του μηδενός σ’ αυτή την αθωότητα;
-Δώσε μου έναν ίσκιο. Να γείρει ο ύπνος το κορμί. Να διώξει το λιοπύρι.


-Είναι μακριά!, του είπανε, είναι μακριά.
-Δεν φτάνει ως εδώ το σφύριγμα;
-Δεν φτάνει.
Κοίταξε, τότε, να ιδεί, αν είναι σ’ άλλο τόπο.
-Σε άλλο χρόνο, του ’δειξαν.

Δεν γίνεται στο μέλλον μου να βρω το γυρισμό, μήτε στο γυρισμό
το μέλλον.

Τότε, άκουσε μια λύρα αρχαία να ηχεί στην απουσία του ουρανού:
-Δεν υπάρχει Αρχή, δεν υπάρχει…
Και γύρισε.

Κι ήταν, εκεί, ίσκιος βαθύς. Σταυρός βαρύς στα κυπαρίσσια.
-Όχι! φώναξα, καθώς τον είδα να λιποψυχεί στον ήλιο. Είναι ο Κέρβερος!
Μα, ως είδα ο φόβος να μην νικάει την απόφασή του, έκραξα:
-Ο Θάνατος ας περιμένει!
Έσπρωξα την παιδική μου πέτρα κι άνοιξε δρόμος μυστικός.
-Τούτο τον κόσμο έκρυψα, για ώρα ανάγκης, είπα.
Είδα ότι έλαμψε στα μάτια του ο άλλος ήλιος. Και καθώς με ακολούθησε, είπε:
-Δεν γίνεται μόνος να φεύγω… Μπορεί εσύ να είμαι εγώ, μπορεί κι ο κόσμος όλος που τον θρυμμάτισε η θλίψη.
Τότε, φάνηκε το παλιό σπίτι με τα ζουμπούλια στα παράθυρα και τη νεράιδα στο μπαλκόνι.
-Μου είπε να σας περιμένω.
Και καθώς είδε την ελπίδα και τη λαχτάρα μας, μίλησε ξανά:
- Γύρισε λίγο για να συγυρίσει…
-Ω! καταφύγιο! φώναξα, ίσκιε μεσημεριού, Μητέρα!
-Αιώνια Μητέρα! είπε κι εκείνος.
Και ως έπνιξα τον πρώτο το λυγμό, σκούπισε αυτός το δάκρυ. Και υψώνοντας μάτι υγρό, στου μπαλκονιού την κόρη, είπε:
-Κάπου σε ξέρω!
Κι εκείνη χαμογέλασε κι ήταν το γέλιο ρόδι σε ίσκιο πεύκου.


Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο Θεάλια, 2009