Πειραματικό




Πρόσωπα του έργου:

-Ο συγγραφέας, πρώτος αφηγητής.
-Ο αναγνώστης που συμμετέχει στη συγγραφή.
-Ο Άνδρας που ταξιδεύει.
-Ο άλλος άνδρας που ιστορεί, δεύτερος αφηγητής.
-Η γυναίκα, παρούσα-απούσα.
-Οι άγνωστοι ερωτώντες.
-Το βουβό πλήθος.


Σκηνή Πρώτη

(Το δένδρο στο σύννεφο)

Το παιδί ανεβαίνει στο δέντρο. Το δένδρο ανεβαίνει στο βουνό, το βουνό ανεβαίνει στο σύννεφο. Ο Άνδρας παρατηρεί.
-Φαντάζεται.
-Παρατηρεί και φαντάζεται.

-«Τί γύρευες εκεί στον ουρανό;», ρωτούν τον Άνδρα.
- Ποιός τον ρωτά;
-Δεν έχει σημασία.
Η ερώτηση αιωρείται.
Είναι τώρα μαζί του και ο άλλος άνδρας. Κοιτούν τη θάλασσα πίσω απ’ το τζάμι. Είναι το βλέμμα θολό.
-Το τζάμι είναι θολό.
-Το βλέμμα…Το τζάμι δεν υπάρχει. Η θάλασσα δεν υπάρχει. Ο χρόνος δεν υπάρχει…
-«Τί γύρευες εκεί, στον ουρανό; Εκεί, ψηλά, στου θεού τα μέρη;».
Ο Άνδρας συνεχίζει να κοιτά. Ίσια μπροστά. Μοιάζει να έχει μυστική συνομιλία με το κύμα. Αυτό που μια φορά τον χάιδεψε, πριν η ψευδαίσθηση αποκαλυφθεί και αποκαλύψει την ανυπαρξία του υγρού τόπου.
Παίρνει το λόγο ο άλλος άνδρας:
-«Δεν ήξερε ότι, πάνω από τον άνεμο, φυσούσε άλλος άνεμος. Και πέρ’ απ’ το βουνό, άλλο βουνό τον καρτερούσε…Πώς να γυρίσει πίσω, για να φύγει πάλι;».
Η ερώτηση επανέρχεται.
-«Τί γύρευες εκεί, ψηλά, πάνω απ’ τα φύλλα;».
Ο Άνδρας μοιάζει να χαμογελά.
Ο άλλος άνδρας συνεχίζει:
-«Χανόταν στα σύννεφα κι έκλεβε ήλιο. Από το περιβόλι του Θεού έκλεβε ήλιο».
-«Και δεν φοβόσουν την Οργή του;».
-«Όχι! Δε την φοβόταν Πήρε ένα κομμάτι γυαλί, καπνισμένο, κι όταν προστάτεψε τα μάτια του στάθηκε εμπρός στην πύλη την ακάνθινη και είπε:
-Φανερώσου!
Και φάνηκαν, τότε, οι μαύρες γυναίκες μοιρολογούσες. Και γονυπετούσες, σταύρωναν τα στήθη τους. Και ύστερα, χτυπώντας τα ως τύμπανα:
-Ω τί κακό μας βρήκε! έλεγαν.
Κι εκλιπαρούσαν το έλεος.
Τότε, εκείνος θρυμμάτισε το γυαλί και υψώνοντας φωνή, σκόρπισε γύρω του σιωπή…
-Στη Δεύτερη Παρουσία, θα βρέξει φως, είπε. Και ο ήλιος που έκρυψα, θα διώξει το φόβο. Κι ανέμελα τα παιδιά θα απαλλαγούν από την ενοχή του θανάτου».



Σκηνή Δεύτερη

(Το τρένο στην αλάνα)


Είναι σκοτεινά. Πλησιάζει το τρένο. Το παιδί, μ’ ένα φανάρι , ανοίγει το δρόμο. Στον σταθμό, ο Άντρας περιμένει κρατώντας μια παλιά βαλίτσα.
-Θυμάται.
-Ναι, θυμάται…
Και ο άλλος άντρας περιμένει.
Μοιάζει ο χώρος έρημος.
Δύο νέοι βαδίζουν αντίθετα.
-Θα συγκρουστούν!
-Όχι, σταμάτησαν ν’ ανταλλάξουν την αναπνοή τους.
Γυρίζουν την πλάτη ο ένας στον άλλο. Μιλάει αυτός που επιστρέφει στην Ανατολή:
-«Αυτοί γυρίζουν να συναντηθούνε με τον θάνατο».
-Επιστροφή στο χρόνο;
-Επιστροφή του χρόνου…
Μιλάει αυτός που επιστρέφει στη Δύση:
-«Αυτός, νεκρός, χίλιες φορές νεκρός, πώς να γυρίσει;».
Το τρένο πλησιάζει. Το φανάρι πλησιάζει. Όμως, αντί για σφύριγμα, το τυφλό θηρίο βγάζει στριγγλιά και χύνεται εμπρός.
-«Το παιδί!».
Η κραυγή τεμαχίζει τη νύχτα, η νύχτα συλλαβίζει την κραυγή:
-«Το παι-δί!».
Το φανάρι καίγεται δίπλα στο ξαπλωμένο κορμί.
-Θα σηκωθεί.
Το παιδί σηκώνεται κρατώντας ένα μικρό κουτί, που φωσφορίζει. Χτενίζει τα μαλλιά του και χάνεται στις σιδηροτροχιές.
Ο Άντρας και ο άλλος άντρας κάνουν μια κίνηση σαν να θέλουν να ακολουθήσουν. Δεν έχει φως. Στέκονται λυπημένοι.
-«Τί γύρευες εκεί, νύχτα που ήταν, στις γραμμές;».
Ο Άνδρας βγαίνει στο ξέφωτο. Κινείται κυκλικά σε σταθερή τροχιά. Τα ύστερα βήματα αλλοιώνουν τα πρώτα ίχνη. Στυλώνει ,επίμονα, το βλέμμα στο νοητό κέντρο. Αλλάζει φορά.
-Πάλι απ’ τα ίδια μέρη θα περάσει…
-Αν τρέξει γρήγορα, μπορεί και να συναντήσει το πρόσωπό του.
-Μπορεί και να το προσπεράσει…
-Άναρχος είναι ο κύκλος. Κι εκείνος, άναρχος κι εκείνος. Πώς λάθεψα; Στην φορά των κινήσεων; Στα αποτυπώματα πώς λάθεψα; Και πίστεψα ότι πολλοί περπάτησαν. Κι ήταν αυτός, αυτός κι ο εαυτός του μόνο.
-«Τί γύρευες, εκεί, με το φανάρι;».
Πέφτει μια σκοτεινιά στο παλιό αλώνι. Έξω απ’ αυτό, ο άλλος άνδρας ακούγεται ως να μονολογεί:
-«Γύρισε να βρει τις μπίλιες του… Είχε, σ’ ένα κουτί μικρό, κρυμμένα τα τιμαλφή του. Όταν πέρασε τις γραμμές, για να βγει στην αντίπερα αλάνα, κάπου χάθηκε. Όμως, κατάλαβε την απώλεια σαν είχε αρχίσει το παιχνίδι. Και κανείς δεν μπορούσε να σφυρίξει τη λήξη του, παρά μονάχα η νύχτα. Και ήξερε ότι παραφύλαγαν, εκεί, οι γέροντες με τα μπαστούνια. Να μετατρέψουν την αλάνα σε ησυχαστήριο των τελευταίων περιπάτων. Και ήξερε ότι αν δεν φύγει χορτασμένος, πρόωρα θα χάσει την ικμάδα του. Και ήθελε, οι μελλοντικές του μνήμες, να ’ναι γεμάτες από χαρούμενες φωνές… Κι εκεί που έψαχνε, είδε σβηστό το τρένο. Και μέσα από τα τζάμια κρατούσαν κεριά αναμμένα οι νεκροί που γύρευαν πατρίδα. Και οι άλλοι,δίπλα τους, ικέτευαν:
-Είναι ο γυρισμός η ύστατη ελπίδα.
Τότε, είδε στην αποβάθρα το όνειρο του μέλλοντός του.
Ήτανε, λέει, με την παλιά οικογενειακή βαλίτσα στο χέρι. Αυτός, που πάντα φρόντιζε να φεύγει.
-Εγώ θα οδηγήσω το τρένο, είπε.
Και ως βρυχήθηκε το θηρίο, σύρθηκε κάτω φέρνοντας τα χέρια του στ’ αυτιά, για να σωθεί. Κι όταν πέρασε ο κίνδυνος, το χέρι του ακούμπησε τον παιδικό του θησαυρό… Κι ήταν τότε το πρόσωπο που φώτισε τις γραμμές. Κι άνοιξε ο δρόμος, ως πέρα…».
-«Ως πόσο πέρα;».
-«Ως το άπειρο!».
-«Εκεί που κατοικεί ο Θεός;».
-«Όχι! Εκεί που ελπίζει ο άνθρωπος».
-«Ματαίως…».
-«Καμιά ματαιότητα δεν έσβησε την ελπίδα».

Όταν τελείωσε αυτά τα λόγια ο άλλος άντρας, μπαίνει στον κύκλο. Και σιωπά. Όλοι σιωπούν.
-Αν σπάσει το σχοινί; -αυτό το αόρατο σχοινί που ορίζει την κίνηση- αν σπάσει;
- Θα εκσφενδονιστούν στο άπειρο.
-Και θα χαθούν.
-Ή θα υπάρξουν.



Σκηνή Τρίτη

(Ο λόφος με τις σκοπιές)


-«Αλτ! Τις ει;».
Το χέρι υψώνεται. Η λόγχη. Η σιωπή ηχεί ως κρότος. Λάμπει.

-«Τί έγινε εκεί, στο λόφο των αναμνήσεων, τί έγινε;».
-«Είχε μια ξαστεριά η νύχτα…».
-Ποιά μίλησε;
-Αυτή με τα λυμένα μαλλιά που πλησιάζει. Μοιάζει ο τόπος με λιμάνι. Είναι σκοτάδι.
-Πού είναι τα φώτα;
-…
-Κι όλοι αυτοί που περίμεναν;
-Μια ζωγραφιά στη σκέψη του είναι κι αυτό το λιμάνι…
-«Είχε μια ξαστεριά η νύχτα…».
Ο Άνδρας αναριγεί στην υποψία της σκέψης του: Είναι η φωνή της.
-«Έφεγγε και το πρόσωπό του…».
-«Τι ξέρεις εσύ γυναίκα;».
-«Ήμουν εκεί. Γυρνούσα…».
Ο άλλος άνδρας βγαίνει μπροστά και της φράζει το δρόμο.
-«Μην την ακούτε! της φαντασίας πλάθει λόγια…».
Αναμετριούνται με τα βλέμματα και τη σιωπή.
-Θα εκραγούν…
-Απομακρύνονται με βήματα πλάγια.
-Θα φωτιστεί η ιστορία…
Συνεχίζει ο άλλος άντρας.
-«Δεν γύρισες ποτέ… Και σε περίμενε, να λήξει η θητεία. Η επιστροφή σου ήταν η ελπίδα που έφτανε ψηλά στο λόφο, με το σφύριγμα του τρένου. Και τον κρατούσε ορθό, εκεί, δύο με τέσσερις… Και το τρένο περνούσε κάθε μέρα ανανεώνοντας την προσδοκία… Και γέμισε η σκοπιά χαραγματιές. Κάθε ελπίδα και μια χαραγματιά. Ώσπου, θόλωσε το βλέμμα κι έπαψε πλέον να μετρά…».
-Πώς να μετρήσεις το αμέτρητο;
-Κι αν το μετρήσεις, να το κάνεις τι;
-«Άδειασε η στέρνα της ψυχής. Βαθύς ο πόνος. Βαθύ και το κενό, πηγάδι άηχο…».
-«Δεν ήξερα…».
-«Δεν ήθελες να ξέρεις…».
-«Όμως, γύρισα…».
-«Ποτέ δεν γύρισες…».
Ο Άνδρας παρακολουθεί. Φαίνεται ότι θέλει να μιλήσει. Όμως, θυμάται πως την τελευταία του λέξη τη είπε πριν από χρόνια. Και δεν τον ένιωσε κανείς… Σαν έσπασε η χορδή, βγήκε το κύμα απείθαρχο κι έμοιαζε ο ήχος με κραυγή. Είπαν πως ήταν τσακαλιού φωνή. Κάτι σαν κάλεσμα έρωτος ή θανάτου.
-«Πες μας γυναίκα. Εμείς να σε πιστέψουμε ποθούμε».
-«Ήταν η νύχτα όμορφη, φεγγαροστολισμένη… Ήμουν εκεί μια δρασκελιά και θά ’πεφτα στην αγκαλιά του. Όταν με είδε λύθηκε, παρέλυσε το χέρι… Όμως, σκιά στήθηκε ανάμεσά μας. Δεν ξέρω αν ήτανε η απειλή ή του φρουρού το ένστικτο ορθώθη κι άστραψε…».
Ο άλλος άνδρας πάει κοντά της. Μοιάζουν τα μάτια του να ικετεύουν τη σιωπή, καθώς το δάχτυλο υψώνεται στα χείλη.
-«Ήταν η νύχτα όμορφη, αστεροκεντημένη. Κοίταζε ψηλά κι έψαυσε μέσα του, εκεί π’ ανάβλυζε ο πόνος. Κι ήτανε η πηγή βρύση που έσταζε ελπίδα… Τότε, του φάνηκε ότι την είδε στην άλλη πτυχή του λόφου ν’ ανεβαίνει. Σκέφτηκε ότι πρέπει, τώρα, να ελευθερωθεί. Την έβλεπε. Την μια στιγμή την έβλεπε, καθώς την έλουζε το φως της νύχτας, την άλλη που ’σβηνε μες στις ψηλές σκιές της… Καθώς πλησίαζε η ώρα που θα φαινόταν στην άκρη του δικού του ξέφωτου, άκουσε το σφύριγμα που σήμανε τη λήξη του σιωπητηρίου… Τότε, είδε εμπρός του το νέο της φωτογραφία… Ήτανε μόνος. Θόλωσε.
-Άλλη διάψευση δε θέλω, είπε.
-Ήρθα για να σε πάρω, απάντησε ο άλλος.
Εκείνος τον μέτρησε πολλές φορές και καθώς επείσθη πως ήρθε στο λόφο να σπείρει ψευδαισθήσεις, ύψωσε τη φωνή. Και τη λόγχη ύψωσε.
-Αλτ τις ει;
-«Μη! του φώναξα, όταν κατάλαβα πως η σκιά είναι η ανάμνησή του…».
Η γυναίκα διακόπτει βίαια τη διήγηση του άλλου άνδρα.
Αυτός ταράζεται, μα συνεχίζει:
-«Και καθώς ο νέος δεν είχε τι να πει - πώς να θυμηθεί το παρασύνθημα μετά από τόσα χρόνια;- "ήρθα για να σε πάρω", είπε πάλι. Τότε, ακούστηκε η κραυγή κι η νύχτα άστραψε…».
Ο άλλος άνδρας τελειώνει τη διήγησή του. Η γυναίκα αποχωρεί από τη σκηνή. Ο Άνδρας βλέπει τη θάλασσα να φωτίζεται ξαφνικά…
-Η ιστορία δεν φωτίστηκε.
-Νομίζεις.


Σκηνή τέταρτη

( Ονειροκρίτης )


Είναι εκεί ένα λιβάδι. Κι ένα ποτάμι που αναδεύει ομίχλη. Και μια οθόνη στην πλάτη του πλήθους. Μοιάζει να τους κάρφωσε αλλού ένα μακρινό φως. Στην οθόνη προβάλλονται σκηνές που μοιάζουν ακατάληπτες.
Ο Άνδρας παρακολουθεί.
-Είναι οι αναμνήσεις του;
-Είναι η ανάμνηση των αναμνήσεων.
-Ποιος είναι τώρα εκεί;
-Είναι το παιδί που χτυπάει την πόρτα του θεού.
-Κι εκεί;
-Ο νέος που ξεχάστηκε στο λόφο.
-Και στο τρένο;
-Είναι αυτοί που γυρισμό δεν έχουν.
Ο Άνδρας στην οθόνη παρακολουθεί. Φαίνεται πως θέλει να πλησιάσει. Ανοίγει η γη στο πρώτο του βήμα. Ξεπηδούν φλόγες.
Το παιδί ανεβαίνει στο δέντρο. Το παιδί περνάει τις γραμμές του τρένου. Η νύχτα κρύβει τη θλίψη στο λόφο με τις σκοπιές. Οι φωτιές δυναμώνουν.
-Δεν υπάρχει πέρασμα;
-Δεν υπάρχει πέρασμα.
Σβήνει η εικόνα.
Εμφανίζεται στην οθόνη ο άλλος άνδρας. Το πλήθος γυρίζει να τον ακούσει.
-«Κάθε φορά που γύρευε ν’ αντισταθεί στην κυκλική του πορεία , μεταπηδούσε σ’ άλλο κύκλο. Ομόκεντρο. Ήταν φορές, που η ακτίνα μεγάλωνε κι ο κύκλος έσβηνε αγγίζοντας το άπειρο. Κι άλλες,  που μίκρυνε. Και νόμιζες ότι θα συνθλιβεί στο κέντρο του… Από το Άπειρο στο Μηδέν. Εγγύτατα. Και το αντίστροφο πάλι: Από το Μη Είναι στην Αθανασία…».
Ο άλλος άνδρας σταματάει να μιλά. Σηκώνοντας το χέρι του δείχνει, έξω από την οθόνη, τον Άνδρα που βαδίζει στην ομίχλη. Το φως δυναμώνει. Όλα γίνονται λευκά, ο Άνδρας χάνεται.

-Ήταν αδύνατος ο γυρισμός!
-Και η φυγή αδύνατη!
-Και το τέλος;
Παγωμένη η εικόνα του άλλου άνδρα, δείχνει πίσω απ’ το φως.
Όλοι σιωπούν.


Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο Θεάλια, Εκδόσεις Ενδοχώρα 2009