Ω! φως μου ακριβό

Ω! φως μου ακριβό

Και βγήκε αυτή ψηλά στο παραθύρι του κόσμου κι
ακούμπησε. Και χύθηκε απ’ τα χείλη άηχη η θλίψη. Κι ως
να τραγούδησε αιώνες εκεί, για μια στιγμή ξεχάστηκε. Και
ήταν παντού και πουθενά. Κι έμοιαζε να βυθίζεται το βλέμ-
μα εντός της· και μετά να επιστρέφει μακριά. Και φάνταζαν
όλα να τα στοχάζεται χωρίς να βλέπει, να τα πονά δίχως να
νιώθει, όλα να τ’ ανασαίνει.
— Μάιρα! τη φώναξε κι αυτή επέστρεψε.
— Είπα να γίνω πουλί! γέλασε κι έδειξε, πέρα, την κεφα-
λή στη λευκή έρημο.
Και ύστερα, έστησε πάλι το χορό.
— Τα πιο όμορφα ποιήματα ζούνε στον βυθό, συνέχισε.
Κι αυτός την κοίταξε βαθιά στα μάτια για να γευτεί την
πρώτη ανάγνωση, να τη γευτεί.
— Δεν είμαι ξένος!
— Δεν είμαι ξένη!
Έμοιαζε να το νιώθουν δίχως να το εξηγούν. Έμοιαζε
να το ξέρουν. Ωσάν να ήταν φυλαγμένη καιρό η αλή-
θεια, ώσπου να μελώσει ο καρπός, να λιώσει στις γλώσ-
σες τους.
— Κοίτα μη μου χαθείς εκεί στους βυθούς που κολυ-
μπάς και γίνεις θεά!
Μίλησε εκείνος. Κι έπεσε αυτή σε συλλογή γαλήνια.
Και με τη σιγουριά του ανθρώπου που υπέταξε τον φόβο
είπε:
— Το νιώθω καμιά φορά. Είναι όλα τόσο ακέραια εκεί. Μια μή-
τρα που μας δέχεται ξανά και ξανά. Κι εμείς, σχεδόν αβαρείς. Άνωση,
ένωση! Είναι η ευτυχία τέτοια πλημμύρα που ξυπνάει την ενόρμηση
του θανάτου.

— 35 —

Αυτά ως είπε, γύρισε αλλού τον σκοπό:
— Ω φως μου ακριβό!
Ένιωσε αυτός γλυκιά λιγοθυμιά και αρπάζοντας τις λέ-
ξεις καθώς ανάβλυζαν, έστειλε μήνυμα:
— Κάνε τον θάνατο τραγούδι και περίμενε. Σε αγαπώ!
Και εκείνη έλαμψε. Και ψηλά από τη φωτογραφία τού
χαμογέλασε. Έμοιαζε χρυσαφένια.
— Μη σκορπιστείς στα ανώφελα φοβάμαι φως μου!
Έτσι του μίλησε.
Φάνηκε τότε πως είχε συντελεστεί το θαύμα. Και γύριζε
πίσω η ζωή να φέρει όσα χρωστούσε. Και πλημμύρισε την
ψυχή τους ένα κύμα άγνωστο. Και δεν είχε όνομα το αίνιγ-
μα, ηχούσε όμως όμορφα.
Και είπε αυτός:
— Θα κλείσω στη σιωπή μου αυτό το μυστικό, ώσπου
να βρω τα λόγια.
Και του ’στειλε αυτή το χάδι:
— Άγγελε!
Κι όσο, ουράνιος, βυθιζόταν στο απύθμενο εκείνη συ-
νέχισε:
— Κρίνα ολόλευκα στις θίνες!
Γύρισε τότε και είδε τη θάλασσα παντού. Να αναδεύει
ουρανό και όνειρα. Και ήταν εκεί γαλάζιο και πράσινο το
σύμπαν. Και μίκρυνε, μίκρυνε, ώσπου έγινε μια σταγόνα
που κρύφτηκε στο βλέμμα.
— Τώρα! του φώναξε.
Κι αυτός τη φίλησε γλυκά και ύστερα κολύμπησε στον
βυθό της. Και φάνηκε το σμίξιμο να σφραγίζει το τέλος·
και η μήτρα που ρούφηξε το παρελθόν να αναγεννάει το
μέλλον.
Και πέρασε χρόνος πολύς, αιώνιος στις στιγμές του.

— 36 —

Και ήταν ωραίο να το ακούς, ήταν ωραίο να το λες, ήταν
ωραίο να το σωπαίνεις. Και ήταν μια ποίηση, εκεί, που δεν
την όριζε κανείς. Μοιραία και ευτυχής, ωσάν αγάπη.


Μια, ανύποπτη, ποιητική συνομιλία με την εξαίρετη φίλη Μαρία
Μαργαρίτη μου έδωσε την έμπνευση για αυτό το κείμενο. Διασκευά-
στηκαν λόγια της εκλεκτής ποιήτριας και ορισμένα, τα οποία σημαί-
νονται με πλάγια γραφή, χρησιμοποιήθηκαν αυτούσια.

— 37 —