Παντοτινό


Παντοτινό

— Θα γράψω, ψιθύρισε κι άρχισε να χαϊδεύει τα
πλήκτρα.
Κι όσο αυτή η προετοιμασία της ψυχής έπαιρνε χρό-
νο, ένιωσε ν’ αδειάζει απ’ όλα τα αισθήματα. Αισθάνθηκε
εκείνο το κύμα που τον ωθούσε στη στεριά, να τον τραβάει
πάλι στη θάλασσα.
— Η ταλάντωση, λείπει η ταλάντωση, χαμογέλασε.
Είχε τώρα μια διάθεση αυτοσαρκασμού.
— Τι άλλο να πεις; Γύρισες πίσω, γύρισες, τόσες φορές
εγύρισες, το ξόδεψες το παρελθόν, τι άλλο θέλεις;
Του ’ρθε μια σκέψη-αστραπή.

— Στο μέλλον!

Άρχισαν τότε να χορεύουν οι λέξεις. Έγραφε, έγραφε,
στην αρχή αργά, σταθερά, ύστερα γρήγορα, ύστερα τυφλά,
έγραφε, ίδρωνε, γελούσε, στιγμές στιγμές κοβόταν η ανα-
πνοή, μετά έβγαιναν επιφωνήματα άναρχα, κάποια στιγμή
τα δάκτυλα λιγοθύμησαν.
Κοίταξε στα μάτια το παρόν να δει τα νοήματα, είδε
ένα σύννεφο. Ήταν γαλάζιο. Κι ο ουρανός, ήταν λευκός ο
ουρανός.
— Θεέ μου, φώναξε, δεν είμαι εγώ ζωγράφος.
Ήταν σαν να ’νιωσε ο Θεός την απόγνωση, τεμαχί-
στηκε η εικόνα σε λέξεις. Και καθώς η αποκάλυψη γινό-
ταν αργά, έμοιαζε με τελετουργία γένεσης. Όμως, αντί
αυτές να διαταχθούν ως κείμενο, σχημάτιζαν ένα σμή-
νος πουλιών.
Ένιωσε στην αρχή θαυμασμό, ύστερα τρόμο.

— 14 —

— Τα ποιήματα, φεύγουν τα ποιήματα!

Κοίταξε πάλι. Είδε τότε έναν στρόβιλο σε πλάνο πρώτο
και πίσω τα πουλιά. Φάνταζαν να πετούν μέσα στην πορτο-
καλί ανταύγεια ενός κρυμμένου ήλιου.
Άρχισε πια να καταλαβαίνει το πεπερασμένο και να αι-
σθάνεται το άπειρο.

— Ο κύκλος!

Και ξέροντας ότι κανείς δεν τον ακούει, συνέχισε άηχα.
— Και πας κι έρχεσαι, πότε με την ανάμνηση, πότε με
την απαντοχή του μελλούμενου. Και διαρκούν οι παλμοί
τού πίσω χρόνου ώσπου να γυρίσεις πάλι στο τώρα, να
πάρεις μια δύναμη απ’ την ψευδαίσθηση να μη σε εκσφεν-
δονίσει η ανυπαρξία στο τίποτα.
Φάνηκε να πέρασε ένας αιώνας μέσα σ’ αυτήν τη σκέ-
ψη, κοίταξε πάλι στην οθόνη, είδε νερά να τρέχουν στην
κίτρινη σκόνη· και άνθη είδε και τη διαρκή μεταμόρφωση
άρχισε να νιώθει στο είναι του.

— Τα ποιήματα, είπε, έρχονται τα ποιήματα!

Τώρα ήξερε. Αυτό το άγραφο που γύρευε στη ζωή του
δεν είχε παλμό, δεν είχε πόνο. Έμοιαζε με εικόνα, με διαδο-
χή αισθήσεων, δεν είχε γράμματα, δεν είχε νοήματα, μόνο
μια ακινησία, συνισταμένη χιλιάδων αρμονικών κινήσεων,
μία γαλήνη.
— Θα γράψω, ψιθύρισε κι άρχισε να χαϊδεύει τα
πλήκτρα.
Κι έμεινε το χάδι παντοτινό, ποίημα αιώνιο.



— 15 —