Αλλιώς πώς;

Κοίταξέ με

Τα πιο όμορϕα ποιήματα
κατοικούν στον ϐυθό
των ματιών.
Εκεί πηγαίνουν πρώτα,
αϕού γεννηθούν στην ψυχή.
Ύστερα, πετάνε,
χάνονται,
γίνονται ξένα.
Αν θέλεις η πρώτη ανάγνωση
να είναι δική σου,
κοίταξέ με.



Τι ευτυχία!

Ω! τι χαρά
ν’ ανοίγεις τα μάτια σου
και να σου λέει καλημέρα
το χαμόγελο
που τριγυρνούσε στον ύπνο σου
όλη νύχτα!
Και να σκεϕτείς πως ξύπναγες,
κάθε ϕορά, στο άγγιγμά του,
μ’ εκείνη την αίσθηση τη στυϕή
της διάψευσης·
ήταν συνήθεια πια
να περνάνε οι επιθυμίες
σε χρόνο περασμένο,
να μην προϕταίνεις,
ποτέ να μην προϕταίνεις,
γιατί πάνω στην προσμονή
σ’ έϐρισκε ο ύπνος·
και ύστερα,
κυνηγούσες τον προορισμό σου,
σε νυκτερινές διαδρομές,
αϕώτιστες.
Τι κρίμα!
Όμως,
τι τύχη τώρα
να σε ξυπνά ένα χάδι
αιϕνίδιο,
πάντα η αϕή ήταν η έλλειψή σου
στις πέτρες που κατοίκησαν
την ανάμνησή σου,
ϕως να σε λούζει,
όνειρο.
Ω! τι χαρά,
τι ευτυχία
να επιστρέϕεις!

                           

Εωθινό

Και λίγο πριν ξημερώσει,
την ώρα της μυσταγωγίας
των νυχτερινών ονείρων,
έϐγαινε Αυτή στον κήπο.
Εκεί, στη ρίζα,
άϕηνε το ποίημα,
χαμογελούσε
στο πρωινό αστέρι
και επέστρεϕε.
Έτσι, λέξη τη λέξη,
ανάσα την ανάσα,
άνθιζε η τριανταϕυλλιά
το εκατόϕυλλο σκίρτημα.

                         

Άκου

Ήρθα να τραγουδήσω.
Είμαι πουλί,
δεν είμαι ποίημα.

Ανοίγω τα ϕτερά μου,
χάνομαι,
ξυπνώ τον ήλιο
στο γαλάζιο·
έξω απ’ τη μνήμη σου
υπάρχω.

Το πέταγμά μου έρωτας,
ήχος και χρώμα,
ϕως.
Στο χώμα ακροπατώ,
ψηλά ψηλά πετώ
και ζω
πέρα απ’ το μέλλον σου.

Εγώ
ήρθα να κελαηδήσω.

                       

Απεικόνιση

 Προϊόντος του ϕθινοπώρου,
η πλαγιά έγινε ϐαθυκόκκινη
από λανθάνουσες παρουσίες.

εγώ τις λέω θλίψεις,
ϕύλλα παλιών χειραψιών
σ’ ανεμοϐρόχι.
Όχι, δεν είμαι η ανάμνηση,
είμαι το υποκίτρινο που επιμένει.
Αν είναι να ϕυσήξει,
είναι η ώρα,
τώρα που έχει ο μίσχος
την ψευδαίσθηση της αντίστασης
και τα συντελεσμένα
ενδύθηκαν τη μεγαλοπρέπεια
του ενδόξου,
αυτά που μου ’λαχαν.
Πριν επιλέξουμε σέπια
και εκείθεν το χώμα,
ας ϐυθιστούμε στην ωραιότητα
των διασκορπισμένων αισθήσεων.

                         

Μέθεξη

Θ’ αϕήσω το ωραίο ψέμα
να πλανηθεί,
τάχα πως δε με ξέχασες!

Κι αδειάζοντας τον πόνο,
θάλασσα,
με το χρυσό το τάσι
που μου χάρισες
να πίνω
σταλιά σταλιά,
να σε υμνώ
και να μεθώ,
θα ελπίσω!

Θ’ αϕήσω τον ωραίο μύθο
να υψωθεί,
τάχα πως μου γελούσες,
πως γύρισες,
πως μ’ αγαπούσες!

                           

Αυγουστιάτικο

 Όσο πλησίαζε
 η δεκάτη τετάρτη
 του ϕεγγαριού,
 εσύ σίμωνες.

 ώσπου λύθηκε
 η ψυχή
 και γείραμε
 στην ανάμνηση
 ν’ αγκαλιαστούμε.

                   

Αλλιώς πώς;

Με χτυποκάρδι,
αλλιώς
πώς;
Με χάδι,
αλλιώς
τι;
Με έρωτα,
αλλιώς
γιατί;
Έλα
να
αγαπηθούμε.

                 

Μενεξεδί

Είπε το ποίημα:

Άλλαξέ με!
Δε θέλω πια
να ’μαι κραυγή,
θρήνος, λυγμός
και σπαραγμός.
Κάνε με γέλιο και χαρά,
γεύση καλοκαιριού,
αγάπη.

 Πλύνε με, χτένισέ με!
Κάνε με πόθο και ϕιλί,
ϐλέμμα που λάμπει.
Κάνε με κύμα, μουσική,
ήχο και ϕως,
σταλιά νερού.

Κι αν δεν μπορείς,
στη σιωπή σου ϐύθισέ με,
σϐήσε με, λύτρωσέ με!

                     

Αυτοϕυής

Εκεί,
που έσπερνα χαρά
και ϕύτρωναν ήλιοι
κι αστέρια,
τώρα,
μια αγριάδα
επίμονη
πλέκει τις ρίζες της.
Κρυϕογελάει
στην παραίτησή μου,
κραυγάζει
ορμές Ανοίξεων.
Κι εγώ δεν έχω πόνο,
μόνο μια προσμονή,
λαχτάρα:
Ν’ αντέξει η παπαρούνα μου
σε τούτον τον πνιγμό,
ν’ αντέξει.

                         

Συνάντηση

Σε είδα ωραία
στις συλλαϐές σου,
ηλιόμορϕη.
Σε ήθελα.
Εσύ έϕευγες κι ερχόσουν
και ταξίδευες.

και σου κρατούσα
εγώ το χέρι,
εγώ που πάντα έλειπα.

Σε είδα γυμνή
και δε σ’ ένοιαζε.
Όλα τα ψέματα
μία αλήθεια μόνο,
μια ομοιοκαταληξία,
ένας ρυθμός ερυθρός,
μοϐ ο ρυθμός στο γαλάζιο,
ένας ο στίχος.
Γύρευες τη λέξη τη μαγική,
την τελευταία.

κι ερχόταν
ένας γαλήνιος στεναγμός,
σπασμός στο όνειρο.
«Αχ!», το ποίημα.

 Πώς να ορίσεις της μοίρας
τη διαδρομή
που αλλού σε στέλνει,
όμως πάλι εδώ,
στα ίδια που ποθούσες,
σε γυρίζει;

                   

Μέταλλο

Έλα,
πλύνε τις λέξεις!
Να ϕτάσεις στον καθαρό ήχο
των συλλαϐών,
δίχως παραϐολές
και συνειρμούς,
χωρίς εκπνοές διοξειδίων.
Να γράϕεις ϕθινόπωρο
και να μη σε πλακώνει η θλίψη,
να λες χαρά
όπως την κελαηδάει
το πρωινό πουλί.

Άκου,
όλα τα θρήνησες,
κι αυτά που έχασες
και τ’ άλλα που σου ’μειναν,
τα παρελθόντα
και τα μέλλοντα,
τα πονεμένα.
Γυρίζουν τώρα τα λόγια σου
κατάρα αλλού,
γυρεύοντας την αθανασία
στις οξειδώσεις·
έμαθες να πλανεύεις
στην κρύα ορϕάνια.
Αυτό που δεν τραγούδησες
μ’ αρέσει,
το ελαϕρύ κύμα των ϕθόγγων,
η διέγερση
των αυθύπαρκτων αισθήσεων,
έλα.

Λούσε το ποίημα στην πηγή!
Να πάρει ϕως
στη διαύγεια των πρώτων νοημάτων,
πριν συσσωρεύσει η μνήμη
τα συντελεσμένα.
Αλλιώς,
άλλη η γλώσσα του.

Έλα,
ξέπλυνε την ψυχή σου!
Διώξε τη σιωπή,
όλη τη ϐάρϐαρη κι ευλογημένη.
Γράψε!

                           

Ε! συ

Ε! συ
που περιϕέρεσαι στο τίποτα
ποιώντας μαύρο,
με ϐλέμμα αδειανό,
εκεί, στα έξω της ζωής σου,
κάποια σε σκέϕτεται.

Ε! συ
που τεμάχισες όλο τον ϐίο σου
σε χιλιάδες θανάτους
και έϕτασες εδώ μαχόμενος,
όρθιος ως από τύχη,
σ’ αγώνα άνισο
ή επειδή σε προσπέρασε
η καταιγίδα από λάθος,
καθώς ϕύλλο ήσουν
και σκόρπισες μ’ όλα τα κίτρινα,
ε! συ,
κάποια σε συλλογιέται,
αϕουγκράζεται τον ήχο
των πλήκτρων
και ϐρίσκοντας δίοδο,
τρυπώνει στην απόγνωσή σου
να κοινωνήσει αυτό που έϕερες
κι ακόμα σε κρατά
σ’ αυτήν την ωραία μοναξιά σου.

Ε! συ
που χάνεσαι γυρεύοντας
ν’ αναστηθείς στο μέλλον
και είναι το μέλλον όνειρο,
ε! συ,
εδώ στ’ ανήλιαγα,
κάποια σε θέλει
και λαχταρά της λύρας σου
το δάκρυ, και το κρυϕό.

Ε! συ,
πού ϕεύγεις πάλι;

                       

Αντί εαυτού

Άσε τη λύρα,
αυτό το ποίημα θα γραϕτεί
χωρίς τη νοσταλγία·
αυτοί που νοσταλγούν
έχουν μια προσμονή.
Εσύ γνωρίζεις: τα δάκρυα είναι
η ϐροχή που ξεπλένει τα χρώματα.
Μοίρα σού κέντησε στο ϕυλακτό
μια λύπη,
άσε τις λέξεις.
Αυτό το ποίημα θα γραϕτεί
χωρίς χρησμούς κι αινίγματα,
χωρίς πλημμύρες, ϕουσκοθαλασσιές,
λευκά πανιά και όνειρα γαλάζια.
Θα ’ναι η θολωμένη σου ανάσα,
η γαλήνια κίνηση του χεριού σου,
οι γραμμές οι παράλληλες
των οριζόντων σου,
η σιωπή που ηχεί τη μουσική σου,
η θλίψη που υπέταξε τον πόνο,
το πορτοκαλί πουλί που υπογράϕει.

                         

Το σκοτεινό πέπλο

Είναι στιγμές που νιώθω
πως θα ϕανερωθείς, μέσα απ’ το μαύρο,
κρατώντας ένα πανέρι λέξεις αχνιστές,
μόλις που ϐγήκανε απ’ την πυρά σου,
κι αϕήνοντας το πέπλο σου,
θα με κοιτάξεις
σαν έτοιμη από καιρό να δώσεις,
να δοθείς και να μ’ αρπάξεις.

Είναι στιγμές -ϕοϐάμαι-
πως θα ϐρεις τη μυστική μου δίοδο,
ακολουθώντας αντίστροϕα
το μήνυμά μου,
και θα προϐάλεις υπαρκτή,
μ’ ένα ϕιλί ανταμοιϐή
για όσα δεν αξίζω
-αυτά που χάρισα τα ϐρήκα αντίγραϕα
στα όνειρά μου.
Κι όταν το χέρι θα μου δώσεις,
τι να πω;
με χείλη άνυδρα πώς να τ’ αγγίξω;

Είναι ϕορές που ϐλέπω στον καθρέϕτη
εξόριστες επιθυμίες να συνωστίζονται
γυρεύοντας διαϕυγή·
και τότε, λέω να κρυϕτώ ξανά
μες στη ϕωτογραϕία,
για να ηχήσει σίγουρη η απουσία μου,
μην τύχει και προδώσω τον παράλληλο
που ταξιδεύω χρόνο·
τι ήρθα λαθραίος σε τούτη την τροχιά
εκλιπαρώντας ένα χάδι,
μερίδιο από αυτό που δίνει η νύχτα
σ’ όλους που σπάραξε,
παρηγοριά.

Θα πουν
πως μου έτυχε μεγάλη αναποδιά
και έϕυγα σε μακρινό ταξίδι.

Είναι στιγμές που ξέρω
πως συγκαλύπτω τα όλα μου
σ’ αυτήν την ειλικρίνεια την ανελέητη
που τη θαυμάζουν οι πολλοί
και ξεγελιούνται.

ξένοι με ταξιδεύουν σε ερείπια ξένα,
αυτός που ποίησε δεν είμαι εγώ,
είναι ο άλλος,
πάντα ο άλλος με κατοικούσε
στον πανικό μου
κι ο άλλος του άλλου μ’ έκρυϐε,
όταν στάλαζαν ήχο και ϕως οι λέξεις μου.

Γι’ αυτό σου λέω, ϕοϐάμαι
μη ϐγεις μέσα απ’ το μαύρο,
κρατώντας αστέρια και άνθη
και την υπόσχεσή μου κρεμασμένη στον λαιμό,
ϕοϐάμαι μην και ριχτείς σ’ άδεια αγκαλιά,
καθώς εγώ θα δραπετεύω.  

                           

Μη

Κι εκεί
που με σεργιάνιζε
ανέμελη η μνήμη,
πέρα απ’ τα πέρα
πέρατα,
τα περασμένα, σ’ είδα.
Νύϕη του μέλλοντος,
Θεά!

Μου ’γνεψες,
άπλωσα χέρι.
Μη!
Δεν είμαι ξένος.
Λούστηκες το ϕως.
Μη μου χαθείς,
εσπάραξα.
Άσε με να σ’ αγγίξω.
Όνειρο είμαι,
ϕώναξες.

Το όνειρο γυρεύω.

                       

Δεν

Ω! συ μούσα
του θρήνου,
απόκαμα,
κανείς δε σε γνωρίζει.
Δεν είσαι πια.
Μπορεί ποτέ
και να μην ήσουν
και να γυρεύω εγώ
ξανά την απουσία
οπού ο έρωτας.
Ω! συ κυρά
του σπαραγμού,
δε σε θυμάμαι.
Είναι που έρχεσαι,
κάθε που ϕεύγω.
Κανείς
δε με γνωρίζει.
Δεν είμαι πια,
μπορεί ποτέ
και να μην ήμουν.

                   


Εικονική

Και τι θα πει σ’ αγαπώ;
τη ρώτησε
και χάιδεψε αυτή τα πλήκτρα.

Κανείς δε με ϐλέπει,
ψιθύρισε
κι άϕησε τη ϐροχή της
να τρέξει.
Κι όσο το σύννεϕο άδειαζε
το μαύρο ϕορτίο,
εν μέσω ρυθμικών λυγμών,
έστελνε εκείνη χαμόγελα
που είχανε παύλες
στη γλώσσα τους,
τελείες στα μάτια τους
κι όλο το ψεύδος στη μορϕή τους.

Κανείς δε με ακούει,
συλλάϐισε,
νιώθοντας παντού το ρίγος της,
τον στεναγμό
να σκοτεινιάζει την οθόνη.
Είναι τα σταγονίδια
απ’ το παλιό δηλητήριο
που εκτοξεύτηκαν με ορμή,
σκέϕτηκε.

Και τι θα πει σ’ αγαπώ;
Ήχησαν τώρα
οι γραμμένες λέξεις,
μ’ εκείνον τον ήχο
που ξέρεις ότι δεν είναι
τίποτ’ άλλο παρά η σιωπή
που επιμένει
πίσω από το αλϕάϐητο.
Θα σου το γράψω σε ποίημα,
απάντησε
κι άναψαν οι κόκκινοι αριθμοί,
την ώρα που στέγνωνε
η ϐροχή της.

                     


Δυαδικό

Σε νιώθω εκεί στα αόρατα,
χαϊδεύεις τα αισθήματα
που μόλις έκρυψα.
Μπορεί και να με περιγελάς - ϕοϐάμαι.
Η μόνη γλώσσα που γνωρίζω
είναι των ματιών,
όμως, εσύ περιϕέρεσαι στην άλλη σκηνή,
όπου η ϕαντασία,
το όνειρο και τα καλώδια.
Δυαδικοί αριθμοί,
με μόνα σύμϐολα ανιχνεύσιμα
το μηδέν και το ένα,
ηλεκτρικό ρεύμα ειδικής συχνότητας.
Κι εγώ που σ’ αγαπώ πώς να το πω;

Αϕήνω αινίγματα κι εκλιπαρώ
                    .
τους λύτες  γόρδιος ο δεσμός
και το μαχαίρι σου στάζει
τον χθεσινό μου πόνο.
Όμως, έχω ασκηθεί
στους υπόηχους και στη λαχτάρα.
Εντοπίζω την παρουσία σου,
μπορεί και να ριγείς, δε ϐλέπω.
Το ένστικτο μοιράζει ελπίδες·
άλλος τις παίρνει πίσω,
αυτός που μου ’μαθε τη σιωπή
ως επιϐίωση.
Τώρα το κόκκινο σκίρτημα
ανερμήνευτο χαμόγελο στην οθόνη,
είμαι εδώ!
Δεν αγωνιούν τα πλήκτρα,
ούτε στη χαρά ούτε στη θλίψη.
Εσύ περιϕέρεσαι στη σκοτεινιά
του μυαλού μου,
μοιάζει να ϕοράς την υπόσχεση,
μα ποιος στ’ αλήθεια ξέρει;
Ένα κλικ είναι αυτό
που με χωρίζει από τη λύτρωση.
Ωστόσο, το αισθάνομαι πως θα χαθώ,
χωρίς το μύθο μου θα σϐήσω.

Μπορεί και να με θέλεις,
ποτέ μου δε θα μάθω.
Εκεί, στα αόρατα του νου,
χίλιες ϕορές κλειδώθηκες,
καρδιά μου!

                       

Μπαλάντα

Κι εκεί που απλώνει
η αγάπη να σ’ αγγίξει,
χάνεσαι πάλι
στην αρχαία σιωπή σου.

Θέλει αρετή να δεις
στον ραγισμένο σου
καθρέϕτη
ό,τι ανόρθωσες.
Μπορεί ωραία ερείπια
να έστησες πάλι
εκεί που επαίρεσαι.

Τι γύρευες εσύ εδώ,
στην αγορά,
με μόνο εϕόδιο τις λέξεις,
αυτές που σου ’μαθε
η μοναξιά να κελαηδούν
πλάνες σοϕίες
κι αισθήματα εξόριστα;
Πού πήγες;
Πάλι ηχούνε πένθιμα
όσα καταραμένα
δεν μπορείς ν’ ακούσεις.
Κρύϕτηκες;
τώρα που έμαθες να ϕεύγεις;
Λένε πως είναι αυτό δειλία·
εγώ που ξέρω δε σε αδικώ,
ό,τι σ’ ανάστησε
μπορεί να σε τελειώσει.

 Πού πήγες ποιητή,
πού πήγες;

                   

“Αποχωρώ”

Μα τι νόμισες πως είναι το ποίημα
και πυροϐόλησες μ’ αυτήν την κρύα λέξη;
Έρωτας είναι το ποίημα, όχι διάλεξη.
Πονάνε οι σύνδεσμοι,
τα σημαινόμενα και τα σημαίνοντα.
Κι εκείνες οι σιωπές που το τυλίγουν
γίνονται κόκκινες.
Κοινωνία συναισθημάτων είναι το ποίημα.
Δεν είναι εύκολο κάθε ϕορά
να ελέγχεις την απόχρωση,
ενίοτε γίνεται ερυθρή,
ερχόμενη από το ιώδες.
Άλλες ϕορές αρνούνται οι λέξεις
τη χροιά του ήχου τους,
δεν ξεχωρίζουν τις αγάπες.
Μήτε τα ϕιλιά τα διαχωρίζουν
σε ϕίλια και άλλα,
σκιρτάνε τα ϕωνήεντα, πάλλεται ο στίχος.
Μα τι νόμισες πως είναι το ποίημα;
Ατσάλι;
Άνθρωπος είναι το ποίημα.

                         
Των θρήνων

Θα σου χαρίσω
λίγη απ’ τη θλίψη μου,
την ώρα του πρωινού καϕέ,
όταν θα σχεδιάζουμε
μιαν ακόμα ματαιότητα.
Το ξέρω,
η ομίχλη είναι συνήθεια
καθημερινή.
Αλήθεια, τι θυμάσαι
από το χθεσινό ϐράδυ;
Απ’ τ’ αυριανό;

Ας ήταν να ϕύγει το ϐουνό,
ν’ αδειάσει η λίμνη,
και να ’σαι εκεί,
στον τελευταίο χορό
των κυμάτων.

                       

Διαθλάσεις

Πώς χύνεται το παράπονο
στο δάκρυ σου;
ϕως, ουρανός που λάμπει!

Πώς γίνονται κατσαρές
οι όρθιες ευθείες
στο γαλάζιο που τρεμοπαίζει,
διαθλώντας την ακαμψία,
αναλύοντας την ομορϕιά,
συνθέτοντας την αίσθηση,
την παραίσθηση,
την ψευδαίσθηση, τη μαγεία
των κρυϕών νοημάτων;

Πώς έσϐησε το ξύλινο γεϕύρι,
στον ήλιο και στην ομίχλη,
και ήρθε όλη η θάλασσα
στα μέσα μου
και τα λευκά καράϐια
στο δωμάτιό μου;
Πώς πέταξες μαζί με τα πουλιά
στην όμορϕη απάτη των ματιών,
ϕωτογραϕία στιγμής;
Πώς γύρισες ξανά
στο όνειρό μου;

Πώς τραγουδώ με νότες
δανεικές,
χορεύεις, ϕέγγεις;
Πώς σ’ αγαπώ
σ’ αυτήν την ωραία μου πλάνη;

                         

Άστικτο

Βρέχει
Λευκά πουλιά
Ψηλά
Χιονίζει
Διάϕανα αστέρια
Σ’ άλλον ουρανό
Εωθινό
 Γλαυκό ϕεγγάρι

                 

Καθάριο

Εισπνέει τον πόνο,
ϕτύνει συϕοριασμένες
λέξεις,
ξεπλένει την ψυχή,
αρχίζει πάλι.

Ευγένεια,
καλλίϕωνα νοήματα,
χαρά.

Στρώνονται
καθαρά μαντήλια,
θ’ ακουστεί
στον δείπνο.

Γράϕει αυτός,
ηχούν σιωπές,
σιγούνε κραυγές,
αντάτζιο.

                     

Η οργή

Κι αϕού ϕλυάρησα
ως τζίτζικας ευδαίμων
σε καιρούς
χυμώδους ευεξίας
και έκρωξα ως κόραξ
σε ερημίες
ανωδύνως,
ιδού που τώρα επιστρέϕω
άνευ παρομοιώσεως,
ράμϕος η οργή.

Ουαί!
ηγέτες των αθλίων,
ϕωτιά θα στάξει
ο ουρανός
και θα σας κάψει.
Και σεις που σαλιαρίζετε
έρποντας ακούστε:
 Η ξηρασία θα ρηγματώσει
την κοιλία σας,
στον πανικό θα γυρεύετε
τα ατροϕικά σας πόδια.
 Η αδηϕαγία
των ισχυρών
δε θα επιτρέψει
περισσεύματα κοκάλων
για τους μετρίους.
Όσοι ευτύχησαν
στην αναισθησία
έλεος δε θα γνωρίσουν.
Άγρια πουλιά
ήδη οσμίζονται τη σήψη.
Εγώ που πέταξα μαζί τους
σε μαύρο σχηματισμό,
το ξέρω:
Κανείς θεός
δε θα τους σώσει.

                         

Καλοκαιρινό

Ω! σεις του γαλάζιου
και του απέραντου,
ξεχασμένοι,
κίτρινοι, κόκκινοι,
πορτοκαλί,
κρατώ εγώ
εδώ
τα πένθιμα,
τα λίγα,
τις ϕλυαρίες
των δέντρων μου,
και τη νεκρή
θάλασσα,
εγώ.

                       

Ο δρόμος

Είχανε ϐρει τον δρόμο,
γυρεύανε τώρα τα πόδια
και το τυϕλό σκυλί οδηγητή.
Ότι κομμένα τα πίσω περάσματα
και οι μονόϕθαλμοι αλληθωρίζανε.
Και δεν είχαν, οι παρελθόντες, ανιχνευτές
-χάθηκαν στην ανεμοθύελλα
που σάρωσε τα ύστατα του απελθόντος.
Και μύριζε παντού ϐροχή αυγουστιάτικη
από τη μεγάλη ξηρασία και τη θέρμη.
Κάποιος ϕώναξε:
ας ϐρεθεί επιτέλους ο τυϕλός
κι ας είναι λύκος.
Όλοι συμϕώνησαν
κι άρχισαν να εκλιπαρούν το ϕεγγάρι.
Έτσι είχαν διδαχθεί, αιώνες τώρα,
αν δεν αλυχτήσεις το ϕωτεινό αστέρι,
δε θα σταματήσει ο λυγμός της ιστορίας.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, ασύνειδα σχεδόν,
σχηματιζόταν η πομπή του μέλλοντος.
Είχαν εντοπίσει τον ήλιο
και γύρευαν τώρα το κερί,
γιατί δεν ξέρανε
αν θ’ αντέξουν στην αντηλιά
κι ετοιμάζονταν ν’ ακολουθήσουν
το υπόγειο τούνελ·
αλλά είχε εκεί ρεύματα παλιών αναμνήσεων
και υγρασία, από τον καιρό
που κρύϕτηκαν τα ποτάμια στα σπήλαια.
Ποια σπήλαια και ποια ποτάμια;
Ήταν αντικατοπτρισμοί,
αισθητικές παρακρούσεις
μιας ανυδρίας ανυπόϕορης,
όπου ιδέα καμιά,
μόνο τα αραχνιασμένα ϐιϐλία,
αυτά που σώθηκαν στην επιδρομή,
όταν είχε ϕανεί η ματαιότητα
και η αρχαία σκουριά
είχε πρασινίσει όλα τα χάλκεα.
Πώς ν’ αναγάγεις την καθολική οξείδωση;
Δεν ομιλούν εδώ τη γλώσσα
των ορθών νοημάτων,
μόνο την κίτρινη λάμψη των ματιών γνωρίζουν.
Όσοι κουράστηκαν, ζήτησαν
ϕιρμάνι του ϐασιλιά
και ϐρέθηκε εκεί μια ξεπεσμένη,
του υπηρετικού προσωπικού,
και διέταξε
ν’ ανορθωθούν όλα τα έξω ερείπια,
-τα μέσα ϐολεύει να γίνουν σκόνη-
να λατρευτούν ξανά οι μωροί
και οι θεοί να υποταχτούν, οι θεοί.
Και η όρθια ευθεία ποτέ
να μη διαθλαστεί στη διάϕανη λίμνη
και όλο το ρίγος του νερού να καταργηθεί.
Να υψωθεί ξανά το σϕυρί·
κι όλων των ποιητών τα στερνά ϐιϐλία
να καούν, να μείνουν τα πρώτα,
όσα τη λαχτάρα την έκαναν παντιέρα.
Είχανε ϐρει το τραγούδι, γυρεύανε τώρα
τη ϕωνή και τον λευκό τον μέλανα,
έτσι ονόμαζαν τον μαύρο κόρακα
που τον είχε ασπρίσει ο χρόνος.
Έλεγαν πως πρέπει ν’ ακουστεί ο κρωγμός
του αρπακτικού,
να καταλάϐει σύγκρυο το κορμί,
στον χαλασμό να ταραχτεί ο νους·
γιατί μόνο με σαλεμένο τον λογισμό
μπορούσαν να πορευτούν στο ϕρύδι,
πάνω από το ϐάραθρο της κατάνυξης
και του ϕόϐου.

                             


Ε! συ-2

Ε! συ ποιητή,
σώθηκαν όλα.
Μια μια τις μνήμες
ξόδεψες,
τις δεύτερες ζωές,
σ’ ανέστιες περιπλανήσεις.
Τώρα για πού τραϐάς
δίχως λέξη καμία;
Στη δύση σου;
Εσύ που γύρευες
αϕετηρίες
και μια ζωή
ανατολές στα όνειρά σου,
σιωπηλός ϐαδίζεις
στον προορισμό σου;
Ε! συ δημιουργέ
του ωραίου μύθου,
δεν είναι ο θάνατος
ποίημα.

                   

Δε ϐρέχει

Κι αϕού ξοδεύτηκε
στο γαλάζιο,
γύρισε πίσω,
σ’ ένα παλιό
ϕθινόπωρο
ιδρωμένο.

Πού να ϐρεθεί
κίτρινο ϕύλλο;
Μονάχα το ποίημα
κι εκείνη η πρώτη
πυρωμένη ανάμνηση.

Δε ϐρέχει πια
και δε ϕυσά,
μόνο ϐουίζει.

               

Ανάμνηση

Κι εκεί
που το κρυϕό σου
ϐλέμμα
σκόρπιζε στον άνεμο
λαχτάρα
και ήταν το γέλιο
που ’ταζε στον ουρανό
ϕιλιά,
τι έϕταιξε
και χύμηξε
ίσκιος κακός
στο όνειρό μου;

Ω Μοίρα!
στάξε λίγο ϕως
το λάθος σου να σϐήσεις.

                       


Χαμηλόϕωνο

Θέλω να πεθάνω,
είπες.
Και ήταν η στιγμή
πιο υγρή
απ’ όλες τις σκέψεις μου.
Και ήταν η ώρα πιο νύχτα
απ’ όλες τις νύχτες μου.
Τι άλλο να περιμένουμε;
πρόσθεσες
και σχημάτισες
με τα δάχτυλα
ένα χάδι
σαν προσευχή.
Και τρεμόπαιξε
η ϐλεϕαρίδα
στον καθρέϕτη.
Κι έσταξε αγάπη
απ’ το γαλάζιο
που με κοίταξε.
Και ήταν αργά,
πολύ αργά.

                       

Απώλεια

Μου είπες:
Έϕυγε!
και ϕόρεσες το σκοτεινό
σύννεϕο.
Όμως εγώ ήξερα:
Δεν ήταν αυτό το πένθος σου.
Γιατί ο πόνος είναι κόκκινος,
ο πόνος.
Κι ο θάνατος,
δεν έχει χρώμα ο θάνατος.
Μου είπες:
Θα πάω τώρα στους αγρούς,
δεν ξέρω αν θα ’χει Άνοιξη
εκεί.
 Πού είναι; ρώτησα
και μου ’δειξες:
 Παντού!
Όμως εγώ ήξερα
κι ας ήταν άνυδρο το ϐλέμμα.

                         

Ανασυνθέσεις

Το ξέρω, είσαι το χάδι
που ο άλλος οϕθαλμός ορά
ως λικνιζόμενο ϕθινόπωρο.
Πάντα μετρούσα απόντες
στα προσκλητήρια.
Πότε αυτός που ξέμεινε
κυνηγώντας το ϕύλλο στον άνεμο,
και ϐρέθηκε εκεί που εντοιχίστηκε
στους σταλαγμίτες,
πότε ο άλλος που ξεχάστηκε
στο παγκάκι της οδού Τοσίτσα.
Όχι, δεν ήταν ο πόλεμος,
ήταν αυτή που έϕευγε.
Όλο το κίτρινο δεν είναι ϕετινό.
Δεν είναι η ϐροχή,
είναι η εκροή των συσσωρευμένων
δακρύων.
Δεν είσαι συ, είναι η μνήμη
που σε διασκευάζει ανασυνθέτοντας
όλες τις απογευματινές θλίψεις.
Το ξέρω, είσαι το ποίημα.

                             

Ενοχή

Και την ώρα
που ήθελα,
ερχόταν
Αυτή,
η Αρετή
με το σαρδόνιο
 -εγώ τη λέω ϕίδι
πρωτόπλαστο-
να μου θυμίζει
την ενοχή
της επιθυμίας.

                 

Αυτόματο

Λευκός ο ίσκιος,
αϕύσικος
εν μέσω αποθεώσεων,
δε θέλει πολύ ο νους
για να σαλέψει:
αλλού η παρουσία,
αλλού το ϕως,
ανάποδος καιρός,
παντού γαλάζιο.
Πού πήγε το πορϕυρό,
με τόσο αίμα που χύθηκε,
πού πήγε;
Ή μήπως ήταν πράσινη η πηγή
και ο ήλιος αόρατος;
και ποια η συμϐολή του ϕεγγαριού
στον ϕόνο;
Καμιά!
Όταν ο ίσκιος έϐγαινε
τις νύχτες ολόλευκος,
εκείνο γύριζε στη γη
την αθέατη πλευρά του.
Πού είσαι Μαρίνα
να ϐγεις να με ϕιλήσεις
να γίνω σάρκινος;
Όπως τότε που τρέχαμε μαζί,
στο πουθενά,
δεν είχε σημασία η απουσία
τότε,
τώρα, πήρε τη λύπη του πηγαδιού,
εκεί, λένε,
ρίξανε τις αναμνήσεις
και ούτε κανείς ποτέ του νοιάστηκε
αν πνίγηκαν ή στην απελπισία,
κολυμπούν ακόμα.
Πάντως ώρες ώρες
σκουραίνει το νερό,
ξεπλένοντας
οξειδωμένες υπάρξεις.

Λευκή η οθόνη
ενώπιον κατακρημνίσεων
και εισϐολών,
αυτό το τοπίο απαθανατίστηκε
στη διάρκεια της κίνησης
μιας ρευστής αμηχανίας,
τα πλήκτρα, αχ τα πλήκτρα,
έϕεραν την είδηση,
ο ποιητής πορεύτηκε εκεί,
καθώς προέλεγε
ελπίζοντας να διαψευστεί,
ποιος να τα ϐάλει
μ’ αυτήν την προαίσθηση;
Μπορεί να πέρασε το ϕθινόπωρο,
όμως το κίτρινο χύθηκε παντού,
μπορεί να είναι η μόνη παρηγοριά,
για ϕαντάσου να πλημμυρίσει
ο κόκκινος πόνος.
Βγες Μαρία στο παραθύρι,
ρίξε την πλεξούδα σου
να σκαρϕαλώσω
εγώ στον ουρανό,
έχω εκεί παλιούς λογαριασμούς,
απ’ όταν ξεχνιόμουν
και με τραϐούσαν
οι θεές να μου χαϊδέψουν
το σγουρόμαλλο.
Ήμουν αθώος και μ’ ήθελαν,
αργότερα μ’ έδιωξαν.
δεν ήταν αυτός παράδεισος,
ούτε καν κήπος,
μια αυλή ήταν και κάτι γραϕεία
με ϕουγάρα,
είχε όμως και παγκάκια
πίσω από την ιτιά
και ϕιλιά είχε
και έρωτα μοιραίο,
κι απόλυτο
που έχτιζε στην άμμο μελλούμενα.

Μαύρη η νύχτα μου
με ϐούλες λευκές,
δεν ήταν οι ίσκιοι,
είναι εκ γενετής
η ύπαρξη σημαδεμένη
με ψευδαισθήσεις ϕωτός.
Ρωτάς τι ξέρω;
Κι αν ξέρω αυτά
τα τιμαλϕή των στίχων;
Δεν είναι λέξεις αυτές,
είναι ραπίσματα του ανέμου,
ήχοι από γρύλισμα αρχαίας θύρας.
Τι να ξέρω;
πως θα ’ρθουν νέες
να θρηνήσουν τη ϕυγή μου;
Όταν εγώ τριγύρναγα,
ζητούσα ένα χάδι,
χάδι να ήταν, ας μην ήταν αϕή,
ας μην ήταν αίσθηση καμιά,
μονάχα ένα σημάδι
να λύσει αυτόν τον κόμπο
κι εκείνο το παράπονο
που αιώνες κατοικεί
πίσω απ’ τις κόρες των ματιών,
δίνοντας χρώμα στη λαχτάρα.
Μη ϕύγεις εσύ, δεν ήρθες ακόμα,
προπορεύεται η αύρα σου·
ή μήπως είναι παραίσθηση
εαρινής ευωδίας
που έϕτασε ως εδώ,
ακολουθώντας
αντίστροϕες διαδρομές;
Πόσο απέχει η Άνοιξη
απ’ τον Χειμώνα
όταν γυρίζεις πίσω;
Μη ϕύγεις, όποια κι αν είσαι,
είναι γραμμένο να σμίξουμε
πριν απ’ το χιόνι,
δε χιονίζει εύκολα στις μέρες μας
ο Θεός,
ϕοϐάται την ασχήμια του κόσμου.
Πώς να ϕορέσει η γη το νυϕικό της
μέσα στο κάρϐουνο, στη λάσπη;

                           

Η ύστερη

Ήρεμα,
ϐαθιά ανάσα,
πάμε από την αρχή.
Θυμόσουν την πρώτη σου
και νόμιζες
ότι ήταν η ώρα
να πάρεις πίσω
όσα δεν έζησες;

 Πώς ξέχασες
την ίδια σου την κραυγή,
ϐαθιά απ’ τ’ όνειρο,
και θέλησες να δοκιμάσεις
την αντοχή του μύθου σου
σ’ αυτήν τη δύση
που κατοίκησες;

Ήρεμα τώρα,
ήσυχα κι απλά,
με στίχους απέριττους
να γράψεις τον επίλογο,
χωρίς ϐυθούς
και ϕεγγαρένια μάτια,
χωρίς ξεσηκωμούς
και θάλασσες·
κουράστηκε η ελπίδα
σ’ αυτόν τον καλπασμό.
Κρατήσου!
Λίγο σου έμεινε ακόμα,
μια στροϕή,
λίγο ακόμα.

ύστερα,
δε θα θυμάσαι πια,
ούτε την πρώτη,
ούτε τη δεύτερη,
ούτε την ύστερη,
μόνο το θρόισμα.

Καμιά δεν ήρθε.

                 

Μούσα

 Ποιος είπε πως ϕορώ
λευκό χιτώνα αρχαίου αοιδού;
Έτσι με έντυσαν εξαιτίας
της παραϕροσύνης μου.
Και η άρπα που κρατώ
είναι παιχνίδι.
Τη ϐρήκα παραπεταμένη
στη λήθη μου.
Δε γράϕω εγώ ποιήματα,
καλώ τους ίσκιους μου
νύχτα και μέρα,
μην ξεχαστεί κανείς
και δε ϕανεί
κι αϕανιστεί το ϕως
και πώς θα πορευτώ
σ’ αυτήν την παραζάλη;
Όσες ϕορές σ’ αγάπησα
δάκρυζε το ϕεγγάρι.
Εγώ δεν έχω λύρα, εγώ,
μόνο μια ανάμνηση
θρυμματισμένων ήχων.

                         

Απουσία

Είχε ψυχή,
είχε κορμί,
όμως αυτή έλειπε.
Λένε
πως την είχε κλέψει
ο Νους,
ο ανόητος.

                   

Σκηνή στο δάσος

Ρέει
στην κόψη
του τσεκουριού
γλυκό σαν πόνος
άγριο μέλι.
Το νιώθω,
 εϕτά παράδεισους
 θα περάσω.

                   

Βύθια

Και τα κορμιά
παραδόθηκαν
στην πυρκαγιά
των ϐλεμμάτων,
οι λέξεις χάθηκαν
στις γλώσσες
των ϕιλιών.

                 

Παραμονή και ϐράδυ

Θα γράψω εγώ
σ’ άγνωστους τοίχους
στίχους,
σε ξένα χρονολόγια
θα στείλω τις ευχές μου.

Ξέρεις;
με πήρε το παράπονο.
Εσύ να κατοικείς εκεί,
νέα, στην Ιπποκράτους,
-πώς να γεράσει η ανάμνηση-
κι εγώ αιώνες να σε ψάχνω
ή μήπως άλλαξες οδό;
Δεν είναι πια Χριστούγεννα.
Ο τελευταίος σωτήρας
γεννήθηκε
πριν απ’ τη σταύρωσή μου.
Γελούσες:
Δε γνώριζες τον Γολγοθά,
δεν έμαθες.
Δεν ήσουν εσύ που έϕυγες,
ήταν η άλλη που γέρασε.
Εσύ, κατηϕορίζεις
ακόμα ϕοιτήτρια
στα Εξάρχεια,
μοιράζοντας ϕιλιά και γέλια.
Ας είναι αυτό
το τελευταίο ποίημα.
Να κλείσω τους λογαριασμούς,
να ’ϐγω στην αυλή.

Μπορεί και νά ’ρθουν
τώρα
άλλα Χριστούγεννα,
μπορεί.

                       

Ο δημιουργός

Άλλος ιερουργεί,
εγώ σϐήνω ευτέλειες
ν’ αποκαθάρω τη μνήμη,
ϕυγαδεύω εραστές
για να στηθεί ο μύθος.
Άλλος σε ταξιδεύει
στ’ όνειρο,
εγώ υπογράϕω.

                         

Μνήμη του όντος

Ουδείς,
ούτε η υποψία του.
Ουδεμία,
ούτε το άρωμά της.
Ουδέν,
ούτε το σήμαντρο.

Μια μελανή οπή
το ποίημα
και η ϕυγή
αδύνατη
όσων εισήλθαν.

Ούτε το ϕως,
ούτε η σιωπή,
ούτε η μνήμη.
Μόνο
η άγραϕη λέξη.

                     

Κίων

Έτοιμη;
 Πάμε!
Ξεπλένω
τις λέξεις.
Διαλογέας
προσμίξεων,
απορροϕητήρας
εντάσεων,
πρόσθετη κεϕαλή,
δηλητηριώδης.
Χθόνια επινόηση,
επί σκοπόν
και πυρ!
Όρθιο,
δωρικό το ποίημα,
άϐιο.

               

Νυχτοσυνθέσεις

Μα τι γυρεύεις εκεί;
Δεν είναι δάσος.
Άκουσες λέξη γνώριμη;
Δε σου ’μαθε κανείς
για τη χλωροϕύλλη
της νυκτός;
Κόκκινα, κόκκινα,
τα δέντρα κόκκινα
και το ϕιλί μελανιασμένο
και τα ϕυλλόκαρδα
εισπνέουν ολημερίς
το άχρηστο,
αποϐραδίς εκπνέουν
το μαύρο,
ιδού η σύνθεση
υποκατάστατο.
Το μόνο δάσος
είναι η μνήμη σου,
οϕθαλμαπάτη
που ελπίζει στην έρημο.

                     

Τρις

Τετάρτη μεσημϐρινή,
α! αυτή η ώρα της σιγής,
με τη ϕριχτή γριά να σεργιανά
γύρω απ’ τα παιδικά κρεϐάτια.

εγώ τη λοιδορούσα
από την κούνια μου,
μα ό,τι δε μου ’κανε παιδί,
μου το πληρώνει τώρα.
Τετάρτη μεσημϐρινή
και περιϕέρεται ασώματο
το μαύρο ράσο,
σκούζουν εκεί
οι περασμένες μνήμες.
Νίκο πού πας;
Θα κοιμηθώ.
Δεν είναι αυτός ύπνος μεσημεριού,
είναι ο θάνατος.
Βυθίζεται η ϕωνή μου στο κενό,
ηχεί το τίποτα.
Τετάρτη μεσημϐρινή και ϕθινόπωρο:
Πώς να γλιτώσω;

                         

Άχρονος έρωτας

Έλα,
τώρα τις λέξεις μου
τις τραγουδώ,
δεν τις ϕοϐάμαι
πια τις λέξεις.
ο πόνος στράγγιξε
σ’ εκείνους
τους παλιούς στίχους,
χύθηκε
απ’ τη λευκή ραγισματιά
το μαύρο.
Τώρα το ϕως,
η ευϕωνία των στιγμών,
τώρα το άχραντο.

                   

“Ανακοινωθέντα”

α.

Ο τοίχος λευκός,
ο τοίχος χάρτινος,
ο τοίχος δεν υπάρχει.
Θα ποτίσω τα λουλούδια
που ζωγράϕισαν τα παιδιά.

ϐ.

Βομϐάρδισαν οι γήινοι
το λευκό σύννεϕο.
Υποχωρούμε ατάκτως.

γ.

Μαύρα πουλιά,
ίδιες οι σκέψεις μου
σε πτήση.
Βαδίζω ακάθεκτος
υπό σκιάν.

δ.

Να τις λαξεύεις τις λέξεις,
το ποίημα που θα μ’ εντοιχίσει
ας έχει ωραία όψη.

ε.

Καθώς η ευθυμία
υψώθηκε
έως τα ερυθρά χείλη,
έγινε ο λυγμός
γυάλινος ήχος.
Κανείς!

στ.

Μαύρο είναι
η ερήμην των οϕθαλμών
ερωτική συνεύρεση
των χρωμάτων,
είναι οι στίχοι μου
που ρούϕηξαν το ϕως
και ανακλούν το τίποτα.

                           

Να τη σώσεις

Κάν’ την αγάπη σου
ϕωτιά,
άνεμο, κύμα,
πυρκαγιά,
χρώμα και ϕως
και ουρανό,
αστέρι.
Ψιθύρισέ την,
κάν’ την ϕωνή,
γλώσσα πουλιού,
κελάρυσμα νερού
κι αν χρειαστεί,
κραυγή.
Και ύστερα,
σιωπή
για να τη σώσεις.


Εσύ

Μα πού γύριζες εσύ
λευκή στον ελαιώνα,
λευκή στα όνειρα,
ξυπόλυτη
στη λαχτάρα μου;



Oι κυνηγοί

Ήταν εκεί
με την αίσθηση
του ελαϕιού.
Όταν εκείνος
την πλησίασε,
αυτή ϐάδισε ήρεμα
στο πεπρωμένο,
και χύθηκε στην αγάπη,
ενώ οι κυνηγοί
όπλιζαν στο καρτέρι.

                     

Χωρίς

Ήρθες χωρίς,
ως επιθυμία
που προπορεύεται
της αϕίξεως
στον νου
και στην ψυχή,
πανσέληνο ηϕαίστειο,
υπόσχεση
που αϕρίζει στο γαλάζιο,
όνειρο ανυπόδητο,
αγάπη.

                 

Πού είσαι;

 Ηχώ
τον σπαραγμό
στην ερημία μου,
εισπνέω
σκόνη παλιών
καταρρεύσεων,
ακούω
τριγμούς ανορθώσεων.
 Ποιος έρωτας,
ποιος
θα με ϕυγαδεύσει;
Διάπυρο το γήινο
στα πόδια μου,
αραιό το γαλάζιο
στον ουρανό μου,
άχρωμη έλλειψη.
Τα ερυθρά αντιστέκονται
στην ασϕυξία μου.

Πού είσαι αγάπη μου,
πού είσαι;

                     

Να ’χα

Να ’χα μια ελιά
να ημερεύει
τους χειμώνες μου,
μια λεμονιά
ν’ ανθίζει τις αισθήσεις,
να ’χα μια θάλασσα
και μιαν αγάπη.