Ανέκδοτα ποιήματα (ε)

Η πιο σκληρή πέτρα είναι ο άνθρωπος.

Στη βρύση

Ήρθε η αδελφή στη βρύση και μας ανήγγειλε ότι η μητέρα πέθανε. "Δεν είναι δυνατόν", της απάντησα, "η μητέρα είναι δεκατέσσερα χρόνια πεθαμένη"· και τότε ακούσαμε τον πατέρα να μας καλεί· "κι αυτός πέθανε", φώναξα με σπαραγμό. Μα, είδα την αδελφή να πλένει τα σοσόνια της· κι ήταν σχεδόν παιδί η αδελφή· κι εγώ δεν είχα καθρέφτη να δω πόσο χρονών ήμουνα, όμως ήταν τα χρόνια τέτοια που κανένας θάνατος δεν είχε δουλειά ανάμεσά μας.

Προσωρινώς

Κι εκεί που πέφτω, πέφτω κι είναι το χάος βαθύ, πιάνω μια λέξη, βρυχάται ανυπόμονη η νύχτα, πιάνω μια μουσική, αιωρούμαι προσωρινώς· πάλι γλιτώσαμε κι απόψε.

Ο καθρέφτης

Ερωτευόμαστε τον  άνθρωπο που μας ωθεί να γδυθούμε τα φθαρμένα, να φανερώσουμε την βαθιά αλήθεια μας, να ελευθερωθούμε. Κι όταν αυτό συμβεί, γίνεται αυτός καθρέφτης, βλέπουμε εκεί την ψυχή μας, μας πιάνει ο φόβος του άγνωστου,  δίνουμε μια, τον κάνουμε κομμάτια.

Δεν ήθελα

Εγώ δεν ήθελα να γράφω ποιήματα· να παίζω ήθελα και να γελώ.

Δίπλα στη θάλασσα

Μήπως το ξέρετε; αυτό είναι το φιλί του αποχωρισμού, αριστερά στο λαιμό ψηλά, κοντά στη ρίζα του αυτιού, δίπλα στη θάλασσα.

Ζερβότερα

Κι αυτοί που έτσι απλά αναγνωρίζουν την ήττα τους, πιάνονται από τη εξέχουσα ρίζα του πουρναριού, έθιμο παιδικό, ορκίζονται πως θα νικήσουν την άλλη μέρα, που ο ήλιος θα βγει ζερβότερα και οι κυνηγοί θα λαθέψουν στο στόχο τους.


Κρυφά

Υπάρχει ένα ποτάμι ανάμεσα στις λέξεις μου, που κολυμπούν κρυφά οι επιθυμίες μου. 

Εν όψει χειμώνα

Ας κρύψω λίγες λέξεις για να καλωσορίσω την άνοιξη, θα ρθει και φέτος, δε θα ρθει;

Αστράφτει

Ας μείνω άγρυπνος απόψε, μη με βρει η βροχή στον ύπνο μου και μουσκέψει το όνειρο.

Κυματισμοί

Μα τι νόμισες 
πως είναι οι λέξεις
και τις φόρτισες 
μ' αυτό το νόημα,
 το βαρύ,
της ύπαρξής σου;

Δε λέω,
κάπου-κάπου δακρύζουν,
έτσι όπως συνωστίζονται 
τα υγρά σύμφωνα·
δε λέω,
κάπου-κάπου στενάζουν 
στην αλληλουχία 
των φωνηέντων τους. 

Όμως, εν τέλει,
ίσια που ηχούν 
τη δική σου απόγνωση
και ύστερα γίνονται κύμα.

Εκεί που λες,
ας βγει κι αυτή η κραυγή 
να ξαλαφρώσω, 
έρχονται χιλιάδες ψυχές
και σου γυρεύουν ποίημα.

Η φωτογραφία

-Χαμογελάς!
-...
-Λάμπουν τα μάτια σου!
-...
-Πού βρήκες τόσο φως;
-...
-Πού πήγε τόση θλίψη;
-...
-Και η χαρά; πώς ήλθε εδώ τόση χαρά;

-Δε ξέρω, Φίλε μη ρωτάς· όσα σου φέρνει η στιγμή, δε σου τα φέρνει ο χρόνος.
-Και ήταν μόνο μια στιγμή;
- Απέραντη  ήταν η στιγμή· ήταν ο χρόνος όλος.


Η ησυχία

Ανεβαίνει από τη θάλασσα στους χλωμούς δρόμους, στα πεύκα· χτυπάει το τζάμι μου, ανακατεύεται με την παλιά ησυχία των παιδικών μου βουνών.
Α, πόσο τρομακτική είναι η ησυχία που ανεβαίνει από τη θάλασσα τις νύχτες μου.

Να φύγουμε 

-Να φύγουμε και απο εδώ!
-Και πού να πάμε;
-Δεν έχει σημασία το "πού", να φύγουμε!

Ξανά

Σε απευθείας σύνδεση,
με την αλμύρα
να νοτίζει το χαρτί
και τις λέξεις χαρούμενες,
ήρθαν μαζί μου στη φυγή.

Αν είναι κάτι να καεί,
ας γίνει ο φόβος στάχτη.

Γύρω μου λένε ταραχή,
κακός αέρας και βροχή.

Όμως εδώ, τα πουλιά μου
κοιμήθηκαν ήσυχα
στο δέντρο του κήπου
κι η θάλασσα δε με φοβάται.

Κυριακάτικο

Έρχεται ένα όνειρο παλιό, "άργησες", του λέω, 'εσύ άργησες', μου απαντάει, "πώς γίνεται;" ρωτώ, "εγώ δε σε ορίζω", γελάει αυτό, ξυπνώ και φεύγει· κοιμάμαι πάλι, έρχεται ξανά, αυτό το όνειρο θα με ξεκάνει.

Η άγραφη

Όσο πάνε τα ποιήματά μου μικραίνουν, όχι γιατί δεν έχω πολλά πράγματα να πω, αλλά γιατί τα νοήματα των λόγων μου συμπυκνώνονται σε μια λέξη που την κρύβει καλά η σιωπή των άλλων. Έτσι αφαιρώ, μήπως και λιγοστέψει η σιωπή και τηνε βρω· εις μάτην, αυτή θαρρώ πως γίνεται πιο πυκνή κι απόλυτη.

Πώς γίνεται;

Μα οι ερωτευμένοι είναι θλιμμένοι, εσύ πώς γίνεται και κολυμπάς μες στη χαρά;

Περιπλανήσεις

-Μα τι γυρεύεις εσύ εκεί στο πουθενά;
-Το τίποτα γυρεύω, αυτό το ωραίο τίποτα.

Θυμόσοφα

Πώς τελειώνει μια αγάπη; μ' ένα θυμό;
-Όχι ο θυμός διαρκεί λίγο και τη μεγαλώνει.
-Με την απόρριψη;
-Η απόρριψη προϋποθέτει πως θα ξεριζώσεις ένα κομμάτι σου και θα το ρίξεις στα σκυλιά· και τότε το άλλο σου συνέχεια θα αιμορραγεί.
-Με τη λησμονιά;
-Όχι, δε σε αφήνει το φεγγάρι.
-Με τη σιωπή;
-Ούτε, αυτή είναι η πιο μεγάλη της ελπίδα.
-Πώς τελειώνει μια αγάπη;
-Δεν τελειώνει η αγάπη...

Λένε

Λένε, εκεί στη θάλασσα μακριά, σε μια σπηλιά, πως κατοικεί η αγάπη· ψέμματα λένε.

Στη θάλασσα

-Θα φύγω!
-Πού θα πας;
-Στη θάλασσα.
-Μα, αυτή υπάρχει μόνο στ' όνειρό σου.
-....
-Πού θα πας;
-Στη θάλασσα, στο όνειρό μου.

Φρέαρ

Μα ποιοι νομίζετε πως είν' οι ποιητές; κάποιοι μισολιπόθυμοι· ψάχνουν νερό στην έρημο-δυο λέξεις-για να ζήσουν.

Τα ποιήματα

Όλα τα ποιήματα υπάρχουν, σχεδόν ως παιδικές μνήμες. Όσο οι άνθρωποι ευτυχούν αυτά κοιμούνται. Μόλις αρχίσουν τα βάσανα, ξυπνούν, τρέχουν στη βρύση να πλυθούν, χτενίζονται στον καθρέφτη, φορούν κι ένα ένδυμα καλό, συνήθως πορφυρό ή μελανό-σπανίως λευκό- και βγαίνουνε σεργιάνι.


Εις μάτην

Ακονίζω τις λέξεις μου· όπου να 'ναι θα βγω στη γύρα και θα σφάξω.
Γελούν σκωπτικά οι άνω τελείες μου. Στάζει το ποίημα αγάπη.

Αδύνατον

Εγώ θα γίνω σκιάχτρο έλεγε αυτός, κι εκείνη ξήλωνε απ' το κορμί  του μαύρα πουλιά.



Ο Άλλος

-Όχι, δεν τα 'ζησα εγώ όλα αυτά.
-Ποιος τα 'ζησε.
-Ο Άλλος φίλε μου, ο Άλλος· κι άλλος του Άλλου. Έτσι τη μοιραστήκαμε τη ζωή και την αντέξαμε.
-Και τώρα;
-Τώρα αυτοί έφυγαν.
-Πού πήγαν;
-Ο πρώτος γύρισε πίσω στο βουνό, ο δεύτερος  μπήκε μες στον καθρέφτη μου.
-Κι εσύ;
-Εδώ, ονειρεύομαι ακόμα τις πέρα θάλασσες και γράφω.


Μηχανική υποστήριξη

Τώρα κάτι παλιά ποιήματα
ρυθμίζουν την αναπνοή μου.

Είναι

Και αγωνίζεσαι
να νικήσεις το φόβο,
για να ελευθερώσεις
την αγάπη·
μα είναι αυτός
ο φόβος σου
εν τέλει η αγάπη.

Αλλιώς

Δεν είναι ότι μου στέρεψε η ευφωνία.
Είναι που με πιάνει το παράπονο
καταμεσής του ποιήματος, καταμεσής.
Λάθος μετρήσατε την αντοχή μου.


Τι είναι το ποίημα;

Μια σιωπή κεντημένη με λέξεις

Μα τι ζητούσε;

Μα τι ζητούσε; να γίνει ωραίο παρελθόν, μόνο αυτό ζητούσε.

Ακέφαλο

Δαγκώνω τις λέξεις, αιμόφυρτες να τις δεχτεί το ποίημα.

Τρις

Τρις αναστήθηκε ο Χριστός, στις δύο ανελήφθη. Τώρα γυρίζει περίλυπος στις αυλές των ανθρώπων.

Χάσαμε πάλι

Προς το παρόν διεκόπη το γεύμα, αυτή λίγη ψαρόσουπα έφαγε και έφυγε· θα συνεχιστεί όμως κανονικώς, εγώ η μοναξιά μου και οι γάτες της γειτονιάς. Ωραίο γεύμα. Κερνάω κρασί, θυμό και οργή. Χάσαμε πάλι.

Κρυφά-β

Υπάρχει ένα ποτάμι ανάμεσα στις λέξεις μου, ρέουν στην κοίτη του  κρυφά τα δάκρυα του Θεού μου.

Η ένατη

Έρχεται το πρωί, όταν ανοίγω με την τσίμπλα στο μάτι-όλη τη νύχτα πάσκιζα να την ξεχάσω· ύστερα στις καθώς πρέπει ώρες φεύγει. Θυμώνω· να τη σε λίγο πάλι, στα μεσημέρια της ζωής μου πάλι.  Δεν είναι αληθινή, όμως εγώ θα τη σκοτώσω.

Α.

Τα έλατα, κατέβηκαν στο χωριό, μπήκανε στις αυλές· α, πώς ξεθάρρεψαν τα έλατα τώρα που έφυγαν οι άνθρωποι.

Αφοπλίστε τον

Οι δολοφόνοι μου με πρόσταξαν να ζήσω· όμως εγώ κρατάω ένα τσεκούρι του βουνού, λάθος με γέννησαν, ήμουν αθώος.

...
Δεν είναι ίδιες όλες οι σιωπές. Άλλες ηχούνε χάχανα και άλλες σταλάζουν  πόνο.

Ποιητικά

Γράψε όχι όπως όταν αγορεύεις, αλλά όπως όταν κλαις ρουφώντας τις μύξες σου. 

Οι πρωτευουσιάνες

Έχοντας την ανάμνηση της ευγένειας από τις γάτες τις παιδικής μου ηλικίας, οι οποίες περίμεναν υπομονετικά στο γεύμα-"θα έρθει", έλεγαν, "η σειρά μας" και γαλήνιες χουζούρευαν στην ποδιά μας- έχοντας λοιπόν τη νοσταλγία του παλιού, που τα κακά του ξεχνιούνται στο διάβα του χρόνου, σκεφτόμουν:

-Να, τώρα ήρθε η ώρα να νικήσω τη μοναξιά μου: Θα γευματίσω με τις γάτες μου.

Ωστόσο, αυτές οι γάτες της πρωτεύουσας ήταν αλλόκοτες: δεν προλάβαινα να βάλω στο στόμα μου την πρώτη πηρουνιά, νιαούριζαν μιρλίζοντας, χωρίς περηφάνεια καμιά. Όμως, δεν έφτανε αυτό. Κάθε φορά που σηκωνόμουν από το τραπέζι του θερινού μου μπαλκονιού, να πάρω το αλάτι που ξέχασα, να βάλω λίγο ακόμα κρασί στο ποτήρι μου , χύνονταν λυσσάρες στο πιάτο μου. Ύπουλα και εν κρυπτώ. Έτσι τρώγαμε από το ίδιο τσανάκι οι γάτες μου κι εγώ· και μετά έτρεχα στα νοσοκομεία να δω τι  με πείραξε.

Συμπέρασμα: Καλύτερα να τρως μόνος σου, παρά με γάτες πρωτευουσιάνες.
....

Στην απομόνωση έχεις πάντα δυο φόβους. Ο ένας είναι αυτός που σου συμβαίνει, ο άλλος...
-Σε αγαπώ, αυτός είναι ο άλλος φόβος.


Το κύμα

Δος μου ένα βράχο να ξεθυμάνω.

Πώς

Μα πώς να σε δείξω δίχως χέρια;


Το τρένο

Έρχεται, φεύγει, σε φέρνει, σε παίρνει· ώσπου να πάει και να ρθει ένα διάλειμμα η ζωή. Όμως, αλλιώς σου το κελάηδησαν τ' αηδόνια· πού να'ξεραν κι αυτά από δρομολόγια αμαξοστοιχιών; πού να 'ξερες κι εσύ; Το μόνο σφύριγμα που είχες ακούσει ήταν στα βιβλία· αχ τα βιβλία, γράφουν ωραία παραμύθια τα βιβλία.

Αδελφέ

Γυρίζω να βρω τις ρίζες μου, "δεν". Ξερίζωσα τον τόπο μου να φύγω. Σέρνω τα κουρασμένα μου όνειρα στη θάλασσα. Δεν έχει ρίζες η θάλασσα, μόνο κάτι ελπίδες μάγισσες.

Ιστορίες της γιαγιάς

Κάθε φορά που την πλησίαζε, τον έδιωχνε. Και καθώς αυτός ροβόλαγε στη στράτα, έβγαινε αυτή στη ράχη και του φώναζε: πού πας; και γύριζε· μα πάλι τον έδιωχνε και πάλι τον καλούσε. Ώσπου μια μέρα σηκώθηκε αέρας κακός και πήρε τη φωνή της, και δεν την άκουσε κανείς και πάει  εκείνος στα καλιά του.

Να την κοιτάς

-Ήρθες στη θάλασσα, τι άλλο θέλεις;
-Ούριο άνεμο.
-Μα εσύ τη θάλασσα θέλεις να την κοιτάς, δε θα την ταξιδέψεις.
-Ούριο άνεμο χρειάζεται και το βλέμμα.

Το ποίημα

Όσο σκληρό, όσο πικρό κι αν είν' το ποίημα, ο αναγνώστης που μετέχει της συγκίνησης, εν τέλει, δεν πονεί. Χαμογελά συμπάσχων. Γι’ αυτό πρέπει να έχει την αρμονία της μορφής, οι λέξεις να σταλάζουν τη λύπη όμορφα, να κελαηδούν τον πόνο· την απόγνωση να τη συνοδεύουν με νότες.  Γι’ αυτό το ποίημα πρέπει να είναι χάδι ψυχής, λουλούδι αισθήσεων, μυσταγωγία ωραιότητας.

Οι ονειροφαντασμένοι
Λοιπόν θα το πω ωμά, με το κίνδυνο να γίνω αντιπαθής, εγωκεντρικός και ασυγκράτητος: Οι ποιητές είναι οι ευλογημένοι των στιγμών, αλλά  και οι αφορισμένοι. Είναι καλοί για τα ηλιοβασιλέματα, για τις ώρες που ανεβαίνει ο καημός και γίνεται κόμπος, για  όταν σκοτεινιάζει το μυαλό και ηχεί παράξενα η μοναξιά· είναι καλοί ως ονειροφαντασμένοι. Κατά τα άλλα είναι δυστυχείς και καταραμένοι. Παρακαλώ, για όλα αυτά δείξτε το σεβασμό σας.

Αν

Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι αδυνατούν να πάρουν αποφάσεις στα κρίσιμα ζητήματα της ζωής τους και παρ' όλα αυτά εμμένουν πεισματικά: "Μόνος μου". Φρονώ πώς αν τους νοιάζεσαι, πάρ' τους στο χείλος του γκρεμνού και σπρώξ' τους. Εκεί ή θα πετάξουν ή θα τσακιστούν. Αν αγαπάν και θέλουν, θα πετάξουν...

Πού;

Πού είναι το κλειδί; μήπως στη γλάστρα; μην το κρατάς, εκεί, σφιχτά στη χούφτα σου; Μήπως το πέταξες τότε που ο φόβος νίκησε την επιθυμία; Ή είναι πια ξεκλείδωτη η καρδιά και ήρθε η ώρα να την κλέψω;

Ο σωσίας 
Λένε, οι ποιητές δραπετεύουν απ' τους στίχους τους· αφήνουν εκεί έναν σωσία να θανατωθεί. Είναι το χρέος τους να μείνουν ζωντανοί, άλλους θανάτους να ιστορήσουν.

Τριανταφυλλένιο

Θα σου χαρίσω ένα ποίημα, της είπε·  μα καθώς την είδε εύθραυστη μες στη χαρά, της έδωσε ένα λουλούδι.
Μύρισε εκείνη την αγάπη του και χαμογέλασε.
Όταν γύρισε ξανά στα χαρτιά του, είδε τα ποιήματα, όλα, ωραία  να καίγονται.

Απλά

Οι άνθρωποι που αγαπιούνται, όταν τους παίρνει το κύμα το μεγάλο και τους πετάει εκεί στα βράχια τσακισμένους, πριν τους αρπάξει ξανά και τους καταπιεί, απλώνουν χέρι· αναζητούν τη λάμψη της ελπίδας στην αγωνία των ματιών του συντρόφου τους, τη δύναμη από το άγγιγμα των ψυχών. Δε λένε "μόνος μου", γιατί οι άνθρωποι που αγαπιούνται μόνοι συναντούν μονάχα το θάνατο. Όλα τα άλλα τα κάνουνε μαζί. 

Άτιτλο

Μην ψάχνεις τον ποιητή στους στίχους του· αν τύχει κι είναι εκεί, θα τονε βρεις πνιγμένο.


Δεν 

Λάθος με νιώσατε, δεν είμαι εγώ πουλί· μόνο που είχα τη λαχτάρα ενός πετάγματος, γαλήνιου κι ωραίου.


Απόσυρση
Ήρθα να καταθέσω τα φτερά μου.


 Θα μαρτυρήσεις

Δύναται να αγαπήσει  δούλος άνθρωπος; αν όχι τον αφέντη του άλλον ονειριπόλο; Δύναται να ποθεί, να λαχταρεί, όμως να σκιάζεται;
Δε λέω είναι η ζωή αλλόκοτη. Μπορεί και ν' αγαπήσει . Όμως καλού-κακού κοίτα μην είσαι εσύ ο άλλος.

 "Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία"

-Τι λείπει από το θρυλικό σύνθημα;
-Η αγάπη.

Είναι

Βρέχει· είναι κι αυτό μια ελπίδα, γιατί τα καλοκαίρια μου καίνε κι εσύ μου λείπεις. 

Οριακό

Η ταλάντωση δεν αποτελεί αστάθεια· τουναντίον είναι η ευρυθμία της ζωής. Υπάρχει όμως μια δύναμη οριακή που καθιστά αδύνατη την επαναφορά. Τότε είναι που παρακολουθούμε με μάτια απλανή τη "σταθερότητα" της φριχτής παραμόρφωσης.

Ιούλιος

Ήρθε ένα μεσημέρι καλοκαιριού κι έσβησε όλα τα ποιήματα· κι αφού δεν είχα μαρτυρία καμιά, για ό,τι υπήρξα, πέρασα ανώδυνα στη λήθη.


Σχεδόν σαράντα χρόνια

Πίνω καφέ στην πλατεία Αμερικής.
-Ε, και; 
-Βρήκα εδώ κάτι αναμνήσεις παλιές, φοιτητικές.
-Και πώς αισθάνεσαι;
-Γαλήνιος, παράξενα γαλήνιος.

Πλατεία Αμερικής

Και καθώς υψώθηκαν
σκελετωμένα τα χέρια,
φάνηκε τρομερή
η γροθιά του θεού,
πρώτα το ψωμί,
η παιδεία, η ελευθερία.
Ανάξιε ποιητή!


Γαλάζιο

Είναι κάτι ποιήματα καλοκαιρινά, μήτε λυπημένα, μήτε χαρούμενα, μόνο αμήχανα, μπροστά στα θαλασσινά κορμιά, και άφωνα.

Και στα Γαλλικά σε μετάφραση Ιωάννας Αβραμίδου


BLEU /Il y a des poèmes estivales, ni tristes ni joyeux, seulement embarrassés devant les corps marins, et muets

Όταν παλιά, πολύ παλιά,
ήρθε ένα βράδυ
στο κρεβάτι μου
να δει πού βρίσκω
τόσα όνειρα,
εγώ το τσάκωσα·
κι αντί να το κρατήσω, 
τού 'πα το μυστικό,
το πήρε κι  έφυγε μαζί του.

Φταίω εγώ που όταν
σε φιλούσα, δε σε ήπια.

Α.

Δοκίμασε να γράψει,
μα αντί για λέξεις
φύτρωναν λουλούδια.

Αντί

Τώρα πενθώ, τα περασμένα μου θρηνώ· αύριο πάλι. 

Πώς;

Και πώς εσύ θ' αντικρίσεις το θάνατο ποιητή;
σε ποιους στίχους θα κρύψεις τους φόβους;

Να εύχεσαι να 'ρθει στον ύπνο σου·
να διακόψει την άθλια πραγματικότητα
καθώς θα ονειρεύεσαι.

Μπορεί και να μην έχει εξουσία στα όνειρα
κι έτσι να συνεχίσεις να υπάρχεις.

Τα ποιήματα

Εγώ καλώ το μέλλον μου 
κι αυτά μου λένε, έλα πίσω, 
όμως δεν έχει άλλο η ζωή,
όλο το πίσω το περπάτησα.

 Β.

Θέλω περήφρανα
να θρηνώ,
με την απώλεια
σύγκορμη,
μ' ορθό το ποίημα.

 Α

Δος μου τα μάτια σου
 για να σε ιδώ.

Δεν

Δεν έχω τίποτα να πω, δικό μου· ουδέποτε είχα.
Γιατί τα λόγια μου τα άφηνε στο ξέφωτο ένας θεός λυράρης, που επιθυμούσε τη δυστυχία μου.
Δεν ξέρω τι του 'φταιξα αυτού του θεού-λένε πως, στη μικρή μου νιότη, η όμορφη θεά χάιδευε το σγουρόμαλλο, στον ύπνο μου, κεφάλι κι εκείνος ζήλευε. Κι έστελνε ήχους πουλιών και κελαρύσματα νερών κι άλλους παράξενους ήχους· κι εικόνες έστελνε.
Κι εγώ στην πλάνη μου έγραφα πόθους και ποιήματα έγραφα, όλα θλιμμένα.
Γιατί τα είχε ο θεός έτσι φτιαγμένα, έξω να δείχνουν τη χαρά, μέσα να κρύβουν πόνο.
Δεν έχω τίποτα δικό μου.

Μερικοί το είπανε ζωή*

Εδώ τελείωσε ο έρωτας,
πιάνει δουλειά ο θάνατος.

* Οι ρεαλιστές




Ανοιξιάτικο
Ήρθε στο παραθύρι μου μία βροχή, "φύγε", της λέω, " δεν έχω άλλη θλίψη να σου δώσω".
"Δε θέλω τη θλίψη σου", μου απαντά και μου δείχνει τις ανθισμένες πορτοκαλιές.
Ώσπου να βγάλω φωνή και να χουγιάξω, τους έστρωσε τους ανθούς στο μαύρο χώμα.