Η άγνωστη λέξη

Έρχεται μια λέξη άγνωστη.
-Κάνε με ποίημα, μου λέει.
-Μόνη σου εσύ; μπορείς να γίνεις ποίημα;
Δείχνει ένα σύμφωνο υγρό.
- Να ‘χα τουλάχιστον το νόημα!
Μπαίνει αυτή στο νου  μου και χαμογελά:
-Το νόημα μου είναι κρυφό!
Καθώς το αίνιγμα ζωηρεύει, μου ‘ρχεται  μια φώτιση.
-Τα συμφραζόμενα! 
Με πλησιάζει, φαίνεται πως θέλει να αποκαλυφθεί:
-Καμιά άλλη δεν ήρθε ποτέ στην αυλή μου, μου ψιθυρίζει. Τη βλέπουν λευκή, νομίζουν πως έχω εκεί ένα κρυμμένο φεγγάρι που φωτίζει τους ασβεστωμένους τοίχους. Σιμώνουν αργά ακροπατώντας, όμως, παράξενο, μόλις με δούνε φεύγουν. Φεύγουν, ξανάρχονται , να βρουν το θάρρος. Αλλά, αιώνες οι άλλες μένουνε παιδιά κι εγώ μονάχη, παρθένος λέξη κι άγνωστη.
Την ακούω προσεκτικά. Νιώθω συγκλονισμό βαθύ.

Πάλι καταλαβαίνει τα μύχια. Με κοιτάει ίσια εκεί που βγαίνει η πρώτη σκέψη.
-Εγώ το ξέρω, μου λέει, εσύ με ψάχνεις στα άγραφα.
-Στα άγραφα; γελώ. Μα, εσύ έχεις σώμα, φωνήεντα πολλά και σύμφωνα όμορφα, μιλιά έχεις, μόνο το νόημα σου λείπει.
-Σου λείπει, με πειράζει.

Νιώθω το δίκιο της, της γνέφω, ναι:
-Η γνώση δεν είναι προϋπόθεση της ύπαρξης. Αιώνες τώρα οι άνθρωποι παλεύουν με τ’ άγνωστο. Κι όσο βαθιά βυθίζονται στα μυστικά του, τόσο απύθμενο προβάλλει αυτό στο νου και στην ψυχή τους.
-Τώρα στοχάζεσαι σωστά, μου λέει.
-Ωραία, παραδέχομαι, όμως: πώς θα γίνεις ποίημα, μόνη και άγνωστη;
 Δεν απαντά. Στην αρχή νομίζω ότι ζυγίζει μία-μία τις λέξεις που θέλει να πει. Γρήγορα όμως καταλαβαίνω πώς το βλέμμα της έχει εισχωρήσει εντός μου και στο εξής μόνος μου εγώ θα απαντώ.

*

-Τι είναι λοιπόν το ποίημα; αρχίζω.

-Σύνολο λέξεων!
-Αλληλουχία εικόνων!
-Μουσική!
-Ήχος υπέρηχος!
-Φως ορατό!
-Υπόηχος!
-Αόρατο χρώμα!
-Ταλάντωση συναισθημάτων!
-Σιωπή!

Βγαίνουν, ένα-ένα τα ποιήματα από τις κίτρινες σελίδες, με ενθουσιασμό, μπορεί και με κρυμμένη απόγνωση, μιλούν.

-Ατμόσφαιρα!
-Κελάηδημα πουλιού!
-Φιλί!
-Αγάπη!
-Ποτάμι !
-Θάνατος!
-Νόμισμα!
-Έρωτας!
-Εισιτήριο!
-Μνήμη!
-Θάλασσα!

Η άγνωστη λέξη με κοιτά. Σπιθίζουν τα μάτια της μια κρυμμένη χαρά.
Όλο και πιο πολύ ο ορισμός συμπυκνώνεται στο νόημα μιας λέξης, χάνεται στο αίνιγμα. Κι όσο συλλογίζομαι, στα βαθύτερα, αισθάνομαι την επιθυμία του άηχου μεσημεριού.
-Μην είναι η απουσία;
-Όχι, αυτή ηχεί ανυπόφορα. Ασπρόμαυρη, με χείλη που στάζουν κόκκινο, με μουσική άλαλων πνευστών. Δεν είναι η απουσία το ανύπαρκτο. Εισβάλλει από παντού,  μετράει το βηματισμό μου. Έχει στην τσέπη της μεταλλικά μέτρα ακριβείας, άλλα για την παιδική δρασκελιά, άλλα για το τσακισμένο βήμα, άλλα γι’ αυτό το αργό σύρσιμο στα μελλούμενα. Είναι η οιονεί παρουσία, γλυκιά κι αμείλικτη. Δεν είναι ποίημα.

Η άγνωστη λέξη ακόμα με κοιτά. Κρύβει το βλέμμα μια γαλήνια προσμονή. Λες  πως θα φανερωθεί, τώρα, όλη η συντέλεια των πραγμάτων. Και θα λάμψουν οι ασβεστωμένοι τοίχοι αυτόφωτοι, χωρίς τη συνδρομή του λαθραίου φεγγαριού. Και θα μεγαλώσουν τα παιδιά πίσω απ’ το φράχτη. Και θα αποκτήσει η λέξη νόημα μέσα στα συμφραζόμενα. Λες, μόνο λες, γιατί τα ποιήματα επιμένουν μέσα από τις κίτρινες σελίδες. Και φαντάζουν όλα  να αντιστέκονταν στο προγραμμένο.  Και θέλουν να ζαλιστεί η Πυθία παράφορα, να μην υπάρξει χρησμός καλύτερος απ’ τα δικά τους αινίγματα.
Ορθώνεται, εκεί, κι ένα επιφώνημα.
-Είμαι εγώ το ποίημα, Αχ!
Μία λέξη μικρή, συντονισμένο κύμα.
-Φύγε εσύ, φωνάζουν  στην άγνωστη.
 Αυτή χαμογελά.
-Κάνε με ποίημα, πάλι μου ζητά.

Κλείνω τα μάτια, έρχονται από παντού χρώματα, ήχοι φως, μυρωδικά. Σκύβω και γράφω:
-Αλόια..



Βαγγέλης Φίλος