Το γράμμα



-«Σου γράφω, αυτό, το γράμμα. Τα άλλα τα ’σβησα. Θυμάσαι; Εσύ έκλαιγες, όπως κλαίνε έναν νεκρό που θα ξεχάσουν».
-Εγώ έκλαιγα…
-«Σου γράφω, λοιπόν, αυτό το γράμμα. Δεν δύνασαι να τ’ αρνηθείς. Δεν είναι πια δικό σου. Είναι ένα συντελεσμένο αχ που ταξιδεύει. Σ’ άλλους καημούς, σ’ άλλους παλμούς, σ’ άγουρους κόρφους. Ένα αναφιλητό, αντίδοτο στον άνυδρο πόνο».
-Τι όμορφα που γράφεις!
-«Γράφεις καλά, μου χαμογελούσες. Υμνούσα, τότε, τη χαρά και οι λέξεις χόρευαν. Τώρα, σφιχτά αγκαλιασμένες, βυθίζονται. Σ’ αλληγορίες άφωνες βυθίζονται».
-…
-« Λέω, ξανά, να φωνάξω. Άτεχνα να φωνάξω: Αγαπώ τον ήλιο. Και τη μέρα που, ευτυχισμένη, ξυπνάει στα μάτια σου».
-Αν έφευγες, μπορεί και να σε γύρευα.
-«Δεν είναι που σ’ έχασα εγώ, είναι που ορφάνεψαν τα παγκάκια στην πλατεία κι η πρώτη αθωότητα έρμη πλανιέται».
-Και τι μπορούσα εγώ;
-«Δεν γύρεψα, στη βρύση σου, να πιω, στην κλίνη σου να γείρω. Μόνο, που όταν ρώτησα, "ποιός είμαι;", ξένος εγώ σε ξένους δρόμους, όταν φώναζα, "κανείς δεν με γνωρίζει;", είδα τα μάτια σου ανήσυχα να προσπερνούν».
-Αν ήξερα!
-«Εσύ, που διάβαζες τα μέσα, μυστικά μου, όλα, πώς λάθεψες και νόμισες γινάτι αυτό το σπαραγμό;».
-Είπα, δεν είναι αυτή αγάπη…
-«Έσπειρε η νύχτα, κέντησε στον ουρανό μια λύπη. Άλλοτε πόνο, άλλοτε καημό, άλλες φορές φεγγάρι, δάκρυ. Σκόρπισε η θάλασσα το φως, χίλια κομμάτια..».
-Μοιάζει ως να θρηνείς, όμως, δεν είναι τούτο θρήνος.
-«Είναι η οδύνη που αναγγέλλεται ήσυχα, γιατί, δεν έχει η κραυγή, ήχο δεν έχει η κραυγή. Είναι η προσευχή:
»Στάξε, Θεέ μου, μια στιγμή κουράγιο! Δική μου να ’ναι η στιγμή, λίγο ν’ αντέξω. Πολύ ν’ αντέξω, ώσπου η απώλεια να σβηστεί. Να γίνει της χαράς η ανάμνηση χαρά».
-Χαρά να γίνει…
-«Σφάλισε η γαλήνη τα ματόφυλλα. Και σε κοιτώ! Και σε φιλώ! Εγώ το πρώτο φως, εσύ η ανάσα στο λαιμό μου..».
-Λαχτάρα στη ψυχή…
-«Χάδι που σ’ ανιχνεύε. Ποιος ζήλεψε την όμορφη αυγή; Πριν τη χαρώ, πριν σε χαρώ…».
-Συννέφιασε.
-«Είν’ η σκιά στα μάτια σου. Βλέπω να φεύγεις».
-Φεύγω…
-«Πού θα πάς; Όπου κι αν πας, μη με ξεχάσεις. Κι αν με ξεχάσεις, μην το πεις. Τον μύθο μου να σώσω».
-…

-«Τώρα, που έμαθα να περιμένω, που σε καλώ ανέλπιδα και ξέρω, είναι που οι λέξεις μου , αγνές, ηχούν το νόημά τους: Αγάπη, πόνος, θάνατος».
-Αθανασία!
-«Άκου, στο κύμα, ψίθυρο το μυστικό μου: Δεν έχω άλλο μυστικό. Βρέχει βροχή. Δεν έχω φόβο».
-Θαρρώ γυρεύεις μία οπτασία.
-«Με ξέχασαν στις καλαμιές και σου γελώ. Κι εσύ χαϊδεύεις τα νερά, να με πλανέψεις. Σελήνη μάγισσα! με πήρες».
-Ω! φύση Κίρκη.
-«Και σπαρταρώ, κάθε που με κοιτάς ολόγιομη τί άλλο θέλεις; Ήρθα στον κύκλο σου, τι θέλεις; Κάθε που σβήνει μια σιωπή, άλλη αρχίζει πάλι».
- Πετάς μακριά, γυρνάς και φεύγεις…
-«Δεν γύρισα να μείνω. Ήρθα να φύγω. Μόνο που πρέπει να κλείσω τη ρωγμή στο παλιό μου πρόσωπο, αλλά τη φωτογραφία την έκαψα. Και πώς θα πορευτώ - κανείς δεν με θυμάται. Πώς θα σταθώ, στην πύλη, να σου πω, πως είμαι εγώ;».
»Ένα παράθυρο και ένα φως. Ένα παράθυρο στο φως, κι εσύ μου γνέφεις. Εκεί! μου δείχνεις, όπου η λαχτάρα γίνεται χαρά, εσύ Θεά…Εσύ σκιά! Κι αυτό το παραλήρημα».
-Ο πυρετός του ονείρου.
-«Αν συλλαβίσω τα λόγια μου, θα ελευθερωθούν στεναγμοί. Άηχες απορίες και καημοί. Κι αν τους συνθέσω πάλι θα σε κοιτάξουν οι λέξεις μου, λυπημένες. "Διψάμε", θα σου πουν. Θα κυλήσει, τότε, ένα δάκρυ. Κι όλα θα σβήσουν. Κι όταν δεν θά ’χει μείνει κανένα σημάδι στο χαρτί, θα κλείσω αυτό το γράμμα».
-Και θα ’ναι το τέλος σου η άλλη αρχή.
-«…».


Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο Θεάλια, Εκδόσεις Ενδοχώρα 2009